«Για την ποίησή του, η οποία, με φόντο την ελληνική παράδοση, ζωντανεύει με αισθηματοποιημένη δύναμη και πνευματική καθαρότητα βλέμματος τον αγώνα του σύγχρονου ανθρώπου για ελευθερία και δημιουργικότητα».  

Με αυτή την απόφαση ο Οδυσσέας Ελύτης τιμάται με το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας στις 18 Οκτωβρίου του 1979 

Ο Οδυσσέας Αλεπουδέλης, όπως είναι το πραγματικό όνομα του μεγάλου ποιητή, γεννήθηκε στις 2 Νοεμβρίου του 1911 στο Ηράκλειο της Κρήτης, με καταγωγή από την πατρίδα του Αλκαίου και της Σαπφούς. Ήταν το τελευταίο από τα έξι παιδιά του Παναγιώτη Αλεπουδέλη και της Μαρίας Βρανά.  

Εάν αποσυνθέσεις την Ελλάδα, στο τέλος θα δεις να σου απομένουν μια ελιά, ένα αμπέλι κι ένα καράβι. Που σημαίνει: με άλλα τόσα την ξαναφτιάχνεις

Ο «ποιητής του Αιγαίου» αποφοίτησε από το Γυμνάσιο το 1928 και μετά από πιέσεις των γονέων του, αποφάσισε να σπουδάσει χημικός, ξεκινώντας ειδικά φροντιστήρια για τις εισαγωγικές εξετάσεις του επόμενου έτους.  

Την ίδια περίοδο ήρθε σε επαφή με το έργο του Κωνσταντίνου Καβάφη και του Ανδρέα Κάλβου ανανεώνοντας τη γνωριμία του με τη θελκτική αρχαία λυρική ποίηση. Παράλληλα ανακάλυψε το έργο του Πωλ Ελυάρ και των Γάλλων υπερρεαλιστών, που επέδρασαν σημαντικά στις ιδέες του για τη λογοτεχνία, και τον «ανάγκασαν να προσέξει κι αδίστακτα να παραδεχτει τις δυνατότητες που παρουσίαζε, στην ουσία της ελεύθερης ενάσκησης της, η λυρική ποίηση». 

Κάτω από την επίδραση της λογοτεχνικής του στροφής, παραιτήθηκε από την πρόθεση να ασχοληθεί με τη χημεία και το 1930 εγγράφηκε στη Νομική Σχολή της Αθήνας. Όταν το 1933 ιδρύθηκε στο Πανεπιστήμιο η «Ιδεοκρατική Φιλοσοφική Ομάδα», με τη συμμετοχή των Κωνσαντίνου Τσάτσου, Παναγιώτη Κανελλόπουλου, Ιωάννη Θεοδωρακόπουλου και Ιωάννη Συκουτρή, ο Ελύτης ήταν ένας από τους εκπροσώπους των φοιτητών, συμμετέχοντας στα «Συμπόσια του Σαββάτου» που διοργανώνονταν.   

Την ίδια περίοδο συνδέθηκε στενότερα με τον Γιώργο Σαραντάρη (1908–1941), ο οποίος τον ενθάρρυνε στις ποιητικές του προσπάθειες, όταν ακόμα ο Ελύτης ταλαντευόταν σχετικά με το αν έπρεπε να δημοσιεύσει τα έργα του, ενώ τον έφερε σε επαφή και με τον κύκλο των Νέων Γραμμάτων (1935–1940, 1944). Το περιοδικό αυτό, με διευθυντή τον Αντρέα Καραντώνη και συνεργάτες παλιούς και νεότερους αξιόλογους Έλληνες λογοτέχνες,

Τα τρία Τ της επιτυχίας: Ταλέντο, Τόλμη, Τύχη.

(όπως οι Γιώργος Σεφέρης, Γεώργιος Θεοτοκάς, Άγγελος Τερζάκης, Κοσμάς Πολίτης, Άγγελος Σικελιανός, κ.ά.) έφερε στην Ελλάδα τις σύγχρονες δυτικές καλλιτεχνικές τάσεις και γνώρισε στο αναγνωστικό κοινό κυρίως τους νεότερους ποιητές, με τη μετάφραση αντιπροσωπευτικών έργων τους ή με άρθρα κατατοπιστικά για την ποίησή τους. Έγινε το πνευματικό όργανο της γενιάς του '30 που φιλοξένησε στις στήλες του όλα τα νεωτεριστικά στοιχεία, κρίνοντας ευνοϊκά και προβάλλοντας τις δημιουργίες των νέων Ελλήνων ποιητών. 

 

Odysseas_Elytis-Nobel

 

Όπως ο Ελύτης αναγνωρίζει, το 1935 στάθηκε μια ιδιαίτερη χρονιά στην πνευματική πορεία του. Τον Ιανουάριο κυκλοφόρησε το περιοδικό Νέα Γράμματα. Τον Φεβρουάριο γνώρισε τον Ανδρέα Εμπειρίκο, που χαρακτηριστικά τον περιέγραψε: «O μεγάλης αντοχής αθλητής της φαντασίας, με γήπεδο την οικουμένη ολόκληρη και διασκελισμό τον Έρωτα. Το έργο του, κάθε του καινούργιο έργο, ζωσμένο από ένα μικρό ουράνιο τόξο, είναι μια υπόσχεση προς την ανθρωπότητα, μια δωρεά που αν δεν την κρατούν ακόμα όλοι στα χέρια τους είναι αποκλειστικά και μόνον από δική τους αναξιότητα.» Τον ίδιο μήνα ο Εμπειρίκος έδωσε διάλεξη με θέμα «Υπερρεαλισμός, μια νέα ποιητική σχολή», που αποτέλεσε και την πρώτη επίσημη παρουσίαση του υπερρεαλισμού στο ελληνικό κοινό. Οι δύο ποιητές συνδέθηκαν με στενή φιλία, που κράτησε πάνω από 25 χρόνια. Τον Μάρτιο της ίδιας χρονιάς, εκτός από το Μυθιστόρημα του Σεφέρη, κυκλοφόρησε η ποιητική συλλογή Υψικάμινος του Εμπειρίκου, με ποίηση ορθόδοξα υπερρεαλιστική.  

empeirikos-elytis-andros

 
Το 1936 γνωρίζεται με τον ποιητή Νίκο Γκάτσο 
και από τότε θα τους συνδέσει μια μακρόχρονη και στενή φιλία. Στην παρέα τους εντάσσονται οι ζωγράφοι Νίκος Χατζηκυριάκος-Γκίκας και Γιάννης Μόραλης, καθώς και ο ποιητής Νίκος Καρύδης, δημιουργός του εκδοτικού οίκου Ίκαρος, ο οποίος θα εκδώσει τα περισσότερα από τα βιβλία του Ελύτη. Τον ίδιο χρόνο θα διακόψει τις σπουδές του στη Νομική και θα στρατευθεί. Θα απολυθεί ως έφεδρος αξιωματικός το 1938. 

Θεέ μου τι μπλε ξοδεύεις για να μη σε βλέπουμε!

Τον Δεκέμβριο του 1939, όταν ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος έχει ξεσπάσει, θα εκδώσει σε 300 αντίτυπα την πρώτη ποιητική συλλογή του με τίτλο Προσανατολισμοί, μια φωτεινή αχτίδα μέσα «στη συννεφιά του κόσμου». Το 1940 η οικογένεια Αλεπουδέλη μετακομίζει στην οδό Ιθάκης 31 και την ίδια χρονιά ο Σάμουελ Μπο-Μποβί μεταφράζει τα πρώτα ποιήματα του Ελύτη στα γαλλικά. 

Με την έκρηξη του ελληνοϊταλικού πολέμου (28 Οκτωβρίου 1940) επιστρατεύεται ως ανθυπολοχαγός και ο παγωμένος χειμώνας του '40, τον βρίσκει στην πρώτη γραμμή του πυρός. Στις 13 Δεκεμβρίου 1940 προωθείται με το λόχο του εντός του αλβανικού εδάφους. Στις αρχές του 1941 παθαίνει κοιλιακό τύφο και μεταφέρεται ετοιμοθάνατος στο νοσοκομείο των Ιωαννίνων. Γλυτώνει τον θάνατο ως εκ θαύματος και μεταφέρεται στην Αθήνα. Η μακριά του ανάρρωση συμπίπτει με την εισβολή των Γερμανών στην Ελλάδα και την επακολουθήσασα Κατοχή. 

  

Βαρύς ο κόσμος να τον ζήσεις, όμως για λίγη περηφάνια το άξιζε

 

Το 1943 κυκλοφορεί τη δεύτερη ποιητική του συλλογή «Ήλιος ο Πρώτος» μαζί με τις παραλλαγές πάνω σε μιαν αχτίδα, μια αλληγορική αντίσταση μέσα στην Κατοχή, καμουφλαρισμένη σε μια υπερρεαλιστική φόρμα, όπως η Αμοργός του Γκάτσου και ο Μπολιβάρ του Εγγονόπουλου, που κυκλοφορούν την ίδια χρονιά. 

  

elytis-ioulita_1

 

Το 1945 συνεργάζεται με το υπερρεαλιστικό περιοδικό Τετράδιο. Δημοσιεύει μεταφράσεις ποιημάτων του Λόρκα κι ένα δικό του έργο, την ελεγεία Άσμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας. Την ίδια χρονιά, με εισήγηση του Γιώργου Σεφέρη, τοποθετείται διευθυντής προγράμματος του Εθνικού Ιδρύματος Ραδιοφωνίας (ΕΙΡ), θέση από την οποία παραιτείται μετά από λίγο. Την περίοδο αυτή ασχολείται με τη ζωγραφική, που ήταν μια παλιά του απασχόληση, συμπληρωματική της ποίησης του. 

 

Η αλήθεια βγαίνει χυτή σαν το νιόκοπο άγαλμα, μόνον μέσ’ από τα καθάρια νερά της μοναξιάς· κι η μοναξιά της πένας είναι από τις πιο μεγάλες.

  

Το 1948 φεύγει από την Ελλάδα, που δοκιμάζεται από τον Εμφύλιο Πόλεμο, για την Ελβετία και από εκεί στο Παρίσι, όπου εγκαθίσταται. Εκεί γνωρίζεται με την πρωτοπορία της γαλλικής διανόησης (ΜπρετόνΕλιάρΤζαρά, Καμί) και έρχεται σε επαφή με εικαστικούς καλλιτέχνες, όπως οι Πικάσο, ΜατίςΣαγκάλ και Τζιακομέτι. Το 1950 επισκέπτεται την Ισπανία και στο τέλος του ίδιου χρόνου εγκαθίσταται στο Λονδίνο, όπου συνεργάζεται με το BBC. 

  

Το 1952 επιστρέφει στην Ελλάδα και τον επόμενο χρόνο επανακάμπτει στο ΕΙΡ ως διευθυντής προγράμματος, θέση που θα κρατήσει για ένα μονάχα χρόνο. Το 1959 κυκλοφορεί το Άξιον Εστί, μια κορυφαία στιγμή της ελληνικής λογοτεχνίας. Ο ποιητής καταδύεται στις ρίζες του ελληνικού μύθου και αντλεί υλικό και μορφές, εικόνες και ήχους, επιτυγχάνοντας μια δραματική σύνθεση, στην οποία το λυρικό «εγώ» ταυτίζεται με το επικό «εμείς» και η σύγχρονη γραφή συνδυάζεται με μια περιουσία, αρχαία βυζαντινή και νεώτερη. Το έργο αυτό του Ελύτη θα γνωρίσει πλατιά αναγνώριση και θα γίνει «κτήμα του Λαού», όταν θα μελοποιηθεί από τον Μίκη Θεοδωράκη το 1964. 

 

Αλλά με τις ξόβεργες μπορεί να πιάνεις πουλιά, δεν πιάνεις ποτέ το κελαηδητό τους. Χρειάζεται η άλλη βέργα, της μαγείας, και ποιος μπορεί να την κατασκευάσει αν δεν του ’χει από μιας αρχής δοθεί;

  

Το 1979 έρχεται η μεγάλη στιγμή για τον ποιητή. Στις 18 Οκτωβρίου η Σουηδική Ακαδημία ανακοινώνει ότι θα του απονεμηθεί το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας «για την ποίησή του, που με βάθρο την ελληνική παράδοση περιγράφει με αισθητική δύναμη και υψηλή πνευματική διακριτικότητα, τον αγώνα του σύγχρονου ανθρώπου για την ελευθερία και τη δημιουργία». Στην ανακοίνωση της Σουηδικής Ακαδημίας επισημαίνεται ότι το Άξιον Εστί αποτελεί ένα από τα αριστουργήματα της ποίησης του 20ου αιώνα. Ο Ελύτης παρέστη στην καθιερωμένη τελετή απονομής στις 10 Δεκεμβρίου 1979 στη Στοκχόλμη, παραλαμβάνοντας το βραβείο από τον βασιλιά της Σουηδίας Κάρολο Γουσταύο και γνωρίζοντας παγκόσμια δημοσιότητα. 

   

Ο Οδυσσέας Ελύτης αποτέλεσε έναν από τους τελευταίους εκπροσώπους της λογοτεχνικής γενιάς του τριάντα, ένα από τα χαρακτηριστικά της οποίας υπήρξε το ιδεολογικό δίλημμα ανάμεσα στην ελληνική παράδοση και τον ευρωπαϊκό μοντερνισμό. Ο ίδιος ο Ελύτης χαρακτήριζε τη δική του θέση στη γενιά αυτή ως παράξενη, σημειώνοντας χαρακτηριστικά: «από το ένα μέρος ήμουνα ο στερνός μιας γενιάς, που έσκυβε στις πηγές μιας ελληνικότητας, κι απ' την άλλη ήμουν ο πρώτος μιας άλλης που δέχονταν τις επαναστατικές θεωρίες ενός μοντέρνου κινήματος». 

  

Εργογραφία 

Ποιητικές συλλογές 

Προσανατολισμοί («Πυρσός», 1939) 

Ήλιος ο Πρώτος μαζί με τις παραλλαγές πάνω σε μιαν αχτίδα ( «Γλάρος», 1943) 

Το Άξιον Εστί («Ίκαρος», 1959) 

Έξι και μία τύψεις για τον ουρανό («Ίκαρος», 1960) 

Άσμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας («Ίκαρος», 1962) 

Ο Ήλιος ο Ηλιάτορας («Ίκαρος», 1971) 

Το Φωτόδεντρο και η Δέκατη Τέταρτη Ομορφιά («Ίκαρος», 1971) 

Το Μονόγραμμα («Ίκαρος», 1972) 

Τα Ρω του Έρωτα («Αστερίας», 1972) 

Τα Ετεροθαλή («Ίκαρος», 1974) 

Μαρία Νεφέλη («Ίκαρος», 1978) 

Τρία ποιήματα με σημαία ευκαιρίας («Ίκαρος», 1982) 

Ημερολόγιο ενός αθέατου Απριλίου («Ύψιλον», 1984) 

Ο μικρός ναυτίλος («Ίκαρος», 1985) 

Τα ελεγεία της Οξώπετρας («Ίκαρος», 1991) 

Δυτικά της λύπης («Ίκαρος», 1995) 

Εκ του πλησίον («Ίκαρος», 1998) 

Δοκίμια 

Η αληθινή φυσιογνωμία και η λυρική τόλμη του Ανδρέα Κάλβου («Νέα Εστία», 1946) 

Ο ζωγράφος Θεόφιλος («Αστερίας» 1973) 

Ανοιχτά χαρτιά («Αστερίας», 1974) 

Η μαγεία του Παπαδιαμάντη («Ερμής», 1976) 

Αναφορά στον Ανδρέα Εμπειρίκο («Ύψιλον», 1980) 

Ιδιωτική Οδός («Ύψιλον»,1990) 

Τα Δημόσια και τα Ιδιωτικά («Ίκαρος», 1990) 

Εν λευκώ («Ίκαρος», 1993) 

Ο κήπος με τις αυταπάτες («Ύψιλον», 1995) 

Μεταφράσεις 

Ζαν Ζιρωντού: «Νεράιδα - Ονειρόδραμα σε τρεις πράξεις» (Εταιρία Σπουδών Σχολής Μωραΐτη, 1973) 

Μπέρτολτ Μπρεχτ: «Ο κύκλος με την κιμωλία» (Εταιρία Σπουδών Σχολής Μωραΐτη, 1974) 

Δεύτερη Γραφή («Ικαρος», 1976) 

Σαπφώ (1976) 

Η Αποκάλυψη του Ιωάννη («Υψιλον», 1985) 

  

Ο Οδυσσέας Αλεπουδέλης χρησιμοποίησε ψευδώνυμο για το λογοτεχνικό έργο του, επειδή ήθελε να αποστασιοποιηθεί από το οικογενειακό του επίθετο, το οποίο ήταν «συνυφασμένο με ό,τι εγώ μισώ στη ζωή, το πρακτικό δηλαδή πνεύμα, την εμπορική πίστη, τον άκρατο ωφελιμισμό». Το λογοτεχνικό ψευδώνυμο Ελύτης μπορεί να προέρχεται από τον συνδυασμό της συλλαβής «ελ», αρχικής σε ονόματα σημαδιακά, όπως Ελλάδα, Ελπίδα, Ελευθερία, Ελένη, με τη γενική τοπωνυμική κατάληξη των ελληνικών ονομάτων ανάλογα με το «Πολίτης», όπως προτείνει ο ελληνιστής Κίμων Φράιερ. Παλαιότερα οι φίλοι υποστήριζαν τρεις εκδοχές του ψευδωνύμου Ελύτης: το όνομα Eluard (Ελιάρ) και τις λέξεις elite (ελίτ) και αλήτης. 

 Το 1979 τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας. Η αναγγελία της απονομής του βραβείου από τη Σουηδική Ακαδημία έγινε στις 18 Οκτωβρίου «για την ποίησή του, η οποία, με φόντο την ελληνική παράδοση, ζωντανεύει με αισθηματοποιημένη δύναμη και πνευματική καθαρότητα βλέμματος τον αγώνα του σύγχρονου ανθρώπου για ελευθερία και δημιουργικότητα»,[9][10] σύμφωνα με το σκεπτικό της απόφασης. 

Ο Ελύτης παρέστη στην καθιερωμένη τελετή απονομής του βραβείου στις 10 Δεκεμβρίου του 1979, παραλαμβάνοντάς το από τον βασιλιά Κάρολο Γουστάβο και γνωρίζοντας παγκόσμια δημοσιότητα. Τον επόμενο χρόνο κατέθεσε το χρυσό μετάλλιο και τα διπλώματα του βραβείου στο Μουσείο Μπενάκη. 

EF019

 

 Την απονομή του Νόμπελ ακολούθησαν τιμητικές διακρίσεις εντός και εκτός Ελλάδας, μεταξύ αυτών και η απονομή φόρου τιμής σε ειδική συνεδρίαση της Βουλής των Ελλήνων, η αναγόρευσή του σε επίτιμο διδάκτορα του Πανεπιστημίου της Σορβόνης, η ίδρυση έδρας νεοελληνικών σπουδών με τίτλο «Έδρα Ελύτη» στο Πανεπιστήμιο Ρούτγκερς του Νιου Τζέρσεϊ, καθώς και η απονομή του αργυρού μεταλλίου Benson από τη Βασιλική Φιλολογική Εταιρεία του Λονδίνου. 

Πέθανε στις 18 Μαρτίου του 1996 από ανακοπή καρδιάς στην Αθήνα.