Εννέα χρόνια κρίσης, τρία Μνημόνια, νόμοι, διατάξεις και εγκύκλιοι χωρίς σταματημό, διαρκώς αυξανόμενα φορολογικά βάρη, που κλήθηκαν να πληρώσουν οι συνεπείς φορολογούμενοι. Φτάνοντας στο σήμερα, στο 2018, και έχοντας μπροστά μας μία εκλογική αναμέτρηση σε εθνικό επίπεδο, μία σε αυτοδιοικητικό και μία σε ευρωπαϊκό, η συζήτηση για το πώς θα ελαφρύνουμε αυτές τις ομάδες έχει ξεκινήσει για τα καλά. Και, σίγουρα, πρέπει να είναι από τα θέματα που θα πρωταγωνιστήσουν στον πολιτικό διάλογο. Σε καμία περίπτωση, όμως, δεν πρέπει να είναι από αυτά που θα κυριαρχήσουν. Τουλάχιστον, έτσι όπως ξεκίνησε να συζητείται. Διότι, ο διάλογος γύρω από το θέμα έχει ήδη έντονη οσμή παροχολογίας, παρά το γεγονός ότι κανονικά βρισκόμαστε έναν χρόνο πριν από τις βουλευτικές εκλογές.  

Τι είναι αυτό, όμως, που πρέπει να συζητηθεί;

Είναι θέματα που αντιμετωπίζει το φορολογικό μας σύστημα σε πολύ πιο δομικό επίπεδο. Διότι το ένα πρόβλημα είναι η υπερφορολόγηση και η εξάντληση της φοροδοτικής ικανότητας όσων πολιτών θέλουν αλλά δεν μπορούν πλέον να πληρώσουν. Το δεύτερο πρόβλημα αφορά στον βαθμό που η υπερφορολόγηση αυτή αυξάνει τον αριθμό μιας άλλης κατηγορίας φορολογουμένων: Αυτών που μπορούν, αλλά δεν θέλουν να πληρώσουν. Είναι γεγονός ότι η κατακόρυφη και συνεχής αύξηση των φόρων αποτελεί το καλύτερο κίνητρο για απόκρυψη εισοδημάτων και για μη πληρωμή των οφειλών των υπόχρεων. Και εκεί πρέπει να εστιάσουμε.

Με ποιον τρόπο;

Η πρώτη, άμεση και εύκολη απάντηση είναι να μειώσουμε τους φορολογικούς συντελεστές. Επειδή, όμως, αυτό είναι μια διαδικασία που απαιτεί χρόνο για να υλοποιηθεί στο 100% -δεδομένου ότι ουσιαστικά εξακολουθούμε να ελεγχόμαστε από τους δανειστές-, πρέπει να συνοδευθεί και από άλλες παρεμβάσεις, οι οποίες και θα βοηθήσουν στην ομαλή μετάβαση προς τον επιθυμητό στόχο και θα δημιουργήσουν -στο τέλος της ημέρας- ένα φορολογικό σύστημα που θα αποτελεί από μόνο του, από τη φύση του δηλαδή, το καλύτερο κίνητρο για φορολογική συμμόρφωση και αντικίνητρο για φοροδιαφυγή.  

Ποιες είναι αυτές;

-Η καθιέρωση ενός ενιαίου συστήματος φορολογίας εισοδήματος για φυσικά πρόσωπα, μισθωτούς, αυτοαπασχολούμενους και ατομικές επιχειρήσεις, με φορολόγηση του καθαρού εισοδήματος (έσοδα-έξοδα) για όλους.    

Επί της διαφοράς που προκύπτει, ο φόρος υπολογίζεται με συντελεστή που θα πρέπει να είναι τέτοιος ώστε να υπάρχει σημαντικό κίνητρο για απαίτηση απόδειξης από τον καταναλωτή (από 22% μέχρι 40%).  

-Η επιτάχυνση των προβλεπόμενων διαδικασιών για τη σύνδεση των τερματικών POS με τις ελεγκτικές Αρχές. Κάθε επιτηδευματίας, που διενεργεί λιανικές πωλήσεις, να τηρεί υποχρεωτικά ταμειακή μηχανή (POS κ.λπ.), η οποία να είναι συνδεδεμένη υποχρεωτικά με το TAXISNET και από την κάθε συναλλαγή να αποδίδεται αυτόματα στο δημόσιο ταμείο ο αναλογούν ΦΠΑ. ΦΠΑ με κύριο συντελεστή 20%, χαμηλό 10% και κατάργηση του ενδιάμεσου 13%.  

-Ενέργειες της Φορολογικής Διοίκησης για την εντατικοποίηση των ελέγχων και την άμεση επίλυση των φορολογικών υποθέσεων, ατομικών και εταιρικών, με τη διεύρυνση του μητρώου των ελεγκτών, με διασταυρώσεις και άντληση πληροφοριών μέσω ηλεκτρονικών διασυνδέσεων. Οι προτάσεις αυτές θα φέρουν τα εξής αποτελέσματα: Ισχυρό κίνητρο για αύξηση της έκδοσης νόμιμων παραστατικών (αποδείξεις/τιμολόγια), που θα φέρουν στην επιφάνεια κρυφά εισοδήματα. Η αποκάλυψη πρώην κρυφών εισοδημάτων θα αυξήσει το ΑΕΠ, βελτιώνοντας όλα τα δημοσιονομικά μεγέθη, θα αυξήσει το φορολογητέο εισόδημα, θα αυξήσει σημαντικά τα έσοδα από ΦΠΑ. Η αποκάλυψη και φορολόγηση αυτών των εισοδημάτων θα καταστήσει πιο δίκαιο το φορολογικό σύστημα, θα μειώσει την ανάγκη λήψης μέτρων εις βάρος μόνο των συνεπών φορολογουμένων, θα μειώσει την παραοικονομία και τη φοροδιαφυγή. Η μείωση της φοροδιαφυγής και η αύξηση των εσόδων θα δώσει τη δυνατότητα για περαιτέρω μείωση των φορολογικών συντελεστών στο άμεσο μέλλον. Δεν υποστηρίζω ότι με αυτά τα μέτρα θα τελειώσουμε οριστικά με το πρόβλημα της φοροδιαφυγής και θα αποκαταστήσουμε πλήρως τη φορολογική δικαιοσύνη. Εκτιμώ, όμως, ότι θα έχουμε κάνει ένα πολύ μεγάλο βήμα προς αυτή την κατεύθυνση. Προς όφελος των πολιτών, των επιχειρήσεων, της κοινωνίας, της οικονομίας.  

*Ο Κωνσταντίνος Β. Κόλλιας είναι πρόεδρος του Οικονομικού Επιμελητηρίου Ελλάδος  

Δημοσιεύθηκε στο ένθετο Strategies & Politics της εφημερίδας ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ, Σάββατο 15 Σεπτεμβρίου 2018