Τριάντα χρόνια πριν, στην καρδιά της δεκαετίας του ’90, και στην πάνω γωνιά της «Λυκόβρυσης», στην Πλατεία Κολωνακίου, εκεί που έσµιγε η πλατεία µε την οδό Αναγνωστοπούλου, δέκα µέτρα πιο πάνω το διαµέρισµα του Λαµπράκη και καµιά εκατοστή µέτρα διαγώνια η οικία του Κώστα Σηµίτη και κάπου εκεί και η Ματούλα. Στέκι λοιπόν µόνιµο του Πλατειάρχη -έτσι ήταν το προσωνύµιό του- ή, αλλιώς, προέδρου του Κατράκ, του Σταθάκη του Ροκόφυλλου. Κι από δίπλα ένα σµάρι επωνύµων, η παρέα του. Ο Μίµης Κουτρουµπούσης, ο Χούµπαβλης, ο Νικόλας Κακαουνάκης, ο Γιώργος Κατσιφάρας, ο ∆ηµήτρης Ζαµπάρας, ο Στρατής Αραβανής, ο Πέτρος Μαρίνος, ο Αγγελος Γκότσης, ο Μιχάλης Ζιάγκας, ο Κίτσος Τεγόπουλος, ο Πανάρας ο Μαρινόπουλος, ο Κώστας ο Λιάσκας και ανάµεσά µας, γοργόφτερη πεταλουδίτσα, η Ματούλα, κατά κόσµον ∆ιαµάντω Κουτροπούλου. Παρουσία καθηµερινή και σχέσεις στα όρια της εκρήξεως.

Ματούλα, ιδανική για ανδροπαρέα η διαχρονική έφηβος

Ποτέ δεν ήξερες πού και πότε θα είχαµε το επόµενο επεισοδιακό γεγονός. Ιδανική για ανδροπαρέα η διαχρονική έφηβος. Και η αλήθεια είναι ότι το γενικότερο κλίµα ευφορίας, χαβαλέ, χαριτωµένων, αλλά και επιθετικών πειραγµάτων δηµιουργούσε το κατάλληλο έδαφος για να απολαµβάνεις αυτού του είδους τις ανεπανάληπτες καταστάσεις. Κι όταν την έβλεπε ο Λιακόπουλος, µόνιµη επωδός: «Τι έγινε, Ματούλα; Τον διώξαµε κι αυτόν;», εννοώντας το τελευταίο της ειδύλλιο.

Και η Ματούλα: «Τώρα; Πάµε γι' άλλα! Αφού σ’ το έχω πει, ρε Στάθη. Μ’ έναν άντρα µπορώ να συναντιέµαι τρεις φορές την εβδοµάδα, µ’ εσένα, κι άλλες τρεις µε τον Κουτρουµπούση. Τις Κυριακές τις χαρίζω στα τεκνά»! Και κάθε βράδυ µόνιµο παρκάρισµα, σχεδόν µέχρι τα χαράµατα, στον τέταρτο όροφο, Βουκουρεστίου και Φωκυλίδου γωνία, στο διαµέρισµα του Τεγόπουλου. Με απλωµένα στο τραπέζι όλων των λογιών τα τρίφυλλα και τετράφυλλα. Και η Ματούλα να τον κοιτάει βλοσυρά: «Ρε Κίτσο, αυτό δεν είναι τραπέζι, αυτό είναι φυτεία».

Διαβάστε ακόμα: Ματούλα: Τα λάθη και τα πάθη της εμβληματικής γυναίκας που σημάδεψε το Κολωνάκι - Σφράγισε μια εποχή

Μπαλαντέρ

Και κάθε φορά που αποφασίζαµε να κατηφορίσουµε κατά «Ταξίµι» µεριά -το ρεµπετάδικο όπου κελάηδαγε ο Μπάµπης ο Γκολές, που τον αγαπούσε πολύ ο Θόδωρος ο Βαρδινογιάννηςσε εκείνες τις εξόδους του Κίτσου συνοδός του πάντα η Ματούλα. «Μόνο µ’ αυτήν µ’ αρέσει να πηγαίνω». Και η Ματούλα: «Ναι, αλλά ούτε χασάπικο χορεύουµε µαζί ούτε καν ένα τανγκό». Κοντά από δίπλα ο Νικόλας ο Κακαούνης, που καµιά φορά, στα µεγάλα του κέφια άρπαζε το µικρόφωνο και κατέθετε µελωδικά το «Ολοι οι ρεµπέτες του ντουνιά».

Και η Ματούλα σβούραγε τον Πέτρο τον Μαρίνο ή εµένα για την αρµόδια χασαπιά. Οσο για τον Κίτσο, λίγο πιο πίσω, µε έναν κολλητό του και µόνιµα τον Παρµενίωνα -τον φίλο µου τον ταξιτζή. Ναι, όλη αυτή η ξεχωριστή αντροπαρέα είχε έναν θηλυκό µπαλαντέρ κι αυτός λεγότανε Ματούλα. Γιατί στην έµφυλη κοινωνία την καταχωρίσανε θηλυκό.

Η Ματούλα όµως ποτέ δεν έκανε παρέα µε γυναίκες. Χαµένος χρόνος, έλεγε. Ασε που καµιά φορά τσαµπουκαλευότανε µαζί τους. Και δεν λείπανε οι µάπες, όπως ένα µεσηµέρι µε τη γυναίκα του Φιλιππή, στην αίθουσα της «Λυκόβρυσης». Τροµάξανε να την πάρουν από τα χέρια της. Γιατί στη Ματούλα µπορούσες να χρεώσεις πολλά, έως πάρα πολλά. Ενα πράγµα δεν της έλειψε: ο τσαµπουκάς.

Το αντράκι που κουβάλαγε µέσα της από παιδί. Και σε µια κοινωνία βάρβαρα αντροκρατούµενη τέτοιες εξαιρέσεις δεν γίνονται ανεκτές εύκολα. Ματούλας λοιπόν το ανάγνωσµα και δεν θα µπω στη διαδικασία βιογραφιών. Μιλάω για αυτά τα λίγα τα οποία έζησα στα χρόνια της µεγάλης παρέας, της παρέας της «Λυκόβρυσης». Μιας παρέας που, άµα την αντάµωνε κατά την έξοδό του ο Λαµπράκης, επιτάχυνε το βήµα κι έκανε τον Ψυχάρη, που µόνιµα περπάταγε από πίσω του, να του βγαίνει η γλώσσα ανάποδα για να τον προλάβει. Κι όταν έσκαγε µύτη ο Σηµίτης, η µεν γυναίκα του, η ∆άφνη, κατευθείαν πάνω στον Σταθάκη. Και πάντα της επεφύλασσε και τον ωραίο λόγο και το πλατύ χαµόγελο, αλλά και το ιστορικό επιµύθιο: «Πάλι φοβάται ο κινέζος να περάσει από δω;». Και τούτο γιατί ο Σηµίτης µόνο στο απέναντι πεζοδρόµιο κυκλοφορούσε. Την Πλατεία… δεν την περπάταγε, δεν τη διέσχιζε ούτε µε περιπολικά, αν καθόταν ο Σταθάκης µε την παρέα.

Διαβάστε ακόμα: Καλός φίλος της Ματούλας αποκαλύπτει: "Ήταν τόσες μέρες νεκρή, κανείς δεν το πήρε είδηση, πήγε ο θυρωρός και μύριζε"

Ο γάµος και ο όρος

Ματούλας λοιπόν το ανάγνωσµα, και κάποτε παντρεύτηκε. Και παντρεύτηκε µε έναν όρο: Παντρευόµαστε για να χωρίσουµε. Επειδή ήταν έγκυος στον γιο της, τον Λορέντζο. Και όντως, σε ένα πεντάµηνο τον έστειλε τον Ιταλό άκλαυτο! Οµως, όπως συµβαίνει πάντα σε τέτοιες περσόνες, η terra incognita είναι το σπίτι, η οικογενειακή ζωή. Ατοµα δηλαδή µακράν του οράµατος να µεγαλώσουν παιδί. Το ’λεγε η ίδια παρά τα παράπονά της. Και σ’ έναν βαθµό ψιλοκαµάρωνε γι’ αυτό. «Ετσι είναι η φτιάξη µου», έλεγε. Και το µεγάλο της ελάττωµα, το πιο µεγάλο απ’ όλα: δεν έλεγε ψέµατα. Ο,τι κουβαλούσε για σένα σ’ το έφτυνε κατάµουτρα, είτε σε πείραζε είτε όχι. Κι αν έµπαινες στη διαδικασία του αντίλογου, τότε τα µπινελίκια φοράγανε το καλύτερο κοστούµι τους και οι φωνές ακούγονταν µέχρι την Πλατεία Συντάγµατος.

Οσο για τις νεανικές τρέλες, που της χτύπαγαν ενίοτε και εκάστοτε οι παρευρισκόµενοι, απαντούσε συγκεκριµένα: «Εκανα την τρέλα µου. Εκανα ό,τι γούσταρα. Θέλησα να τραγουδήσω, ανέβηκα πάλκο µε τον Ζαµπέτα. Θέλησα να παίξω θέατρο, το ’κανα κι αυτό. Θέλησα να κάνω την περσόνα, την έκανα: χρόνια ολόκληρα στην “Κουίντα”. Γιατί το καλύτερο κοµµάτι της ζωής µου δεν ήτανε εδώ, στο Κολωνάκι. Εδώ είναι µπλέξιµο. Ητανε στην Κυψέλη, στην Κυψέλη του τότε. Στην Κυψέλη της καλύτερης κοινωνίας. Και η Φωκίωνος Νέγρη ήταν η Πλαζ Πιγκάλ. Εκεί µεγάλωσα! Το Κολωνάκι το βρήκα στη διαδροµή. Εκεί έκανα τη ζωή µου. Εδώ κάνω την τρέλα µου. Κι αν µε ρωτήσεις αν το αγάπησα, θα σου πω: Οχι. Μένω εδώ για να ’µαι κοντά στους φίλους µου. Γιατί η ζωή στην Κυψέλη τελείωσε. Και η Φωκίωνος Νέγρη από πιάτσα κατάντησε χλαµπάτσα. Τουλάχιστον εδώ, στο Κολωνάκι, ανταµώνεις ανθρώπους µε περιεχόµενο και µε τρέλα κουστουµάτη. Εκείνο που φοβάµαι, µικρούλη», µου έλεγε, «είναι η µοναξιά κι απ’ αυτήν δεν θα ξεφύγω. Γιατί, παρά τις παρέες, τα κολλητάρια,  τον χαβαλέ, τις πλάκες, είµαι πάντα µόνη µου.

Κι όλα αυτά έρχονται για να µε κάνουν να ξεχνάω τη µοναξιά που µε δέρνει». «Αµα τη δεις θηλυκό, έχασες...»

Για τον χαρακτήρα της, ο Μοστρούς ένα βράδυ είχε βάλει µια ωραία πινελιά: «Τη Ματούλα, άµα τη δεις γκόµενα, άµα τη δεις θηλυκό, έχασες το παιχνίδι. Η Ματούλα είναι αντράκι. Μόνο έτσι µπορείς µαζί της να συνεννοηθείς, να µιλήσεις, να καβγαδίσεις, να τσακωθείς ή να τα βρεις. Αντρίκεια. Το κυριλίκι ξέχνα το. Και µαζί µ’ αυτό και τη γυναικεία αυταρέσκεια». Οσο για το βράδυ µε το άλογο που εµφανίστηκε στην πλατεία, ο Παµίνος είπε επιγραµµατικά: «∆εν έκανε η Ματούλα την τρέλα της. Το άλογο τρελάθηκε κι αντί για τον στάβλο να φάει σανό, ήθελε Κολωνάκι, να πιει τον καφέ του και ν’ απολαύσει αθηναϊκή βραδιά»! Φυσιογνωµία η Ματούλα. Πήγαινε µε τα έπιπλα. Για να ταυτοποιήσεις την πλατεία στο Κολωνάκι, έλεγες: του Πέρου η «Λυκόβρυση», το «Ντα Κάπο», η «Βιβλιοθήκη», το παπουτσάδικο του Καλογήρου, ο Σταθάκης ο Ροκόφυλλος, η Ματούλα, κι ολοκλήρωνες την περιγραφή της πλατείας. Φιγούρες ζωής! Και µην κάνεις το λάθος να τις διαβάσεις µε κριτική διάθεση. Απλά ζήσε µαζί τους και δέξου τους έτσι όπως είναι. Κι όπως έλεγε ο συγχωρεµένος ο Σταθάκης ο Ροκόφυλλος, εις επήκοον του Θόδωρα του Βαρδινογιάννη, που µόνιµα χαµογελούσε: «Στην παρέα µας ή µπαίνεις και µένεις ή φεύγεις και δεν µπαίνεις καθόλου. Αν µπεις και φύγεις, τότε έχεις πολύ µεγάλο πρόβληµα». Κάποτε τους λέγανε ρέµπελους, κάποτε αραχτούς κι άλλοτε µπον βιβέρ. Σήµερα, αυτοί οι χαρακτηρισµοί δεν υπάρχουν, γιατί, απλά, πέθανε η παρέα και µαζί της φύγανε και οι χαρακτηρισµοί… Ματούλα, καλό ταξίδι και πολύ καλή επιστροφή!

Δημοσιεύθηκε στην Απογευματινή της Κυριακής