Στην αγιοποίηση της μοναχής Γαβριηλίας Παπαγιάννη προχώρησε η Ιερά Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου, κάνοντάς τη έτσι τη νεότερη Αγία της Εκκλησίας μας. Με μια ζωή που θα μπορούσε να αποτελέσει ιστορία για βιβλίο, η πολυταξιδεμένη γερόντισσα, αφού μοίρασε όλα τα υπάρχοντά της, αφιερώθηκε στη φροντίδα των φτωχών και των ασθενών ταξιδεύοντας ανά τον κόσμο.

Mοναχή Γαβριηλία Παπαγιάννη: Πώς αγιοκατατάχθηκε 

Η απόφαση της αγιοκατάταξης στο Αγιολόγιο της Ορθοδόξου Εκκλησίας της μοναχής Γαβριηλίας έγινε παμψηφεί στις 3 Οκτωβρίου, όπως έκανε γνωστό με ανακοίνωσή της η Ιερά Μητρόπολη Λέρου, Καλύμνου και Αστυπάλαιας.

Η γερόντισσα που εκοιμήθη σε ηλικία 95 ετών, το 1992, αφιέρωσε όλη τη ζωή της στον Θεό και πρόσφερε εντός και εκτός συνόρων, ενώ έφτασε έως και την Ινδία και την Αφρική, με ιδιαίτερη φροντίδα σε φτωχούς και ασθενείς. Μάλιστα, υπήρξε εκπαιδευμένη φυσικοθεραπεύτρια πριν αφιερωθεί στον Ιησού σε ηλικία 60 ετών, ενώ μέσα από τις σπάνιες ηχογραφήσεις της μιλάει η ίδια για τη ζωή και το έργο της.

Διαβάστε ακόμα: Η ζωή και το έργο της μοναχής Γαβριηλίας, που έγινε Αγία

Ο βίος της γερόντισσας Γαβριηλίας Παπαγιάννη

Η γερόντισσα Γαβριηλία Παπαγιάννη -κατά κόσμον Αυρηλία- γεννήθηκε στις 2 Οκτωβρίου 1897 στην Κωνσταντινούπολη. Ο πατέρας της ήταν εύπορος ξυλέμπορος και έζησε σε ένα περιβάλλον με πολλές ανέσεις, στο Φανάρι. Από τα αδέλφια της, η μεγαλύτερη, η Βασιλική, ήταν εκείνη που της μίλησε πρώτη φορά για τον Θεό. Μαζί με τα παραμύθια που της διάβαζε, της έλεγε και ιστορίες από το Ευαγγέλιο και την Παλαιά Διαθήκη. Κάποια στιγμή, λοιπόν, της ανέφερε ότι ο Θεός είναι «πανταχού Παρών» και πως ό,τι κι αν κάνουμε Εκείνος το βλέπει. Τότε, η μικρή, που ήταν γύρω στα 4, εξεπλάγην και ρώτησε τη Βασιλική: «Κι αν πάω και κλειστώ μέσα σ’ εκείνο το ντουλάπι, θα με βρει;». «Ναι», της απάντησε η αδελφή της. «Καλά, κι αν γίνω μικρή μικρή και μπω σε αυτό το σπιρτόκουτο κι εκεί θα με βλέπει;», ξαναρώτησε. «Κι εκεί», της είπε η Βασιλική. Το 1923 βρέθηκε με την οικογένειά της στη Θεσσαλονίκη, όπου εισήχθη στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο, ως ακροάτρια στη Φιλοσοφική Σχολή. Ήταν η δεύτερη γυναίκα που μπήκε σε ελληνικό πανεπιστήμιο.

Μάλιστα, αγαπούσε τα φυτά και γι’ αυτό νωρίτερα είχε αποφοιτήσει από τη Σχολή Γεωπονικής του Estavayer-le-Lac στην Ελβετία. Αφού πήρε πτυχίο Φιλοσοφικής, πήγε στην Αθήνα το 1932 και το πρώτο της μέλημα ήταν να πιάσει δουλειά σε μια ψυχιατρική κλινική, όπου παρέμεινε έναν χρόνο. Ύστερα ταξίδεψε στην Αγγλία μόνη της, με μοναδικά χρήματα ένα χάρτινο νόμισμα. Εκεί έκανε διάφορες δουλειές, ενώ παράλληλα βοηθούσε δωρεάν άπορους και άνεργους.

Μάλιστα, σπούδασε Ποδολογία και Φυσικοθεραπεία και μετά τη λήξη του Β ' Παγκοσμίου Πολέμου επέστρεψε στην Ελλάδα, όπου άνοιξε ιατρείο φυσικοθεραπείας στην Αθήνα.

Το 1954 ήταν η χρονιά που αποτέλεσε σταθμό στην πνευματική της ζωή, καθώς στις 24 Μαρτίου πέθανε η μητέρα της, κάτι που την επηρέασε πολύ. Τότε άρχισε η βαθιά της πίστη στον Χριστό και ξεκίνησε τη μεγάλη ιεραποστολή της στις πέντε ηπείρους. Αφού έλαβε όρκο φτώχειας, παραχώρησε όλα τα υπάρχοντά της και αποφάσισε να φύγει στην Ινδία, όπου έμεινε 5 χρόνια. Εκεί βοηθούσε αγόγγυστα λεπρούς και άλλους άρρωστους, δείχνοντάς τους στοργή και αγάπη, ενώ στο διάστημα αυτό γνώρισε τη Μητέρα Τερέζα. Όλοι την αγαπούσαν και τη φώναζαν «αδελφή Λίλα» και μάλιστα εκείνη ήταν ο λόγος που πολλοί άνθρωποι βαφτίστηκαν ορθόδοξοι χριστιανοί. Κι όμως, ποτέ δεν μιλούσε σε άλλους για τον Χριστό, εκτός κι αν το ζητούσαν οι ίδιοι.

Σύντομα άρχισαν να την καλούν σε διάφορες χώρες για να μιλήσει για τον Ορθόδοξο Χριστιανισμό κι έτσι, μετά την Ινδία, βρέθηκε στα Ιμαλάια για έναν χρόνο. Επόμενος σταθμός της ήταν η Αφρική κι έπειτα η Αθήνα, όπου έμεινε στο «σπίτι των αγγέλων» -όπως αποκαλούσαν την κατοικία της τα πνευματικά της παιδιά-, καθώς κάθε μέρα δεχόταν πονεμένους ανθρώπους στους οποίους πρόσφερε τη βοήθειά της. Έπειτα πήγε στην Αίγινα και τελικά στη Λέρο, όπου και εκοιμήθη σε ηλικία 95 ετών, στις 28 Μαρτίου 1992.

Δημοσιεύθηκε στην Απογευματινή