Ανάπτυξη, επενδύσεις, νέο παραγωγικό μοντέλο, δικαιότερη κατανομή του παραγόμενου πλούτου, αύξηση της απασχόλησης. Αυτό είναι το αφήγημα της κυβέρνησης εδώ και μήνες προκειμένου να ξεπεραστεί η ψυχρολουσία των πρόσθετων μέτρων για το 2019 και το 2020, όπως επίσης η μάλλον θολή υπόσχεση των δανειστών μας για κάποια ελάφρυνση του χρέους. Τα επίσημα στοιχεία διαλύουν όμως και αυτές τις αυταπάτες, τις ψευδαισθήσεις περί... στροφής της οικονομίας -πώς άραγε θα μπορούσε να γίνει αυτό;- σε νέα μονοπάτια, καθώς δείχνουν ότι η «ανάπτυξη», το αποκαλούμενο success story, βασίζεται σε... οβελιστήρια, μπαρ, καφετέριες, ταβέρνες, κυλικεία, καφενεία, ενοικιαζόμενα δωμάτια.

Τι είναι όλα τα παραπάνω; Με βάση τα δεδομένα της Κεντρικής Ενωσης Επιμελητηρίων, πρόκειται για τις πιο δημοφιλείς δραστηριότητες από όσους έκαναν έναρξη εργασιών, όχι μόνο σε αυτούς τους πρώτους εννιά μήνες του έτους, αλλά και στη διάρκεια του 2016, κάτι που σημαίνει πολύ απλά ότι όποιος αναζητήσει σε αυτά τα στοιχεία το νέο... παραγωγικό μοντέλο, π.χ. «βροχή» μικρών εταιρειών υψηλής τεχνολογίας, μικρές και «έξυπνες» παραγωγικές μονάδες, εξαγωγικές επιχειρήσεις με εξειδίκευση, θα απογοητευθεί. Στην πραγματικότητα, όσοι έχουν ρευστότητα -η περίπτωση τραπεζικού δανεισμού είναι μάλλον κακόγουστο ανέκδοτο δεδομένων των συνθηκών- ή αναλαμβάνουν κάποιο ρίσκο «επενδύουν» στα σίγουρα, ήτοι στην παροχή υπηρεσιών και στην ιδιωτική κατανάλωση, γκρεμίζοντας τους κυβερνητικούς ισχυρισμούς περί... στροφής της οικονομίας σε άλλους ορίζοντες.

Ειδικότερα, τα στοιχεία της ΚΕΕ δείχνουν ότι φέτος 5.363 συμπολίτες μας που αποφάσισαν να δραστηριοποιηθούν επιχειρηματικά, στράφηκαν στα... παραδοσιακά, αναζητώντας την καλή... γωνιά, τον δρόμο με τη μεγαλύτερη... περατζάδα και... γαργαλώντας ως επί το πλείστον την όσφρηση και τη γεύση των πολιτών. Ακριβώς η ίδια εικόνα παρατηρείται και το 2016, όπου 7.711 ενάρξεις εργασιών αφορούσαν το ίδιο, παλιό, απαράλλακτο μοντέλο επιχειρηματικότητας, κόντρα στον μύθο περί νέας οικονομίας. Ασφαλιστές (χωρίς γραφείο), καφετέριες, ενοικιαζόμενα δωμάτια, αναψυκτήρια, εστιατόρια, μπαρ, σουβλατζίδικα, παντοπωλεία, φαρμακεία, ασφαλιστές με γραφείο, καφενεία, ταβέρνες, είδη ενδυμάτων, περίπτερα, μεσιτικά γραφεία, σνακ μπαρ, μικρά επιπλωμένα ενοικιαζόμενα δωμάτια, τουριστικά είδη, φοροτεχνικά γραφεία, γυναικεία ρούχα, φροντιστήρια, είναι οι δραστηριότητες με τον μεγαλύτερο αριθμό νέων... αφίξεων στα μητρώα των επιμελητηρίων, και αυτό δείχνει σε πόσο σαθρά θεμέλια βασίζεται το υποτιθέμενο άλμα της οικονομίας στην επόμενη ημέρα.

Το πρώτο προφανές συμπέρασμα από τα παραπάνω δεδομένα -εκτός του ότι το ΑΕΠ δεν μπορεί να «τρέξει» μόνο με τέτοια παραγωγική βάση, ειδικά όταν τα εισοδήματα, άρα και η κατανάλωση, παραμένουν συμπιεσμένα- είναι ότι όσο πιο εύκολα στήνει κανείς μια τέτοια επιχείρηση, άλλο τόσο εύκολα βάζει «λουκέτο», άρα και η απασχόληση που βασίζεται σε τέτοιες δραστηριότητες είναι στον αέρα. Ο ανταγωνισμός σε όλες τις παραπάνω δραστηριότητες είναι αμείλικτος, κι αυτό δεν χρειάζεται να είναι κανείς ειδικός για να το αντιληφθεί, αφού αρκεί μια εξόρμηση σε κεντρικούς ή συνοικιακούς δρόμους, όπου ίδια ή ομοειδή καταστήματα προσπαθούν να αποσπάσουν μερίδιο της περιορισμένης πίτας, ρίχνοντας στα Τάρταρα τα λειτουργικά τους κόστη -μεταξύ αυτών οι θέσεις εργασίας και οι μισθοί- και την ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών, πριν τελικά κλείσουν, για να δώσουν γρήγορα τη θέση τους σε κάποια άλλη αντίστοιχη δραστηριότητα. Από τα στοιχεία του ΓΕΜΗ προκύπτει, άλλωστε, ότι στη διάρκεια του 2016 έγιναν 29.612 ενάρξεις, αλλά στο τέλος του έτους οι διαγραφές έφτασαν στις 34.689.

Και κάπως έτσι, πάμε στην άλλη όψη του ίδιου νομίσματος. Στο πόσο επηρεάζεται η απασχόληση όταν η οικονομία εξακολουθεί να στηρίζεται σε τέτοιου είδους επιχειρηματικότητα. Οι επιπτώσεις καταγράφονται σε δύο πεδία, κι αυτό προκύπτει από τα επίσημα στοιχεία του υπουργείου Εργασίας. Κατ’ αρχάς, με την αυξανόμενη μερική ή εκ περιτροπής εργασία, η οποία πλέον καταλαμβάνει όλο και μεγαλύτερο μερίδιο από την πίτα της απασχόλησης. Τα τελευταία στοιχεία δείχνουν ότι με τη συμπλήρωση του οκταμήνου η μερική απασχόληση καλύπτει το 38,51% των νέων προσλήψεων και η εκ περιτροπής εργασία το 13,87%, δηλαδή συνολικά πάνω από τις μισές νέες θέσεις εργασίας δεν καλύπτουν ούτε 8ωρο ούτε 5θήμερο - 6ήμερο, τουλάχιστον όχι στα χαρτιά, αφού όποιος γυρίζει στην αγορά γνωρίζει ότι ειδικά στις παραπάνω δημοφιλείς δραστηριότητες οργιάζει η αδήλωτη εργασία ή η «γκρίζα» εργασία, όπου οι εργαζόμενοι υποτίθεται πως απασχολούνται για 4ωρα ή 6ωρα, για 3ήμερα ή 4ήμερα, αλλά στην πραγματικότητα εργάζονται σε συνθήκες γαλέρας, ακόμα και 10ωρα ή 12ωρα, χωρίς ρεπό, χωρίς τη νόμιμη ασφάλιση και φυσικά με μισθούς πείνας.

Αυτό ακριβώς είναι το δεύτερο πεδίο όπου το «παλιό» μοντέλο οικονομίας έχει εισαγάγει νέες πρακτικές βαλκανικού τύπου, όχι μόνο ως προς τις συνθήκες εργασίας, αλλά φυσικά και ως προς τις αποδοχές. Τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία δείχνουν ότι περίπου 600.000 εργαζόμενοι (κυρίως γυναίκες) που απασχολούνται τυπικά με συμβάσεις μερικής απασχόλησης αμείβονται με το... αστρονομικό ποσό των 401,97 ευρώ τον μήνα! Κι αυτά επισήμως, γιατί εκτός από τις συνήθεις λαθροχειρίες των εργοδοτών εις βάρος των εργαζομένων σε αυτές τις επιχειρηματικές δραστηριότητες, στους συγκεκριμένους κλάδους -και όχι μόνο- ανθεί και η πολύμηνη απλήρωτη εργασία.

Η τρίτη παράμετρος αυτού του ξεπερασμένου μοντέλου επιχειρηματικότητας, της έλλειψης ολοκληρωμένου σχεδιασμού στροφής σε νέο παραγωγικό μοντέλο, προσέλκυσης επενδύσεων που θα δημιουργήσουν πραγματικές θέσεις εργασίας και θα αυξήσουν το εθνικό προϊόν, αλλά και επιμονής σε μια ασύλληπτη φοροκαταιγίδα με τερατώδεις φορολογικούς συντελεστές και μη ανταγωνιστικές ασφαλιστικές εισφορές, είναι οι επιπτώσεις στα κρατικά έσοδα. Τα τελευταία στοιχεία από το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους δείχνουν ότι τα έσοδα από τον φόρο εισοδήματος νομικών προσώπων εμφανίζουν μια «τρύπα» κοντά στα 120.000.000 ευρώ και όσοι γνωρίζουν τι συμβαίνει στην αγορά δεν πέφτουν από τα σύννεφα. Τα στοιχεία από τις εισηγμένες εταιρείες στο Χρηματιστήριο, οι οποίες θεωρούνται οι πιο εύρωστες, δείχνουν ότι από το 2014 και μετά υπάρχει μια κατακόρυφη πτώση του κύκλου εργασιών, από τα 71,6 δισ. ευρώ στα 62,9 δισ. ευρώ, ενώ, ειδικά όσον αφορά τις εμποροβιομηχανικές εταιρείες, καταγράφηκε πέρσι και πτώση των κερδών τους στα 1,768 δισ. ευρώ, από τα 1,832 δισ. ευρώ το 2015.

Πώς μεταφράζονται τα παραπάνω; Οτι τα φορολογικά έσοδα νομικών προσώπων κρατιούνται στα σημερινά επίπεδα όχι λόγω υψηλής κερδοφορίας, αλλά λόγω υψηλής φορολογίας, η οποία μοιραία πέφτει κυρίως στις μεγαλύτερες επιχειρήσεις, στην αποκαλούμενη «βιτρίνα», πίσω από την οποία επικρατεί απλώς το χάος...

Πηγή: Eλευθερία του Τύπου