«Κανείς δεν είναι υπεράνω του νόμου». Αυτή η φράση -αυτονόητη θα έλεγε κανείς- βγήκε από το στόμα της Νάνσι Πελόσι, της επικεφαλής της Βουλής των Αντπροσώπων, και «πάγωσε» τον Λευκό Οίκο. 

Ο λόγος που «πάγωσαν» οι ένοικοι της προεδρίας των ΗΠΑ είναι διότι η Πελόσι ανακοίνωνε παράλληλα την απόφαση του Σώματος -όπου πλειοψηφούν οι Δημοκρατικοί- να ξεκινήσει έρευνα εις βάρος του Ντόναλντ Τραμπ για προδοσία και το ερώτημα της καθαίρεσης.

Ακόμα και στο στρατόπεδο των Δημοκρατικών υπήρξε μια κάποια έκπληξη, καθώς αρκετοί βουλευτές (ιδίως οι νεότεροι και οι πιο «αριστεροί») είχαν αρχίσει να απογοητεύονται από την επιμονή της Πελόσι να μην αποφασίζει το λεγόμενο impeachment του προέδρου. Βοούσε ο κόσμος (και ο ειδικός ερευνητής) για τη «διαπλοκή» Τραμπ-Ρωσίας και το ρόλο της τελευταίας στις εκλογές του 2016.

Όμως, όσοι γνώριζαν καλύτερα την 79χρονη Νάνσι Πελόσι, μπορούσαν να καταλάβουν το σκεπτικό της: Υπομονή, μέχρι ουσιαστικά ο ίδιος ο Τραμπ να βάλει τρικλοποδιά στον εαυτό του. Διότι η υπόθεση της εκκίνησης της διαδικασίας για την καθαίρεση προέδρου είναι εξαιρετικά λεπτή.

Όσοι έχουν διαβάσει την αμερικανική ιστορία γνωρίζουν ότι ποτέ δεν έχει καθαιρεθεί πρόεδρος. Ένα βήμα από την καθαίρεση έφτασε ο Αντριου Τζόνσον (ο αντιπρόεδρος που διαδέχθηκε τον Αβραάμ Λίνκολν) το πολύ μακρινό 1868, επειδή ήθελε να «ξηλώσει» τον τότε υπουργό Πολέμου. Ο Τζόνσον γλίτωσε οριακά την καθαίρεση.

Το 1974 ο Ρίτσαρντ Νίξον βρέθηκε κοντά στην καθαίρεση για το σκάνδαλο του Watergate, αλλά τελικά προτίμησε την παραίτηση για να ακολουθήσει μια λίαν αμφιλεγόμενη «συγχώρεση» από τον διάδοχό του στον Λευκό Οίκο, Τζέραλντ Φορντ.

Το 1998 ξεκίνησε έρευνα στο Κογκρέσο για τον Μπιλ Κλίντον με κατηγορίες για ψευδορκία και παρεμπόδιση της Δικαιοσύνης αναφορικά με την σχέση που διατηρούσε με την 22χρονη Μόνικα Λεβίνσκι.

Η Βουλή ψήφισε υπέρ της παραπομπής του Κλίντον, αλλά ο πρόεδρος αθωώθηκε από την Γερουσία. Για την κατηγορία της ψευδορκίας η Γερουσία ψήφισε 55 κατά της παραπομπής, έναντι 45 υπέρ, ενώ για παρεμπόδιση της Δικαιοσύνης το αποτέλεσμα ήταν 50/50. Μακριά όμως από τα απαιτούμενα 2/3.

Ακριβώς για όλους τους παραπάνω λόγους, η Πελόσι ήξερε ότι χρειάζεται υπομονή. Και δικαιώθηκε. Ένα τηλεφώνημα που έγινε τον Ιούλιο από τον πρόεδρο Τραμπ στον προέδρο της Ουκρανίας, με το αίτημα να αρχίσει «ψάξιμο» στο παρελθόν της οικογένειας Μπάιντεν, ήταν αρκετό.

Και να σκεφτεί κανείς ότι όλο αυτό αποκαλύφθηκε σχεδόν τυχαία από έναν «μάρτυρα», ο οποίος πρόσεξε το «πάγωμα» και το «ξεπάγωμα» της αμερικανικής βοήθειας στην Ουκρανία. Ο συνδυασμός των ημερομηνιών δεν άφησε αμφιβολία: Ο Τραμπ έδωσε τελικά το ποσό των 400 εκατ. δολαρίων στρατιωτικής βοήθειας στο Κίεβο, όταν πέτυχε το σκοπό του. 

Γιατί ο Τραμπ ήθελε να «ψάξει» τον Μπάιντεν και τον υιό του; Διότι υποψιάζεται ότι ο τέως αντιπρόεδρος των ΗΠΑ (επί Ομπάμα) θα είναι τελικά ο πολιτικός που θα διεκδικήσει την προεδρία των ΗΠΑ το 2020, για λογαριασμό των Δημοκρατικών. Τι καλύτερο να έχεις μαζέψει και λίγα «άπλυτα» για να τα περιφέρεις στα ντιμπέιτ και στα ένθερμα κομματικά ακροατήρια;


Η Νάνσι Πελόσι έχει πει πολλές φορές ότι έμαθε να είναι υπομονετική, διότι στο σπίτι είχε να μεγαλώσει πέντε παιδιά.  Είναι χαρακτηριστικό ότι η πολιτική της σταδιοδρομία ξεκίνησε σε ηλικία 47 ετών, όταν εξελέγη στη Βουλή των Αντιπροσώπων. 

Μεγάλη υπομονή όμως χρειάστηκε να κάνει και το αμερικανικό Κογκρέσο, αφού πέρασαν 240 χρόνια από τη σύστασή του μέχρι τελικά μια γυναίκα -η Νάνσι- να γίνει πρόεδρος της Βουλής. Η πρώτη της θητεία ως προέδρου ξεκίνησε επί Ομπάμα το 2007. Η δεύτερη, επί Τραμπ τον Ιανουάριο του 2019.

Πόλεμος μέχρις εσχάτων σε κλίμα πρωτοφανούς πόλωσης

Πάντως, η υπομονή δεν είναι το μόνο που χρειάζεται από εδώ και στο εξής. Στο Δημοκρατικό Κόμμα γνωρίζουν (ή οφείλουν να γνωρίζουν) ότι η καθαίρεση δεν είναι στα χέρια τους, αλλά στα χέρια των Ρεπουμπλικάνων που έχουν την πλειοψηφία στη Γερουσία. Για το «ξήλωμα» απαιτούνται τα 2/3 ή αλλιώς, πρέπει τουλάχιστον 20 Ρεπουμπλικάνοι να αλλάξουν στρατόπεδο.

Προφανώς πολλά θα κριθούν από τα στοιχεία που θα συγκεντρωθούν για την υπόθεση στο επόμενο διάστημα. 

Η πρόσφατη ιστορία έχει δείξει ότι ο Τραμπ είναι «πολύ σκληρός για να πεθάνει», όπως είναι και ο τίτλος μιας αμερικανικής ταινίας. Ας μην ξεχνάμε ότι κέρδισε από το πουθενά τις εκλογές του 2016, κηρύσσοντας πόλεμο στην «πολιτική ορθότητα», αλλά και τα «διαπλεκόμενα συμφέροντα» που ήθελαν την Χίλαρι στον Λευκό Οίκο. 

Και αν ακόμα στην αρχή οι Ρεπουμπλικάνοι τον αντιπαθούσαν, τώρα πρέπει να ζυγίσουν και άλλους παράγοντες: Ο Τραμπ έχει δημιουργήσει μια συμπαγή εκλογική βάση που τον λατρεύει, ενώ μπορεί να πιστώνεται την καλή κατάσταση της οικονομίας και τους ιστορικά χαμηλούς δείκτες ανεργίας. Η οικονομία πάντα παίζει ρόλο, το είχε πει και ο Κλίντον όταν κέρδισε τις εκλογές το 1992.

Άλλωστε δεν είναι τυχαίο ότι οι Δημοκρατικοί στοχοποιούν τον Τραμπ ως πρόσωπο ακατάλληλο για το αξίωμα του προέδρου και όχι απαραίτητα τις πολιτικές του, γνωρίζοντας ότι κάποιες από αυτές είναι δημοφιλείς στην κοινωνία. Πολλές αμερικανικές επιχειρήσεις, για παράδειγμα, βλέπουν με καλό μάτι τον εμπορικό πόλεμο με την Κίνα, διότι εκτιμούν ότι έτσι προστατεύονται οι Αμερικανοί εργαζόμενοι...

Επίσης, η ιστορία με την οικογένεια Μπάιντεν και την Ουκρανία έχει διάφορες «ουρές» που αγγίζουν και το φαβορί των Δημοκρατικών για το χρίσμα. Και αυτό προφανώς θα το εκμεταλλευθεί ο Τραμπ. 

Ήδη, έχει χαράξει τη στρατηγική του: «Ναι, τα είπαμε ωραία με τον Ουκρανό πρόεδρο, αλλά η καθαίρεση είναι ανέκδοτο» είπε στους δημοσιογράφους, έχοντας δίπλα του τον (πελαγωμένο) Ουκρανό πρόεδρο.

Όλα δείχνουν ότι η εκστρατεία για τις προεδρικές εκλογές του 2020 θα γίνει σε κλίμα πρωτοφανούς για τα αμερικανικά δεδομένα πόλωσης. 

Και όπως λένε και στο NBA, «ο πρώτος είναι πρώτος και ο δεύτερος τίποτα».