Η φήμη του Μίκη Θεοδωράκη ξεπέρασε από νωρίς τα σύνορα της χώρας. Συνέθεσε τον πιο αναγνωρίσιμο, ίσως, ελληνικό ρυθμό διεθνώς, το συρτάκι από την ταινία «Αλέξης Ζορμπάς» (1964), ενώ τραγούδια του ερμηνεύτηκαν από διάσημους καλλιτέχνες, όπως οι Beatles, η Σίρλεϊ Μπάσεϊ και η Εντίθ Πιαφ.

Επένδυσε μουσικά γνωστές ταινίες, όπως το «Ζ» (1969), που τιμήθηκε με το βραβείο BAFTA πρωτότυπης μουσικής, η «Φαίδρα» (1962), με τραγούδια σε στίχους Νίκου Γκάτσου, και «Σέρπικο» (1973), για τη μουσική της οποίας ήταν υποψήφιος για Grammy το 1975 (το ίδιο βραβείο διεκδίκησε και για τη μουσική του «Αλέξη Ζορμπά» το 1966).

Αδιαμφισβήτητα μία από τις πιο δημοφιλείς και πολυπαιγμένες δημιουργίες του Μίκη Θεοδωράκη είναι η μουσική που έγραψε για την ταινία του 1964 «Αλέξης Ζορμπάς», η οποία έγινε παγκοσμίως γνωστή ως συρτάκι. Η ταινία ήταν σε σκηνοθεσία του Μιχάλη Κακογιάννη και σε αυτήν πρωταγωνιστούσαν οι Άντονι Κουίν, Άλαν Μπέιτς, Ειρήνη Παππά και Σωτήρης Μουστάκας. Είναι βασισμένη στο βιβλίο του Νίκου Καζαντζάκη «Βίος και πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά». Στα τέλη του 1958 ο Μίκης Θεοδωράκης έγραψε το βασικό θέμα της ταινίας του 1959 του Βρετανού σκηνοθέτη Μάικλ Πάουελ «Luna De Meil», με πρωταγωνιστές τον Άντονι Στιλ και τη Λουντμίλα Τσερίνα.

Οδοιπορικό γύρω από την Ισπανία

Η ταινία είναι κάτι σαν ένα οδοιπορικό γύρω από την Ισπανία με ενδιάμεσα ινετρλούδια. Από τη μουσική του Θεοδωράκη προέκυψε το τραγούδι των τίτλων «Honeymoon Song», το οποίο ερμήνευσε ο Ιταλός τραγουδοποιός Μαρίνο Μαρίνι με το κουαρτέτο του. Στην Ελλάδα έγινε μεγάλη επιτυχία με τον τίτλο «Αν θυμηθείς τ’ όνειρό μου», σε στίχους Βασίλη Καρδή (ψευδώνυμο του Νίκου Γκάτσου) και ερμηνεύτρια τη Γιοβάννα.

Την ερμηνεία του Μαρίνι άκουσε ο Πολ ΜακΚάρτνεϊ, του άρεσε και πρότεινε στα τρία υπόλοιπα «Σκαθάρια» να ηχογραφήσουν το τραγούδι του Θεοδωράκη για τη ραδιοφωνική εκπομπή του BBC «Pop Go The Beatles». Η ηχογράφηση του τραγουδιού έγινε στα στούντιο του BBC στο Λονδίνο στις 16 Ιουλίου 1963.

Πάντρεψε την ποίηση με τη λαϊκή μουσική

Ο Μίκης έκανε έναν ολόκληρο λαό να τραγουδάει τους στίχους του Ρίτσου, του Ελύτη, του Νερούντα, του Λειβαδίτη, του Χριστοδούλου, του Κατσαρού και τόσων ακόμη, κάνοντας παράλληλα παγκόσμια γνωστή τη μουσική, τις αξίες, τον πολιτισμό μας, ο τιμημένος με το Βραβείο «Λένιν».

Περισσότερα από 50 τραγούδια-σταθμοί του Μίκη Θεοδωράκη συνδέονται με την Ιστορία της Νεότερης Ελλάδας, σε μια παράσταση όπου συνυπάρχουν το θέατρο, ο χορός, η μουσική, ο κινηματογράφος. Από τους «Λιποτάκτες», στον «Επιτάφιο», από το «Άξιον εστί» μέχρι τη «Ρωμιοσύνη» και το «Canto General», o Θεοδωράκης δημιουργεί και καθορίζει την ανανέωση του ελληνικού τραγουδιού. Τα πρώτα του ακούσματα ήταν τα ριζίτικα που έλεγε ο παππούς του, αλλά ήταν στο Αργοστόλι που ήρθε σε επαφή με την ιταλική μουσική κουλτούρα, χάρη στη Φιλαρμονική Ορχήστρα, μέσω της οποίας στράφηκε το ενδιαφέρον στη μουσική. Στην Πάτρα γράφτηκε στο ωδείο, απέκτησε το πρώτο του βιολί και άρχισε να συνθέτει τα πρώτα του έργα. Ήταν 12 ετών όταν έγραψε ένα παιδικό τραγούδι, για να ακολουθήσουν κι άλλα.

Το διάστημα που ζούσε στην Τρίπολη τού προέκυψε ακόμα και εκκλησιαστική σύνθεση, ως βαθιά θρησκευόμενου, οπαδού του «αγαπάτε αλλήλους» ‒ αργότερα θα το ανακάλυπτε στον μαρξισμό. Εκεί άκουσε για πρώτη φορά τον όρο «κομμουνισμός», όταν ένας καθηγητής του τού ζήτησε να γράψει μια εργασία εναντίον του. Εκεί ήταν που βίωσε, έφηβος, εν μέσω Κατοχής, τα πρώτα του βασανιστήρια στην καραμπινιερία από τους Ιταλούς. Ο πατέρας του, όμως, τον έσωσε.

Στο Παρίσι, δίπλα σε κορυφαίους μουσικούς δασκάλους όπως ο Ολιβιέ Μεσιάν, ο Θεοδωράκης άφησε όλα τα «φαντάσματα» της Μακρονήσου να βγουν στο φως. Το Covent Garden του Λονδίνου το 1958 του παρήγγειλε την «Αντιγόνη» για το Βασιλικό Μπαλέτο, η πρεμιέρα της οποίας αποτέλεσε σημαντικό κοσμικό γεγονός. Στην Ελλάδα, βέβαια, τότε η ΕΔΑ έπαιρνε στις εκλογές ποσοστό της τάξης του 25%. Ο Ρίτσος του έστειλε στο Παρίσι όλα του τα βιβλία, ανάμεσα στα οποία ήταν και ο «Επιτάφιος».

Επέστρεψε στην Ελλάδα για να το ηχογραφήσει

Η πρώτη εκδοχή με παραγωγό τον Πατσιφά, ενορχηστρωτή τον Χατζιδάκι και ερμηνεύτρια τη Μούσχουρη δεν τον ικανοποίησε κι αυτό είχε ως αποτέλεσμα να πάει στην Κολούμπια. Ζήτησε να χρησιμοποιήσει μπουζούκι, μαζί με συμφωνική ορχήστρα ‒ απαίτησε τον Χιώτη, που ήταν το πρώτο μπουζούκι της Ελλάδας, και τον Γρηγόρη Μπιθικώτση για φωνή. Το αποτέλεσμα συγκλόνισε όλη την Ελλάδα, και ακόμα κι αν ενόχλησε την Αριστερά η ερμηνεία ενός «ρεμπέτη», πρώτη φορά η ποίηση συναντούσε τη λαϊκή μουσική τόσο ιδανικά.

Μια μέρα του 1959, πίνοντας καφέ στου Λουμίδη με τον Χατζιδάκι, τον πλησίασε ο Ελύτης, λέγοντάς του πόσο εντυπωσιασμένος ήταν από τη δουλειά που είχε κάνει με το έργο του Ρίτσου. «Ολοκληρώνω ένα μεγάλο ποίημα. Θα ήθελα να το διαβάσεις», του είπε. Ένα από τα πρώτα αντίτυπα του «Άξιον Εστί» έφτασε έναν μήνα μετά στο σπίτι του Μίκη, στο Παρίσι, κι εκείνος, όπως συνήθιζε να λέει, το «καταβρόχθισε». Ένιωσε ότι μέσα από τους στίχους του ξεπεταγόταν όλη η Ελλάδα. Ολοκλήρωσε τη μελοποίησή του μέσα σε μία εβδομάδα. Εντούτοις, άργησε να το παρουσιάσει, καθώς δεν είχε καταλήξει στη μορφή με την οποία θα το παρουσίαζε.

Το ήθελε λαϊκό, αλλά συγχρόνως ορατόριο. Στους μεγάλους ποιητές προστέθηκε και ο Σεφέρης. Γνωρίστηκαν το 1962 στο Λονδίνο, όπου ο νομπελίστας ποιητής υπηρετούσε ως πρέσβης της Ελλάδας και ο Μίκης βρέθηκε για μια αναβίωσης της «Αντιγόνης» στο Covent Garden. Έβαλε στον Σεφέρη να ακούσει τον «Επιτάφιο» με τη Μούσχουρη για να τον δελεάσει κι εκείνος του έδωσε όλα του τα βιβλία εν λευκώ, να τα κάνει ό,τι θέλει. Η ερμηνεία των ποιημάτων του κύκλου τραγουδιών «Επιφάνια» από τον Μπιθικώτση ξένισε τον Σεφέρη, αλλά, όταν είδε με τα μάτια του την τεράστια απήχηση που είχε στο πλατύ κοινό, να τραγουδιέται μαζικά απ’ όλους στις ταβέρνες της Πλάκας, η ικανοποίησή του ήταν τεράστια.

*Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα On Time