Ο αστικός μύθος του Αθηναϊκού κέντρου λέει ότι «για κάποιον λόγο κάποτε όλοι θα περάσουν από την Ομόνοια». Τους περισσότερους, 42 χρόνια τώρα, τους έχει δει ο κ. Δημήτρης, η πιο εμβληματική φυσιογνωμία της πόλης. Έχει στήσει τον μικρό πάγκο του στην πλέον πολυσύχναστη διασταύρωση των 2 δρόμων και των 8 λωρίδων. Αιόλου και Πατησίων, στο αριστερό πεζοδρόμιο της Αιόλου στο πλάι του «Λουμίδη». Καμπαρντίνα μάλλινη, κουστούμι κασμίρ, γραβάτα, πουκάμισο λευκό κολλαριστό, μοκασίνι με λινή κάλτσα, περιποιημένη κόμη και τακτοποιημένες σκέψεις. Όψη-θρέψη άψογη για τα 65 του χρόνια και την έκθεση του σε τέτοιο ρυπογόνο περιβάλλον.

Η αφήγηση του ξεκινά: «Από τη δεκαετία του 1970 διατηρούσα κατάστημα με είδη καλλυντικών στη στοά δίπλα στο Ταχυδρομείο και έξω είχα τον πάγκο. Χτένες, κρέμες, λακ, μανό, μικροαντικείμενα για την περιποίηση των γυναικών. Τα προϊόντα μου είχαν πολύ μεγάλη ζήτηση. Δυστυχώς στις αρχές του ’80 άρχισαν οι εισαγωγές από την Κίνα και γενικώς από την Ανατολή. Έκτοτε, είμαι σε αυτό το σημείο. Εμπορεύομαι τα μυοκτόνα τζελ, για κατσαρίδες, μυρμήγκια και διάφορες κόλλες».

Η συζήτηση είναι ελεύθερη αφού διακόπτεται συχνά από τους πολλούς που τον χαιρετούν και όσους ενδιαφέρονται για το «φάρμακο». Αρκετοί πελάτες είναι σταθεροί κι αυτό το διαπιστώνει κανείς όταν περνά μέσα στη μέρα από το πόστο του.

Είναι πάντα εκεί, από τις 6.15 το πρωί έως το απόγευμα. Στυλοβάτης των Χαυτείων. Ως άλλος Χαύτας που δεν έφυγε ποτέ από το καφενείο του ταυτίζοντας τη γειτονιά με την παρουσία του. Στη διπλανή πολυκατοικία διατηρεί κι ένα μικρό γραφείο το οποίο χρησιμοποιεί ενίοτε.

Καθημερινότητα

«Όταν ήλθαμε από τη Θράκη στην Αθήνα ήμουν 8-9 ετών. Μέναμε τότε στην Κεραμέως (Μεταξουργείο) κι αργότερα λίγο πιο πάνω στην Ακομινάτου. Πριν από δυο χρόνια μετακομίσαμε οικογενειακώς στο Ολυμπιακό Χωριό γιατί υπήρχαν πολλά προβλήματα με τους αλλοδαπούς νοικάρηδες των διαμερισμάτων». Έκτοτε το δρομολόγιο του προσαρμόστηκε στη «χαώδη απόσταση» σε σχέση με τα όσα είχε συνηθίσει.

«Ξυπνάω 4 παρά 20, μες στο βαθύ σκοτάδι. Παίρνω πάντα το πρωινό μου τρώγοντας τραχανά ή κους - κους, φέτα ντομάτα κι ελιές. Κάνω το μπάνιο μου και στις 5 παρά 5 είμαι στη στάση του λεωφορείου. Κατεβαίνω Κηφισιά, «τρένο», Ομόνοια μέχρι τις 3:30-4 το απόγευμα. Ούτε πίνω, ούτε καπνίζω, ούτε κοιμάμαι πολύ. Μ’ αρέσει να χορεύω γιατί αισθάνομαι καλά. Αυτή είναι η καθημερινότητα μου στην οποία έχει προστεθεί και η Ελβίρα μου, το γλυκό μου εγγονάκι».

Στη Ρόδο

Θέλει δύο χρόνια για να βγει στη σύνταξη αλλά με τέτοια διάθεση και κοινωνικότητα είναι αμφίβολο αν θα σταματήσει. «Θα συνεχίσω. Είμαι εδώ από παιδί. Και πριν φτιάξω το μαγαζί και τον πάγκο, εδώ ήμουν. Θυμάμαι εκείνα τα χρόνια που ανεβάζαμε κάθε πρωί με τον «κύριο Αριστείδη» (σς εκ των αδελφών Λουμίδη) τα ρολά του καταστήματος του. Όλοι εδώ γνωριζόμαστε μεταξύ μας. Δεν είναι εύκολο να πεις ότι φεύγεις…».

Σκληρές συνθήκες

Πάντως, ελάχιστοι «Ομονοιακοί» έχουν απομείνει από τότε και ο πιο σταθερός είναι ο κ. Δημήτρης. «Κάποτε μία πολύ πλούσια μου είχε ζητήσει να την ακολουθήσω στη Ρόδο. Την είχα γνωρίσει απέναντι στη Φοντάνα (καφετέρια της εποχής). Της το ξέκοψα. Μάταια. Εκείνη επέμενε. Κατέβηκα μία μέρα και την επόμενη περίμενα στο λιμάνι το καράβι του γυρισμού. Δεν λέω, θάλασσα, πράσινο, εξοχή, πολυτέλεια αλλά…» 

Βέβαια, το να ζει κανείς στην Ομόνοια, μόνο εύκολο και ρομαντικό δεν είναι. Θέλει να έχεις βιώσει την τραχύτητα του πεζοδρομίου, τη σκληρότητα της απόρριψης, τη βαριά ατμόσφαιρα της πλατείας και γενικώς απαιτεί σεβασμό και προσοχή στους ιδιότυπους κώδικές της.

Οι «όλοι που για κάποιον λόγο έχουν περάσει από δω» δεν είναι μόνο οι διάσημοι και οι επιφανείς αλλά και οι φονιάδες, οι κλέφτες, οι παραβατικοί, οι αφανείς της εξαθλίωσης, της μικροεγκληματικότητας, των ναρκωτικών, των χαμένων ευκαιριών, των ονείρων που ποτέ δεν κατάφεραν να εκπληρώσουν στην πρωτεύουσα και γύρισαν πίσω. Δεν είναι τυχαίο ότι ακόμη και ο αφρός του υπόκοσμου, πλησίαζε ανέκαθεν με επιφύλαξη και δέος την Ομόνοια. «Τρέμω το σκοτάδι της και το φως της» έλεγε κάποιος παλιός επιχειρηματίας που ξεκίνησε πουλώντας δερμάτινα στην οδό Ζήνωνος κι όταν μπόρεσε να φύγει από ‘κει και να φτιάξει μαγαζιά στο Περιστέρι δεν ξαναγύρισε ποτέ πίσω.

Ο κύριος Δημήτρης άντεξε, μα δε ρωτάς ποτέ πώς τα κατάφερε. Προσπαθείς-στο μέτρο του δυνατού- να τον περιγράψεις, γιατί η ιστορία δεν γράφεται μόνο από τους ισχυρούς και τους πολλούς αλλά κάπου εκεί μέσα χωράνε κι οι διαφορετικοί, όπως εκείνος.