Ιούνιος 2009. Ο Ολυμπιακός βρίσκεται στο κατώφλι της ιστορικής μετάβασής του από την εποχή του Σωκράτη Κόκκαλη στα χρόνια του Βαγγέλη Μαρινάκη. Με τον Ερνέστο Βαλβέρδε να έχει επιστρέψει στην Ισπανία, με μόλις ένα χρόνο παρουσίας στον «ερυθρόλευκο» πάγκο, αφήνοντας παρακαταθήκη την κατάκτηση ενός κυριαρχικού νταμπλ, η σεζόν ξεκινούσε με τους πλέον αισιόδοξους οιωνούς. Ουδείς μπορούσε να διανοηθεί το εφιαλτικό σενάριο που θα ακολουθούσε.

Ο Ολυμπιακός βιώνει μια χρονιά αγωνιστικής εξαθλίωσης στο χορτάρι (με εξαίρεση την πρόκριση στους 16 του Champions League), τερματίζει στο πρωτάθλημα πέμπτος και καταϊδρωμένος, ενώ αποκλείεται πρόωρα από τον Πανσερραϊκό στο Κύπελλο! «Ηταν κάπως τρελή εκείνη η χρονιά στον Ολυμπιακό. Οταν συζήτησα με τους Ελληνες, το καλοκαίρι του 2009, μου παρουσίασαν ένα πλάνο με το οποίο η ομάδα θα αποκτούσε πρωταγωνιστικό ρόλο στην Ευρώπη τα επόμενα χρόνια και με έπεισαν να αγωνιστώ στον Πειραιά. Συνέβη το αντίθετο και η σεζόν εξελίχθηκε σε καταστροφή. Αλλάξαμε τρεις προπονητές σε λίγους μήνες. Το καλοκαίρι η ομάδα πουλήθηκε σε νέο ιδιοκτήτη, ο οποίος άλλαξε τα πάντα και αποφασίσαμε από κοινού να λύσουμε τη συνεργασία μας. Δεν το μετανιώνω όμως. Γνώρισα μια διαφορετική κουλτούρα, είχα την ευκαιρία να συνεργαστώ με έναν σπουδαίο άνθρωπο, όπως ο Ζίκο, και ήταν μια πολύτιμη εμπειρία για μένα».

Το ιταλικό «σφουγγάρι»

Κάθε φορά που ο Εντσο Μαρέσκα γυρίζει τον χρόνο πίσω για να θυμηθεί το πέρασμά του από τον Ολυμπιακό, τη σεζόν 2009-10, το χαρακτηρίζει «εξαιρετικά διδακτικό». Ο Ιταλός, άλλωστε, είχε ένα χαρακτηριστικό από τα πρώτα χρόνια της ποδοσφαιρικής καριέρας του: επιχειρούσε να «ρουφήξει» σαν σφουγγάρι τις εμπειρίες που αποκτούσε σε διαφορετικές χώρες δίπλα σε διαφορετικές προσωπικότητες. Ποτέ του δεν φοβήθηκε τις προκλήσεις.

Το αντίθετο! Μόλις στα 18 του επέλεξε να μεταναστεύσει και να βρεθεί στο δύσκολο περιβάλλον του αγγλικού ποδοσφαίρου, αφήνοντας πίσω του την ασφάλεια της οικογένειάς του. «Στην αρχή δεν ήξερε καλά καλά αγγλικά. Σε λίγους μήνες είχε αποκτήσει τη βαριά βρετανική προφορά. Θυμάμαι πόσο δυσκολευόταν να συνηθίσει την κουλτούρα μας. Βγαίναμε τα βράδια στις παμπ και δεν έπινε σταγόνα. Ηταν πάντα γελαστός, συμμετείχε στα αστεία, αλλά μόλις προσπαθούσαμε να τον παρασύρουμε στο μεθύσι, άλλαζε δρόμο. Παρ’ όλ’ αυτά οι γυναίκες ήθελαν εκείνον. Πόσοι όμορφοι Ιταλοί άλλωστε κυκλοφορούσαν ελεύθεροι στο Μπέρμιγχαμ εκείνη την εποχή;» αφηγήθηκε πρόσφατα ο πρώην συμπαίκτης του, Τζέιμς Κουίν.

«Quando, quando, quando»

Από το Hawthorns μέχρι το προπονητικό κέντρο του Ρέντη, όσοι τεχνικοί και ποδοσφαιριστές είχαν την τύχη να συνεργαστούν με τον παλαίμαχο Ιταλό μέσο γνώριζαν ότι έκρυβε μέσα του έναν σπουδαίο προπονητή. Αν υπήρχε ένας χώρος των αποδυτηρίων που δεν τον άντεχαν, αυτός ήταν τα ντους, καθώς όποτε ξεκινούσε το λούσιμο το συνόδευε πάντα με το περίφημο ιταλικό τραγούδι «Quando, quando, quando». Και η φωνή του ήταν δυσανάλογη με την ποδοσφαιρική του προσωπικότητα... Οταν το 2017, σε ηλικία 37 ετών, αποφάσισε να κρεμάσει τα παπούτσια του, η προπονητική έμοιαζε μονόδρομος για τον σπουδαίο Ιταλό. «Δεν θα ξεχάσω τη μέρα που ο Πελεγκρίνι με φώναξε στα αποδυτήρια της Μάλαγα.

Ηταν Μάρτιος του 2012. Εγώ ήμουν ακόμη 32 ετών και δεν είχα στο μυαλό μου την απόσυρσή μου από το ποδόσφαιρο. Με φώναξε κοντά του και μου είπε: “Δεν ξέρω τι θα κάνεις όταν ολοκληρώσεις την καριέρα σου, να ξέρεις όμως ότι αν το αποφασίσεις θα γίνεις σπουδαίος προπονητής’’», ήταν τα λόγια του πολύπειρου Χιλιανού τεχνικού, τον οποίο ο Μαρέσκα θεωρεί «πνευματικό πατέρα» του.

Μια παρτίδα

Στη Γιουβέντους έμαθε να είναι νικητής. Στη Σεβίλη, να μην παραδίδεται ποτέ. Στον Ολυμπιακό, να προσαρμόζεται σε ένα πρωτόγνωρο για τον ίδιο περιβάλλον. Στη Γουέστ Μπρομ, να αντέχει τη «σκληράδα» του αγγλικού ποδοσφαίρου. Και όταν ήρθε η στιγμή να αφήσει πίσω του το χορτάρι για τους πάγκους, ξεκίνησε τη διαδρομή του «εξαργυρώνοντας» τις εμπειρίες μιας ολόκληρης ζωής.

Για τον Μαρέσκα, μια ποδοσφαιρική αναμέτρηση ισοδυναμεί με μια παρτίδα σκάκι. Σπουδάζοντας στην ξακουστή σχολή προπονητών της Ιταλικής Ομοσπονδίας, στο Κοβερσιάνο της Φλωρεντίας, ο τίτλος της πτυχιακής του ήταν «Ποδόσφαιρο και Σκάκι». Στις σελίδες της ο πρώην άσος του Ολυμπιακού ανέλυε τις ομοιότητες δύο φαινομενικά διαφορετικών κόσμων: «Τόσο στο ποδόσφαιρο όσο και στο σκάκι πρωτεύοντα ρόλο παίζουν η στρατηγική και να τοποθετείς σωστά τα “πιόνια” στον χώρο. Ενας προπονητής πρέπει να έχει τη νοοτροπία ενός σκακιστή: Χάραξε το πλάνο σου, μελέτησε τις κινήσεις του αντιπάλου σου, τακτοποίησε σωστά στον χώρο τους παίκτες σου».

Ενας «μικρός» Πεπ

Σε αυτές τις ιδέες επένδυσε το περασμένο καλοκαίρι η διοίκηση της Λέστερ για να κερδίσει το στοίχημα της άμεσης επιστροφής των «αλεπούδων» στην Premier League, μετά τον περσινό υποβιβασμό στην Championship. Η κίνηση έμοιαζε με τεράστιο ρίσκο. Ο Μαρέσκα, άλλωστε, διέθετε μηδαμινή εμπειρία σε υψηλό επίπεδο, έστω κι αν είχε αφήσει ανεξίτηλο το στίγμα του στη δεύτερη ομάδα της Μάντσεστερ Σίτι, οδηγώντας τη στην πρώτη κατάκτηση πρωταθλήματος της ιστορίας της.

Ο ίδιος ο Γκουαρντιόλα ήταν εκείνος που έβλεπε κάτι το ιδιαίτερο στον συνεργάτη του, εντάσσοντάς τον στο προπονητικό επιτελείο των κατόχων του Champions League. Και δικαιώθηκε απόλυτα! Μόλις τρεις μήνες μετά την έναρξη της σεζόν, η Λέστερ έχει μετατρέψει την Championship σε παράσταση για έναν ρόλο, μετρώντας 13 νίκες και μόλις 1 ήττα σε 14 παιχνίδια! Στην Αγγλία πλέον όλοι μιλούν για έναν «μικρό κλώνο» του Πεπ, ίσως και για τον προπονητή που κάποια στιγμή θα μπορέσει να τον ξεπεράσει! 

Δημοσιεύθηκε στην Απογευματινή της Κυριακής / Του Αλέξανδρου Σόμογλου