Παρότι στο διάγγελμά του ο Ντόναλντ Τραμπ αναφέρθηκε πολλάκις στον τρόπο με τον οποίο η απόφαση του να αναγνωρίσει την Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσα του Ισραήλ συμβάλλει στην έλευση της ειρήνης στην περιοχή, οι πρώτες αντιδράσεις μάλλον μαρτυρούν υπέρ του αντιθέτου. Από τις καταδικαστικές εξαγγελίες που εξαπολύουν οι αξιωματούχοι της Ρωσίας, της Τουρκίας και της Παλαιστίνης μέχρι τις ενστάσεις των Ηνωμένων Εθνών και τις οργισμένες διαδηλώσεις που ξέσπασαν στη Γάζα, το Αμμάν και το αμερικάνικο προξενείο της Ισταμπούλ, φαίνεται ότι η επιλογή του αμερικανού προέδρου έχει μετατρέψει την Ιερουσαλήμ σε μια ωρολογιακή βόμβα τοποθετημένη στα θεμέλια μιας ετοιμόρροπης Μέσης Ανατολής.

Το πόσο μελετημένη ήταν αυτή η κίνηση είναι αμφισβητήσιμο. Οι πηγές της Washington Post στον Λευκό Οίκο αναφέρουν ότι ο στρατηγικός σχεδιασμός πίσω της ήταν μάλλον ανύπαρκτος, καθώς κίνητρο του προέδρου ήταν απλά να φανεί «φιλο-ισραηλινός» και να καταφέρει «να κλείσει ένα ντιλ». Εξού και το γεγονός ότι η απόφαση έσκασε σαν κεραυνός εν αιθρία, καθώς στα προηγούμενα επεισόδια ο Ντόναλντ Τραμπ φαινόταν να διεκδικεί έναν καταπραϋντικό ρόλο στην περιοχή, πραγματοποιώντας συναντήσεις σε φιλικό κλίμα με εκπροσώπους κι απ' τις δύο πλευρές της διαμάχης.

Αυτό ήταν συνεπές με τις δημόσιες προεκλογικές του εξαγγελίες. Ως γνήσιος απόγονος του αμερικάνικου απομονωτισμού -που κυριάρχησε στους κύκλους των Ρεπουμπλικανών στις απαρχές του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, προκρίνοντας την αποχή των ΗΠΑ απ' αυτόν- ο Τραμπ πρέσβευε τη στρατιωτική και διπλωματική απόσυρση της Αμερικής από τα πολλαπλά μέτωπα που έχει ανοιχτά ανά τον κόσμο. Χαρακτηριστικό είναι άλλωστε ότι το πρώτο του διπλωματικό ταξίδι τον περασμένο Μάιο μοιράστηκε ανάμεσα στο Ισραήλ και τη Δυτική Όχθη, ήτοι στους δύο τόπους της πλέον αρχετυπικής γεωπολιτικής διένεξης, με πασίδηλο το ίχνος της ανάμιξης των ΗΠΑ.

Νωρίτερα τον ίδιο μήνα είχε υποδεχθεί τον πρόεδρο της Παλαιστινιακής Αρχής, Μαχμούντ Αμπάς, στον Λευκό Οίκο, όπου η συνάντηση θεωρήθηκε ελπιδοφόρα για την επίλυση της πολυετούς σύγκρουσης στην περιοχή, με προώθηση της λύσης των δύο κρατών. Μπορεί τώρα ο Αμπάς να ξεσπαθώνει απειλώντας με «ατελείωτους πολέμους», όμως η πίστη του στο μαγικό άγγιγμα του Ντόναλντ Τραμπ έφτασε να του κοστίζει μεγάλο μέρος απ' το όποιο κύρος του. Τον περασμένο Ιούλιο, άρθρο στην ισραηλινή Haaretz τον χαρακτήριζε «υπεργολάβο του Νετανιάχου» στην Παλαιστίνη, καθώς παροιμιώδες θεωρήθηκε το «ελευθέρας» που έδωσε στην ισραηλινή πλευρά, καταδικάζοντας μόνο τις βαρβαρότητες που είχαν παλαιστινιακή υπογραφή, όσο ανέμενε την καθοριστική αμερικάνικη παρέμβαση – μάταια, όπως αποδείχθηκε.

Η αλήθεια είναι όμως, ότι απ' την πρώτη συνάντηση με τον Αμπάς, μέχρι το προχθεσινό διάγγελμα, καμία ασυνέπεια δεν εμφανίζει ο αμερικανός πρόεδρος. Άλλωστε, κατά την επίσκεψή του στο μουσείο της Ιερουσαλήμ είχε δηλώσει ότι η κυβέρνηση του «θα είναι πάντα στο πλευρό του Ισραήλ», ενώ είχε χαρακτηρίσει και πάλι την επίλυση του παλαιστινιακού ως «το απόλυτο ντιλ». Η επιμονή του Τραμπ στην ορολογία του «ντιλ» δεν είναι τυχαία: προέρχεται από το εγχειρίδιο “The Art of the Deal” που έγραψε για λογαριασμό του ο δημοσιογράφος Τιμ Σβαρτς το 1987, το οποίο πατώντας στο γιάπικο όνειρο της εποχής -όπως το εξέφρασε και εν μέρει εξιδανίκευσε η ταινία “Wall Street” την ίδια χρονιά- σκαρφάλωσε στην κορυφή των μπεστ σέλερ και έκανε τον σημερινό πρόεδρο των ΗΠΑ διάσημο.

Δεν ήταν απαραίτητο όμως να έχει διαβάσει το “The Art of the Deal” ο κ. Αμπάς, για να αντιμετωπίσει με δυσπιστία τις υποσχέσεις του Ντόναλντ Τραμπ. Αρκούσε να ανιχνεύσει τα πολλαπλά νήματα που συνδέουν τον πρόεδρο με τους πιο σκληροπυρηνικούς αντιπάλους της Παλαιστίνης και δεν θα του προκαλούσε καμία εντύπωση η επιθυμία του Τραμπ να κάνει κάτι «φιλο-ισραηλινό».

Ένα απ' αυτά τα νήματα καταλήγει στις ρίζες του Breitbart, του ιστότοπου διασποράς ψευδών ειδήσεων και δημοφιλούς μέσου μεταξύ της νέας ακροδεξιάς της alt-right, το οποίο λειτούργησε ως γραφείο προπαγάνδας υπέρ του όλου ρεύματος που εξέφρασε ο Ντόναλντ Τραμπ και απ' το οποίο άντλησε τον επικεφαλή στρατηγικής του Λευκού Οίκου, Στιβ Μπάνον, ο οποίος τελούσε χρέη διευθυντή σύνταξης. O δε εκλιπών ιδρυτής του, Άντριου Μπράιτμπαρτ, εμπνεύστηκε τη δημιουργία του ιστότοπου κατά τη διάρκεια ενός ταξιδιού του στο Ισραήλ. Θέλησε κατά δήλωσή του να φτιάξει ένα «ανερυθρίαστα φιλο-ισραηλινό μέσο» που θα πήγαινε κόντρα «στην προπαγάνδα των ΜΜΕ» και της οργάνωσης J Street, που προέκρινε τη λύση των δύο κρατών. Στο στήσιμο του Breitbart βοήθησε ο προσωπικός φίλος του Μπράιτμπαρτ, Μπένγιαμιν Νετανιάχου, που έχει στηρίξει σε πολλές στιγμές το μέσο.

Το μακρύτερο όμως νήμα πίσω απ' το διάγγελμα Τραμπ, συντίθεται φυσικά από δολάρια. Η μετακίνηση της πρεσβείας στην Ιερουσαλήμ υπήρξε μια ξεχασμένη για τους περισσότερους υπόσχεση την οποία διατύπωσε προεκλογικά ο Ντόναλντ Τραμπ, την περίοδο που η καμπάνια του δεχόταν τα χρήματα του μεγαλύτερου δωρητή της. Ο βασιλιάς των καζίνο, Σέλντον Έιντελσον, επίσης στενός φίλος του Νετανιάχου, έχει αποχωριστεί πολλά εκατομμύρια απ' την υπέρογκη περιουσία του των 36 δισ. ανά τα χρόνια, υποστηρίζοντας υποψήφιους κι απ' τους Δημοκρατικούς κι απ' τους Ρεπουμπλικάνους, με μία και μοναδική απαίτηση: την αταλάντευτη στράτευσή τους υπέρ των συμφερόντων του Ισραήλ.