Πενήντα χρόνια συμπληρώνονται σήμερα από την επιβολή της Χούντας των Συνταγματαρχών στην Ελλάδα.

Τα ξημερώματα της 21ης Απριλίου 1967, ομάδα στρατιωτικών καθοδηγούμενη από τον ταξίαρχο τεθωρακισμένων Στυλιανό Παττακό και τους συνταγματάρχες Γεώργιο Παπαδόπουλο και Νικόλαο Μακαρέζο κατέλυσαν το δημοκρατικό πολίτευμα και έβαλαν την Ελλάδα στο «γύψο» για επτάμιση χρόνια.



Η επιβολή του πραξικοπήματος ήρθε τη στιγμή που η χώρα βρισκόταν σε προεκλογική περίοδο. Οι εκλογές είχαν προκηρυχθεί για τις 28 Μαίου, ενώ στην εξουσία βρισκόταν από τις 3 Απριλίου η ΕΡΕ υπό τον Παναγιώτη Κανελλόπουλο, έχοντας εξασφαλίσει τη σύμφωνη γνώμη του βασιλιά Κωνσταντίνου και του γέρου της Δημοκρατίας Γεωργίου Παπανδρέου.

Πολλοί πίστευαν ότι η Ένωση Κέντρου θα ήταν το κόμμα που θα κέρδιζε τις εκλογές και θα επέστρεφε ξανά στη διακυβέρνηση της χώρας (είχε προηγηθεί μια διετία, όπου κυριάρχησαν τα Ιουλιανά το 1965 και η παραίτηση του Γεωργίου Παπανδρέου μετά τη σύγκρουση με τον βασιλιά Κωνσταντίνο).

Την εποχή εκείνη μέσα στην Αθήνα υπήρχαν μεγάλες μάχιμες μονάδες, όπως το Κέντρο Εκπαιδεύσεως Τεθωρακισμένων, που βρισκόταν στη σημερινή Πολυτεχνειούπολη, με διοικητή τον ταξίαρχο Στυλιανό Παττακό.

Από το τότε ΚΕΤΘΑ, βγήκαν στους δρόμους της Αθήνας, τα πρώτα τανκς στις 02:00 τα ξημερώματα, με στόχο να καταλάβουν δημόσια κτίρια.



Τέθηκε σε εφαρμογή του ΝΑΤΟϊκό σχέδιο «Προμηθεύς» που είχε σχέση με την αντιμετώπιση του κομμουνιστικού κινδύνου. Από τις πρώτες ενέργειες των πραξικοπηματιών ήταν η σύλληψη του αρχηγού ΓΕΣ Γεώργιου Σπαντιδάκη.

Μετά την εκδήλωση του πραξικοπήματος ο τότε υπουργός Δημόσιας Τάξης Γεώργιος Ράλλης, επιχείρησε να επικοινωνήσει με τον ταξίαρχο Ορέστη Βιδάλη για να κινητοποιήσει το Γ' Σώμα Στρατού στη Θεσσαλονίκη. Η προσπάθειά του όμως έπεσε στο κενό, καθώς το σχέδιο «Προμηθεύς» είχε ήδη τεθεί σε εφαρμογή, με αποτέλεσμα ο ταξίαρχος Βιδάλης να μην λάβει ποτέ το σήμα του Γεωργίου Ράλλη.



Οι πραξικοπηματίες αιφνιδίασαν τους πάντες. Από τις 03:30 τα ξημερώματα ο ραδιοφωνικός σταθμός του Εθνικού Ιδρύματος Ραδιοφωνίας (ΕΙΡ) έπαιζε στρατιωτικά εμβατήρια και δημοτικά τραγούδια. Όπως ήταν φυσικό, όσοι οι πολίτες ξυπνούσαν σε μία «άλλη» Ελλάδα και ακούγοντας τα εμβατήρια αναρωτιόνταν τι συνέβη κατά τη διάρκεια της νύχτας. Το αξιοσημείωτο ήταν πως μόνο δύο εφημερίδες κατάφεραν να κυκλοφορήσουν εκείνο το πρωί: Η «Καθημερινή» και η «Αυγή». Στην πρώτη σελίδα η «Καθημερινή» είχε ένα μονόστηλο με τίτλο «Την 2αν πρωινήν εξερράγη στρατιωτικόν κίνημα. Συνελήφθησαν πολιτικοί άνδρες», ενώ η «Αυγή» άνω από τον τίτλο της έγραφε: «Συνελήφθησαν από στρατιωτικούς οι Μ.Γλέζος, Λ.Κύρκος, Α.Παπανδρέου. Ασυνήθιστες κινήσεις στρατιωτικών και αστυνομικών δυνάμεων».



Στη συνέχεια ξεκίνησαν οι πρώτες συλλήψεις πολιτών. Ο Ιππόδρομος μετατράπηκε σε στρατόπεδο συγκέντρωσης. Εκεί δολοφονήθηκε το στέλεχος της ΕΔΑ Παναγιώτης Ελής. Ένα δεκαήμερο μετά, το πρώτο ανακοινωθέν του καθεστώτος έκανε λόγο για 6.509 συλλήψεις.

Κατά τη διάρκεια της επτάχρονης Δικτατορίας, υπήρξαν χιλιάδες φυλακίσεις πολιτών αλλά και βασανισμοί στο «κολαστήριο» της ΕΣΑ στην οδό Μπουμπουλίνας. Ακόμη επιβλήθηκε λογοκρισία στον Τύπο και υπήρξαν έντονες αντιδράσεις από ξένες κυβερνήσεις.

Η Χούντα εν τέλει έπεσε στις 23 Ιουλίου του 1974, μετά από 7 χρόνια, 3 μήνες και 3 μέρες, αφού πρώτα προηγήθηκαν κατά σειρά τα ακόλουθα γεγονότα: α) το Δημοψήφισμα του 1968 για το νέο Σύνταγμα, β) η απόπειρα δολοφονίας του δικτάτορα Παπαδόπουλου τον Αύγουστο του 1968 από τον Αλέκο Παναγούλη, γ) η αναχώρηση του βασιλιά Κωνσταντίνου στο εξωτερικό, το δημοψήφισμα του 1973 για την κατάργηση της Μοναρχίας στην Ελλάδα και η εγκαθίδρυση «προεδρευόμενης Δημοκρατίας» με προσωρινό πρόεδρο τον Γεώργιο Παπαδόπουλο, δ) οι δύο καταλήψεις της Νομικής τον Φεβρουάριο και τον Μάρτιο του 1973 γ) το αποτυχημένο Κίνημα του Ναυτικού τον Μάιο του 1973, ε) ο διορισμός πολιτικής κυβέρνησης –στο πλαίσιο της φιλελευθεροποίηση- υπό τον Σπύρο Μαρκεζίνη τον Οκτώβριο του 1973, στ) τα γεγονότα του Πολυτεχνείου του, ζ) η ανατροπή του Παπαδόπουλου και η επιβολή της Χούντας του Ιωαννίδη στις 25 Νοεμβρίου 1973 και η τοποθέτηση του , η) η προδοσία της Κύπρου και η τουρκική εισβολή στις 20 Ιουλίου του 1974.

Η Δίκη των Πρωταιτίων της Χούντας

Η Δίκη των Πρωταιτίων ξεκίνησε στις 28 Ιουλίου στις φυλακές Κορυδαλλού. Οι κατηγορίες με τις οποίες βαρύνονται οι 24 απόστρατοι αξιωματικοί του Στρατού Ξηράς και της Αεροπορίας αφορούσαν τα αδικήματα της εσχάτης προδοσίας και της στάσης.

Η δίκη ξεκίνησε στις 28 Ιουλίου του 1975, ενώ μέχρι να ξεκινήσει οι πρωταίτιοι κυκλοφορούσαν ελεύθεροι, ή ήταν υπό κατ' οίκον περιορισμό, όπως ο Γεώργιος Παπαδόπουλος. Ο δρόμος για την ποινική τους δίωξη άνοιξε έπειτα από τις μηνύσεις για εσχάτη προδοσία που υποβλήθηκε από ομάδα δικηγόρων της Αθήνας.

Στις 23 Αυγούστου του 1975, ο πρόεδρος του 5μελούς Εφετείου Αθηνών Γιάννης Ντεγιάννης εκφώνησε την υπ' αριθμ. 477 απόφαση του δικαστηρίου το οποίο επέβαλε τις ακόλουθες ποινές:

Γεώργιος Παπαδόπουλος: Στρατιωτική καθαίρεση και θάνατος.
Στυλιανός Παττακός: Στρατιωτική καθαίρεση και θάνατος.
Νικόλαος Μακαρέζος: Στρατιωτική καθαίρεση και θάνατος.
Γρηγόριος Σπαντιδάκης : Στρατιωτική καθαίρεση και ισόβια.
Γεώργιος Ζωιτάκης: Στρατιωτική καθαίρεση και ισόβια.
Οδυσσέας Αγγελής: Στρατιωτική καθαίρεση και 20ετής κάθειρξη.
Ιωάννης Λαδάς: Στρατιωτική καθαίρεση και 20ετής κάθειρξη.
Δημήτριος Ιωαννίδης: Στρατιωτική καθαίρεση και ισόβια.
Νικόλαος Ντερτιλής: Στρατιωτική καθαίρεση και ισόβια.
Μιχαήλ Μπαλόπουλος: Στρατιωτική καθαίρεση και ισόβια.
Μιχαήλ Ρουφογάλης: Στρατιωτική καθαίρεση και ισόβια.
Κωνσταντίνος Παπαδόπουλος: Στρατιωτική καθαίρεση και ισόβια.
Κωνσταντίνος Ασλανίδης: Ερήμην σε ισόβια.
Αντώνιος Λέκκας: Ισόβια.
Γεώργιος Κωνσταντόπουλος: Ισόβια.
Δημήτριος Σταματελόπουλος: Ισόβια.
Στέφανος Καραμπέρης: Ισόβια.
Ευάγγελος Τσάκας: Ισόβια.
Νικόλαος Γκαντώνας: Ισόβια.
Θεόδωρος Θεοφιλογιαννάκος: Ισόβια. (Ο Θεοφιλογιαννάκος παραπέμφθηκε και στη Δίκη των βασανιστών).
Ερήμην σε ισόβια καταδικάσθηκαν επίσης οι Ιωάννης Παλαιολόγος και Πέτρος Κωτσέλης.

Από τους υπόλοιπους καταδικασθέντες, σε έξι επεβλήθησαν ποινές από 20ετούς καθείρξεως μέχρι 5ετούς φυλακίσεως, ενώ οι Αλέξανδρος Χατζηπέτρος, Κωνσταντίνος Καρύδας και έξι ακόμη κηρύχθηκαν αθώοι.

Οι θανατικές ποινές μετατράπηκαν σε ισόβια έπειτα από απόφαση του τότε πρωθυπουργού Κωνσταντίνου Καραμανλή.

Από την άλλη πλευρά με αφορμή τη σημερινή επέτειο μίλησε στα parapolitika.gr ένας εκ των πρωταγωνιστών εκείνης της περιόδου. Ο λόγος για τον Μηνά Σταυρακάκη, πρώην πρόεδρο Οικονομικού Επιμελητηρίου Ελλάδος, πρώην Βουλευτή, Μέλος Συντονιστικής Επιτροπής Πολυτεχνείου του Φοιτητικού Κινήματος εκείνης της εποχής.

«Η δικτατορία μας δίνει την ευκαιρία να στοχαστούμε για την δημοκρατία και την αξία της πολιτικής, της οποίας το πρωτείο υποχωρεί άρα και η δημοκρατία μαζί της. Πρέπει να στοχαζόμαστε τις αιτίες που οδήγησαν σ’αυτό τον παγετώνα για την Ελλάδα και τις συνέπειές του. Συνήθως ρίχνουμε τις ευθύνες στον επίβουλο “τρίτο”. Όπως στην ασυνενοησία, ενίοτε και μωρία, πολιτικών πρωταγωνιστών, όπως στον αυταρχικό παρεμβατισμό του μοιραίου βασιλικού θεσμού. Όλα αυτά υπήρξαν και βαρύνονται με ευθύνες που έχουν καταλογιστεί.

Ξεχνούμε όμως πώς αναδείχτηκε, όπως και σήμερα, η ανίκανη και βραδυπορούσα άρχουσα τάξη να αναλάβει ευθύνες. Αναδείχτηκε η αποτυχία των αρχηγικών πολιτικών θεσμών, πλαδαρών όπως η Ένωση Κέντρου και αυταρχικών “ιδιοκτητών” του κράτους όπως η τότε ΕΡΕ.

Όπως αναδείχτηκε και η κοινωνική παθητικότητα στο γεγονός. Οι συνέπειες : ανακόπηκε το δημοκρατικό ρεύμα εκσυγχρονισμού της χώρας, αποκόπηκε από το κοσμογονικό τότε ευρωπαϊκό “γίγνεσθαι” όπου θριαμβεύει ο ηγεμονικός του φορέας, η σοσιαλδημοκρατία, με το κοινωνικό κράτος πρόνοιας που εγκαθίσταται· έστω και αν δεν πέτυχε να
ριζοσπαστικοποιηθεί, η σοσιαλδημοκρατία, όσο ίσως θα μπορούσε. Έμεινε η Ελλάδα αμέτοχη στα πολιτικά και πολιτισμικά κινήματα που κοχλάζουν, μακριά από πολιτικές διεργασίες και ζυμώσεις όπως στην παιδεία με την έξαρση των πολιτιστικών σπουδών. Διακόπτονται και διώκονται καλλιτεχνικά ρεύματα ανεκτίμητης αξίας, ανεπανάληπτα στη μουσική, στο θέατρο, στις τέχνες. Συντρίβεται το πάθος και η ευαισθησία της νέας γενιάς που βρήκε τους διαχειριστές της, όχι όμως και τους εκφραστές της, στη μεταπολίτευση.

Μη λησμονούμε πως στην δικτατορία η αστυφιλία, και η συνοδεύουσα αντιπαροχή, αποκτούν φρενιτιώδεις ρυθμούς, δημιουργείται πολεοδομική και αισθητική ασυναρτησία, παράγονται τελείως ασύμβατες κουλτούρες ανάμεσα σε κοινωνικές ομάδες και η οικονομία των προσόδων γίνεται αχαλίνωτη.

Η μεταπολίτευση είχε περίσσευμα ιδεολογίας και υστέρηση πολιτικοποίησης. Χάθηκε η ευκαιρία μεγάλων συνειδητοποιήσεων, όπως χάθηκε το 1981 και μετά. Όπως χάνεται και σήμερα η προϋπόθεση της αυτογνωσίας που μόνο αυτή μπορεί πραγματικά να κινητοποιήσει την κοινωνία. Θέλουν αυτά θάρρος και βολονταρισμό που έδειξαν, σ’εκείνους τους χαλεπούς καιρούς, εκλεκτοί έλληνες και νέοι στο έπος του φοιτητικού κινήματος».