Κατά τη διάρκεια της ημέρας τους συναντάς στα πεζοδρόμια της πρωτεύουσας, όμως τους προσπερνάς. Τους βλέπεις στις στάσεις, στις πλατείες, έξω από εκκλησίες, σε πολυσύχναστα μέρη, όμως γυρίζεις το κεφάλι, ανεβάζεις ρυθμό στο βήμα σουκαι κάνεις πως δεν υπάρχουν.

Ο λόγος για τους αστέγους. Για ανθρώπους, που έχουν όνομα και πρόσωπο, για τους οποίους Πολιτεία και κοινωνία δείχνουν να αδιαφορούν επιδεικτικά. Αυτοί, που τα προβλήματα τους οδήγησαν στον δρόμο, αποτελούν ένα κομμάτι της πόλης που παλεύει κάθε μέρα για επιβίωση.

Οι άστεγοι, που αυξάνονται ραγδαία τα τελευταία χρόνια, έχουν ξεχάσει τι θα πει ζεστασιά, σεντόνι, και έχουν για σπίτι τους κάποιο παγκάκι ή το πλατύσκαλο μιας πολυκατοικίας, στο οποίο βασικό συστατικό είναι τα χαρτόνια και τα βρώμικα κλινοσκεπάσματα. Αυτή την εποχή προσπαθούν να προστατευθούν με κάθε τρόπο από το κρύο και συνήθως βρίσκουν τροφή σε κάποια δομή ή στα συσσίτια της Εκκλησίας, στα οποία συρρέουν όλο και περισσότεροι.

Τέτοιες σκληρές εικόνες συνάντησαν και τα «Π» στο οδοιπορικό που έκαναν στην παγωμένη νυχτερινή Αθήνα. Στο κέντρο της πρωτεύουσας, γύρω από το Σύνταγμα και τις οδούς Σταδίου, Πανεπιστημίου, Καραγεώργη Σερβίας, αλλά και στο Μοναστηράκι και το Θησείο, οι άστεγοι έχουν φτιάξει τα δικά τους υπαίθρια καταλύματα. Ίδια όμως είναι η κατάσταση και στις υπόλοιπες γειτονιές της πρωτεύουσας. Στα Εξάρχεια, στην Κυψέλη και τα Πετράλωνα οι άστεγοι τριγυρνούν με τα λιγοστά υπάρχοντά τους στον ώμο και προσπαθούν να βρουν κάποιο καταφύγιο για να βγει ακόμα μία κρύα νύχτα.

«Δυστυχώς, όλοι μας έχουμε αποδεχτεί την κανονικότητα της φτώχειας και η εικόνα των αστέγων δεν μας τρομάζει, ενώ κανονικά θα έπρεπε», δηλώνει στα «Π» η πρόεδρος του Κέντρου Υποδοχής και Αλληλεγγύης του Δήμου Αθηναίων, Ελένη Κατσούλη, και συνέχισε τονίζοντας πως «τα τελευταία χρόνια υπάρχει αύξηση στους αστέγους και δεν είναι μόνον όσοι βλέπουμε στα παγκάκια και τις πολυκατοικίες, είναι και πάρα πολλοί συμπολίτες μας που κοιμούνται σε εγκαταλειμμένα κτίρια, τα οποία είναι επικίνδυνα και στα οποία εμείς δεν μπορούμε να παρέμβουμε».

Σε ερώτηση που έκαναν τα «Π» σχετικά με το προφίλ των αστέγων, η κ. Κατσούλη, η οποία δουλεύει στο ΚΥΑΔΑ από το 2013, μας είπε πως «κυρίως αυξάνονται οι υπερήλικοι άστεγοι» και συνέχισε επισημαίνοντας πως «όταν σε ένα ηλικιωμένο ζευγάρι ο ένας από τους δύο πεθάνει, ο άλλος που μένει πίσω δεν μπορεί από μόνος του να σηκώσει με μία μικρή σύνταξη το βάρος ενός σπιτιού και οδηγείται στον δρόμο». «Επίσης πολλοί από αυτούς τους ανθρώπους, που είναι άστεγοι, έχουν σπίτια, όμως είναι εξαρτημένοι από ουσίες και φεύγουν ή τους διώχνουν από αυτά. Η Πολιτεία όλους αυτούς πρέπει να τους αγκαλιάσει και όχι να τους οδηγεί στο περιθώριο», συμπλήρωσε, ενώ σε ερώτηση αν η αύξηση των αστέγων σχετίζεται και με την προσφυγική κρίση, η ίδια απάντησε αρνητικά: «Σίγουρα υπάρχουν και πρόσφυγες, όμως στην πλειονότητά τους είναι Ελληνες πολίτες, που κάποια προβλήματα τους οδήγησανεκεί», εξηγεί.

Η πρόεδρος του Κέντρου Υποδοχής και Αλληλεγγύης του Δήμου Αθηναίων αναφέρθηκε και στα μέσα που διαθέτουν για την αντιμετώπιση του συγκεκριμένου προβλήματος. «Οι άστεγοι αυξάνονται και μαζί αυξάνονται και οι ανάγκες. Οι δομές δεν φτάνουν για να εξυπηρετήσουν και το προσωπικό είναι λίγο για το φορτίο που σηκώνει. Έχουμε κάνει τις προτάσεις μας προς πάσα κατεύθυνση και στην αναπληρώτρια υπουργό Κοινωνικής Αλληλεγγύης, την κυρία Φωτίου, όμως ακόμα δεν έχουμε δει κάτι να υλοποιείται». «Κλείνοντας, θέλω να πω κάτι… Πρέπει η Πολιτεία την ελεημοσύνη και τη φιλανθρωπία να τη μετατρέψει σε αλληλεγγύη και αλληλοβοήθεια. Εμείς αυτό προσπαθούμε να κάνουμε», κατέληξε.

ΣΤΙΣ ΟΥΡΕΣ

Το κενό που αφήνει η Πολιτεία στη στήριξη αυτής της ευαίσθητης κοινωνικής ομάδας προσπαθούν να το αναπληρώσουν μη κυβερνητικές οργανώσεις, αλλά και φιλανθρωπικοί οργανισμοί, όπως η «Αποστολή» της Αρχιεπισκοπής Αθηνών, που από τον Απρίλιο του 2012 βρίσκεται δίπλα στους αστέγους και μοιράζει καθημερινά 1.000 μερίδες φαγητού σε κέντρα  που βρίσκονται στη Σοφοκλέους και στην Πειραιώς.

«Αυτό το οποίο παρατηρούμε είναι ότι υπάρχουν καινούργια πρόσωπα και αυτό μας λυπεί», δήλωσε στα «Π» ο υπεύθυνος Δημοσίων Σχέσεων της «Αποστολής», Γιάννης Πεταλάς, και συνέχισε τονίζοντας πως «καινούργια πρόσωπα έχουν προστεθεί στους παραπάνω ανθρώπους που γνωρίζουμε και έχουμε πλέον προσωπική επαφή από τις δράσεις μας τα προηγούμενα χρόνια». «Συνταξιούχοι, άποροι, τοξικομανείς, άνθρωποι του περιθωρίου, άνθρωποι που βγήκαν από τη φυλακή, συνάνθρωποί μας που η κρίση τους οδήγησε σε αδιέξοδο προσπαθούν να επιβιώσουν. Το σημαντικότερο όμως είναι πως έχουν προστεθεί καρκινοπαθείς», ανέφερε.

Ο ίδιος αποκαλύπτει πως έχει μιλήσει με κάποιους ανθρώπους, «που μου είπαν πως “την ημέρα στοιβάζομαι στις ουρές των ογκολογικών νοσοκομείων, στη συνέχεια στοιβάζομαι στις ουρές των συσσιτίων και το βράδυ μου μένει αυτή η ελευθερία της απομόνωσης στη γωνιά κάποιου δρόμου ή σε κάποιο προαύλιο μιας εκκλησίας για να ζητήσω τη βοήθεια του κόσμου”. Η εξομολόγηση αυτού του ανθρώπου με έκανε να ξεχάσω προς στιγμήν τι ήθελα να του προσφέρω, η σκέψη μου πάγωσε, τα έχασα εντελώς και ανέβηκαν δάκρυα στα μάτια μου».

Όσον αφορά το προφίλ των ανθρώπων αυτών που βρίσκουν αποκούμπι και φροντίδα στην «Αποστολή», ο κ. Πεταλάς δήλωσε πως «στην πλειονότητά τους είναι Ελληνες, οι περισσότεροι άντρες και διαφόρων ηλικιών» και συνέχισε επισημαίνοντας πως «όλοι τους είναι άνθρωποι που έχουν ζηλευτά αποθέματα αξιοπρέπειας. Σου λένε “ευχαριστώ” και σου μιλάνε κάθε φορά με ευγνωμοσύνη γι’ αυτό που τους προσφέρεις και είναι το ελάχι- στο που μπορείς να κάνεις». «Εμείς συνεχίζουμε πιστά στις εντολές που έχουμε από τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. Ιερώνυμο να απλώνουμε το χέρι σε αυτούς τους ανθρώπους που μας έχουν ανάγκη και, δυστυχώς, ολο- ένα και αυξάνονται και πάντα δίνουμε το μήνυμα πως είμαστε δίπλα τους και δεν είναι μόνοι τους. Η ζωή αυτών των ανθρώπων δεν περιλαμβάνει σπίτι, εργασία και οικογένεια, περιλαμβάνει μοναξιά, πείνα, απελπισία και απόγνωση. Οφείλουμε όλοι να είμαστε δίπλα τους», κατέληξε.

 

Το ρεπορτάζ δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ το Σάββατο 2 Μαρτίου