Εδώ και µήνες, το καθεστώς του επηρµένου Ταγίπ Ερντογάν συµπεριφέρεται µε άθλιο τρόπο απέναντι στη σύµµαχό του στο ΝΑΤΟ Ελλάδα, µε ρητορικές προσβολές, ύβρεις, απειλές και µε αµφισβήτηση νησιωτικών εδαφών της ελληνικής επικράτειας. Και το τελευταίο αυτό ζήτηµα έχει βεβαίως εγείρει η Αγκυρα πολύ πριν προκύψει η υπόθεση των οκτώ Τούρκων αξιωµατικών.

Αρχικά, η ελληνική πλευρά κράτησε στάση πολιτικής «ψυχραιµίας», δεν παρασύρθηκε σε τουρκικές «παγίδες» στο Αιγαίο, αλλά έδωσε και την εντύπωση ότι δεν ήταν αποφασισµένη και έτοιµη να αντιµετωπίσει ένα «πολεµικό επεισόδιο» στο Αιγαίο.

Ετσι, αυξανόταν επί µήνες ο πολιτικός και στρατιωτικός «τραµπουκισµός» της Αγκυρας, που έδειχνε να πιστεύει ότι θα µπορούσε να οδηγήσει τα πράγµατα στα άκρα, χωρίς να ρισκάρει τίποτε. Εστω και µε καθυστέρηση, όµως, έπειτα από µια περίοδο αµηχανίας, η κυβέρνηση προχώρησε σε αυτό για το οποίο ενθέρµως συµβούλευαν διπλωµατικοί παράγοντες και στρατιωτικοί επιτελείς:

η Αθήνα, µε συγκεκριµένες ασκήσεις επιχειρησιακής ετοιµότητας στον µέγιστο βαθµό και µε δηλώσεις της πολιτικής και πολιτειακής ηγεσίας, διεµήνυσε στον Ταγίπ Ερντογάν ότι η Ελλάδα σήµερα είναι απολύτως έτοιµη για αναµέτρηση µε την Τουρκία, αν δεχθεί προσβολή ελληνικού εδάφους από τουρκικές δυνάµεις. Οπως λέγεται στα πολιτικά παρασκήνια, η κυβέρνηση και η δηµοκρατική αντιπολίτευση, µείζων και ελάσσων, συµφωνούν σήµερα ότι η Ελλάδα δεν µπορεί να αρκείται πλέον στη διατύπωση ευχών για αποφυγή ενός «επεισοδίου» στο Αιγαίο από ένα «ατύχηµα».

Η σηµερινή ελληνική γραµµή δεν συνδέεται µε τις κατά καιρούς ρητορικές «κορώνες» του Π. Καµµένου. Οι αποφάσεις έχουν ληφθεί σε επίπεδο Γενικού Επιτελείου, που ήταν τον τελευταίο καιρό σε ευθεία επαφή και συνεννόηση µε το γραφείο του πρωθυπουργού.

Ο κ. Τσίπρας, που είναι ευθυγραµµισµένος µε τις στρατηγικές επιλογές και τη στρατιωτική ετοιµότητα των ΗΠΑ στην περιοχή, εµπιστεύεται πρώτιστα την κρίση των επιτελών των Ε.∆. για την κατάσταση στο Αιγαίο και τη Μεσόγειο και όχι τους πατριωτικούς «ενθουσιασµούς» του κ. Καµµένου. Η ελληνική ηγεσία είναι πλέον πεπεισµένη ότι η στρατηγική της Τουρκίας και οι τακτικές κινήσεις που τη συνοδεύουν δεν είχαν επί της ουσίας τίποτε να κάνουν µε τις προεκλογικές «ανάγκες» του κ. Ερντογάν. Αυτή η στρατηγική είναι σταθερή και υπηρετείται σε ενιαία εθνική βάση από όλες τις τουρκικές κυβερνήσεις, µε υπολογισµένες κλιµακώσεις της από τη δεκαετία του ’70.

Την απόφαση για την αµυντική ετοιµότητά της απέναντι στην Τουρκία η Αθήνα την έχει γνωστοποιήσει στον «διεθνή παράγοντα», πράγµα που σηµαίνει ότι ο κ. Στόλτενµπεργκ, γ.γ. της Συµµαχίας, δεν θα πρέπει να εκπλαγεί αν αύριο οι δύο χώρες του ΝΑΤΟ «συγκρουστούν» στις θάλασσες, στις οποίες η Τουρκία θέλει να κάνει επιδείξεις ισχύος. Οι πολλές αναφορές της ελληνικής ηγεσίας στο ζήτηµα της αποφασιστικότητάς της για υπεράσπιση όλων εκείνων που ο Ερντογάν θεωρεί ότι «κατέχει παράνοµα» η Ελλάδα στο Αιγαίο ακούγονται µε ιδιαίτερη προσοχή από την Ουάσινγκτον.

Tο αµερικανικό Πεντάγωνο ούτε τη στάση της Αγκυρας κρίνει θετικά ούτε και αγνοεί τι θα σήµαινε µια ελληνοτουρκική «ανάφλεξη» για το δυτικό αµυντικό σύστηµα ασφαλείας. Στα κεντρικά στοιχεία της σηµερινής στάσης της Αθήνας περιλαµβάνεται µε υψηλό στρατηγικό συντελεστή η ποιοτικά αναβαθµισµένη στρατιωτική συνεργασία της Ελλάδας µε το Ισραήλ, που αποτελεί και µέρος της «συνεννόησης» των τεσσάρων στην Αν. Μεσόγειο, µε Κύπρο και Αίγυπτο να συµπληρώνουν το «καρέ».    

ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΗ ΑΝΤΙΛΗΨΗ

Η αντίληψη της ελληνικής διπλωµατίας για την κατάσταση και τις προοπτικές των σχέσεων της χώρας µας µε την Τουρκία είναι πλέον διαφορετική από εκείνη που υπήρχε στην Αθήνα από τα µέσα της δεκαετίας του ’90 και πριν αρχίσει στη συνέχεια να ωριµάζει, από την περασµένη δεκαετία, το πείραµα µιας τουρκικής ∆ηµοκρατίας µε τη συνύπαρξη ενός «ήπιου ισλαµισµού» µε τα στοιχεία του κοσµικού κράτους.

Ο αυξανόµενος αυταρχισµός του ισλαµιστή και σκληρού εθνικιστή Ερντογάν διέλυσε στην Αθήνα τις αυταπάτες που είχε δηµιουργήσει η ιδέα µιας «αναθεώρησης» των σχέσεων µε την Τουρκία σε πνεύµα «ευρωπαϊκό» και γενικότερα η πολιτική «κατευνασµού» του στρατιωτικά ισχυρού γείτονα. Ακυρώθηκε επίσης η διπλωµατική σχολή της «δηµιουργικής ακινησίας», που είχε δοκιµαστεί µετά το 2004.

Οι πιο έµπειροι διπλωµάτες συµφωνούν από καιρό µε τους στρατιωτικούς που από το 1996 θεωρούσαν ως µόνο αποτελεσµατικό «όπλο» της Ελλάδας στο Αιγαίο την πειστική προβολή της απόφασής της να «απαντήσει» αµέσως στην Τουρκία, αν αυτή επιχειρήσει να «ανακτήσει» νησιά που «της ανήκουν». Οι αποφάσεις της Αθήνας συνδέονται πλέον και µε απολιτικές επιλογές, που βασίζονται σε νέα στοιχεία του στρατηγικού πεδίου, που διαµορφώνονται τα τελευταία χρόνια:

το υπουργείο Εξωτερικών της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και ο πρόεδρος της Ν.∆. υιοθετούν απολύτως σήµερα την εκτίµηση που µοιράζονται οι ΗΠΑ µε το Ισραήλ για τα πράγµατα στην Αν. Μεσόγειο σε σχέση µε την Τουρκία. Οπως δήλωσε η πρέσβειρα του Ισραήλ στην Αθήνα, Ιριτ Μπεν-Αµπά, στα «Π», η σταθερότητα στην Αν. Μεσόγειο «θα εξακολουθεί να αποτελεί ζητούµενο», αφού «η Τουρκία που ξέραµε πριν από 20 χρόνια σήµερα δεν υπάρχει».  

Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ, Σάββατο 30 Ιουνίου 2018