Η διαδροµή του στο πεντάγραµµο τεράστια, αφού δηµιούργησε µελωδίες για πολλά τραγούδια που έγιναν µεγάλες επιτυχίες. Ο βιρτουόζος του σαξοφώνου, Γιώργος Κατσαρός, αφοσιώθηκε ψυχή τε και σώµατι στη µουσική, κάνοντας µεγάλη καριέρα, ενώ παράλληλα δηµιούργησε σπουδαία οικογένεια. Μιλά στην «Κυριακάτικη Απογευµατινή» για άγνωστα περιστατικά που θυµάται, για τη γυναίκα του που τον άφησε µόνο -όπως αναφέρει-, για τα παιδιά του, ενώ δεν κρύβει την επιθυµία του να φιλοξενηθεί η δουλειά του και τα µουσικά του όργανα σε έναν µουσειακό χώρο.

Διαβάστε ακόμα: Κατσαρός για "Ζari" και Eurovision: Το συγκεκριμένο τραγούδι δεν θα το έστελνα να εκπροσωπήσει τη χώρα μου

Βρίσκεστε στις επάλξεις επί σειρά ετών…

Είµαι 90 χρόνων και ακόµα κάνω εµφανίσεις... Τώρα βρίσκοµαι µε τον Κώστα Χατζή. Πριν από λίγες µέρες είχαµε πάει στην Κύπρο για εµφανίσεις, αλλά δεν ξέρω αν θα συνεχιστεί η συνεργασία µας. Ξεκίνησα από την ηλικία των 6 χρόνων. Είχα ζητήσει στη Φιλαρµονική Κέρκυρας σαξόφωνο, αλλά δεν µου έδωσαν. Πήγα 11 χρόνων, µου το έδωσαν και µέσα σε 6 µήνες βγήκα σολίστας. Υπήρχε το «Καφενείο των µουσικών», γωνία Πανεπιστηµίου. Εκεί συναντιούνταν οι µουσικοί που ήθελαν να βρουν δουλειά, εκεί πήγαινα για αναζήτηση µεροκάµατου και βρήκα πρώτη φορά δουλειά. ∆ούλεψα σε καµπαρέ στον Πειραιά, στην Τρούµπα, για δύο χρόνια, κι άλλα δύο στο καµπαρέ «Ritz» στην Οµόνοια. Εγινα κολλητός µε τον Γιάννη Βογιατζή, που τότε ήταν τραγουδιστής. Ηταν η πρώτη γνωριµία µε καλλιτέχνη, όταν έπαιξα στο θέατρο «Ριάλτο», στην Κυψέλη, πριν παίξω στο καµπαρέ, µε πολύ σπουδαίους ηθοποιούς, όπως ο Νίκος Σταυρίδης. Στο καµπαρέ στην Οµόνοια ερχόταν ο Αλέκος Σακελλάριος, ως πελάτης. Εκεί γνώρισε τη Νίκη Λινάρδου και την ερωτεύτηκε. Στην Τρούµπα οι κοπέλες έκαναν κονσοµασιόν κι εγώ έπαιζα βιολί...

Εχετε ζήσει πολλά. Υπάρχει κάτι που σας έχει επηρεάσει;

Ο πατέρας µου ήταν ο πρώτος Ελληνας που «έφυγε» από τον κατακτητή. Ηταν Κατοχή και πρωί-βράδυ περνούσε έξω από την ταβέρνα µας η ιταλική σηµαία κι έπρεπε, όποιος ήταν µπροστά, να χαιρετήσει φασιστικά. Ο πατέρας µου εµφανέστατα δεν χαιρετούσε, γύρναγε την πλάτη. Τον µάρκαραν, τον πήγαν στην καραµπινιερία, τον ξυλοφόρτωσαν σε σηµείο να κάνει αιµόπτυση. Ηρθε στην Αθήνα, στο νοσοκοµείο «Σωτηρία», όπου έπαθε φυµατίωση. Σκόνταψε, χτύπησε µέσα στο δωµάτιο και έπαθε εσωτερική αιµορραγία... Από το χτύπηµα πέθανε. Ηταν 40 χρόνων. Οταν ο βασιλιάς Γεώργιος Β’ το καλοκαίρι ερχόταν στο Μον Ρεπό, ο πατέρας µου µετακόµιζε εκεί. Ηταν σεφ του. Στην ταβέρνα ερχόταν το βράδυ, το πρωί ήταν στα ανάκτορα.

Οταν ο βασιλιάς Γεώργιος Β’ το καλοκαίρι ερχόταν στο Μον Ρεπό, ο πατέρας μου μετακόμιζε εκεί. Ηταν σεφ του

 

Εχετε ζήσει σκληρές στιγµές ως παιδί...

Θυµάµαι να σκοτώνεται ένα µωρό στην αγκαλιά της µητέρας του. Ηταν οι πρώτες βόµβες που έπεσαν, πρώτη µέρα του συναγερµού, στην Κέρκυρα, στην Κατοχή. Τρέξαµε όλοι για να σωθούµε στην εκκλησία του Αγίου Σπυρίδωνα.

Υπάρχει κάτι που φοβάστε;

Προσέχω, είµαι σε µια ηλικία που πολλοί δίπλα µου πέφτουν και χτυπάνε, αυτό είναι ο φόβος µου. Θέλω να φύγω από τη ζωή µε ηρεµία, όχι από πέσιµο και χτύπηµα. Φοβάµαι µήπως πέσω, µη χτυπήσω, µην πάθω αρρώστια.

Η υστεροφηµία σάς ενδιαφέρει;

Ναι, το σκέφτοµαι πάρα πολύ, ό,τι έχω γύρω από τη δουλειά µου, τη µουσική, τα όργανα να έχουν µια καλή κατάληξη.

Να πάνε σε έναν µουσειακό χώρο;

Να πάνε κάπου όπου θα µείνουν αφού φύγω από τη ζωή. Σε ένα µουσείο, σε έναν χώρο δικό µου. Ηδη έχω συζητήσει αρκετά για το θέµα αυτό µε τον ∆ήµο της Κέρκυρας. Είναι κρίµα να µην υπάρξουν γύρω από το όνοµά µου και την ιστορία µου το οτιδήποτε: µουσικές παρτιτούρες, όργανα...

Ακούγεται τροµακτικό, έως και µακάβριο…

Οχι, δεν είναι τροµακτικό. Πρέπει να υπάρχει µια γωνιά, που να λέει ότι είναι για να ακούµε, να θυµόµαστε, να βλέπουµε στις φωτογραφίες και στα βίντεο τον Γιώργο Κατσαρό.

Η απώλεια της συζύγου σας ήταν κάτι που σας κόστισε ψυχολογικά;

Εµεινα 10 µήνες στο ξενοδοχείο, µετά τον θάνατο της γυναίκας µου, γιατί δεν πήγαινα στο σπίτι µας. Ο Πυθαγόρας παλιά, όταν µε ζητούσε στο τηλέφωνο και δεν µε έβρισκε, της έλεγε: «Κυρα-Γιώργαινα, ο Γιώργος σου πού πάει;». Και το έκανα τραγούδι, µε στίχους του. Η γυναίκα µου κάπνιζε πολύ, είχε ΧΑΠ και συνέχιζε, εγώ δεν κάπνισα ποτέ. Μια φορά µόνο άναψα ένα τσιγάρο, από την αγωνία µου, κι έκαψα το βελούδινο παντελόνι της µιας τραγουδίστριας των ΑΒΒΑ, όταν περιµέναµε τα αποτελέσµατα της Eurovision - τότε το συγκρότηµα βγήκε πρώτο.

Σας λείπουν άνθρωποι από το παρελθόν;

Μου λείπει η Ρένα Βλαχοπούλου. Πήγαινε για ψάρεµα, έφερνε ψάρια και τα τρώγαµε µε σκορδαλιά παρέα. Παντρέψαµε, µε τη γυναίκα µου, τη Μαρινέλλα µε τον Τόλη Βοσκόπουλο, που ήµασταν µαζί στον στρατό, όπως και µε τον Ανδρέα Μπάρκουλη. Η Τζένη Βάνου έκανε απόπειρα αυτοκτονίας στη «Νεράιδα» - πήρε χάπια, γιατί ήταν ερωτευµένη µε τον βιολιστή που είχα στην ορχήστρα.

Εχετε δύο παιδιά και τρία εγγόνια. Πώς είναι οι σχέσεις σας;

Άριστες. Κανείς δεν παίζει σαξόφωνο, αλλά δεν είναι αργά... Τα παιδιά µου δεν ήθελαν να ακολουθήσουν τη µουσική, πίστεψαν ότι δεν θα κάνουν κάτι παραπάνω από τον πατέρα τους. Οσο µπόρεσα τους προέτρεψα.

Τι σας λείπει;

Μου λείπει η συντροφιά, είναι το χειρότερο πράγµα, νιώθω µοναξιά.

Ανθρωποι όπως εσείς, τόσο δηµοφιλείς, έχουν πρόβληµα µοναξιάς;

Αυτό είναι το πρόβληµα που οι περισσότεροι το ζουν και δεν το λένε. Εγώ το λέω: από τη στιγµή που πέθανε η γυναίκα µου, είµαι µόνος. Ψυχολογικά είµαι µόνος.

Δημοσιεύθηκε στην «Απογευματινή» της Κυριακής.