Η 5η Μαρτίου είναι μια ξεχασμένη, πλην εξαιρετικά σημαντική επέτειος: είναι η ημέρα που τελείωσε η Δημοκρατία της Βαϊμάρης, η ημέρα κατά την οποία οι εκλογές του 1933 έφεραν στην εξουσία τον Αδόλφο Χίτλερ, με ποσοστό που άγγιζε το 44% του γερμανικού εκλογικού σώματος, γεγονός που άνοιξε την πόρτα της Ιστορίας στην πιο φοβερή και απεχθή πολεμική σύγκρουση που γνώρισε ο άνθρωπος. Η πορεία του Χίτλερ προς την εξουσία είχε αρχίσει μερικά χρόνια νωρίτερα, όταν νεαρότατος περιόδευε σε όλη την ηττημένη από τον Πρώτο Παγκόσμιο Γερμανία και έδινε διαλέξεις με τον τίτλο: «Μίσος, μίσος, μίσος».

Ο Χίτλερ ξεκίνησε να οργώνει τη Γερμανία όταν δυνάμεις της Γαλλίας και του Βελγίου εισέβαλαν στη βιομηχανική περιοχή του Ρουρ, το 1923, με την αιτιολογία ότι οι Γερμανοί δεν πλήρωναν τα διεθνή τους χρέη από τις πολεμικές αποζημιώσεις του Πρώτου Παγκοσμίου.

Για τις αποζημιώσεις αυτές είχε υπάρξει μεγάλη διαφωνία της Αγγλίας και της Γαλλίας: η δεύτερη ήταν υπέρμαχος -και τελικά επέβαλετης σκληρής γραμμής στην οποία έσυρε και το Λονδίνο, παρά τις αντιρρήσεις των Βρετανών, που έβλεπαν ότι μια τέτοια συμπίεση θα οδηγούσε τη Γερμανία σε έκρηξη. Ποιος το έβλεπε; Πρώτος από όλους, ο ίδιος ο Τζον Μέιναρντ Κέινς, ο οποίος εκτελούσε τότε χρέη συμβούλου-γραμματέως του Αγγλου πρωθυπουργού και παραιτήθηκε εν μέσω των μεταπολεμικών διαπραγματεύσεων, λόγω των διαφωνιών του σε αυτή την πολιτική, για να αφιερωθεί στη συγγραφή του βιβλίου του, το οποίο «προέβλεπε» την έλευση του Δευτέρου Παγκοσμίου…

Η Γερμανία είχε τη σοφία να τινάξει ύπουλα από πάνω της το βάρος του εθνικισμού, υιοθετώντας αυτό που στη χώρα ονομάστηκε Gedächtnispolitik – πολιτική της Μνήμης. Αν έχει μια σημασία αυτή η σύντομη ιστορική αναδρομή, είναι γιατί οι Γερμανοί (όπως η Αντρέα, σύζυγος του αδελφού μου) εξακολουθούν να θυμούνται τα 12 χρόνια του ναζισμού και τα εγκλήματά του. Ομως, έχουν ξεχάσει πώς έφτασαν εκεί και -κυρίωςτι έκανε η υπόλοιπη Ευρώπη για να βγουν από τον εφιάλτη. Οφείλουμε να τους τα θυμίζουμε συνεχώς… Ε... αυτό που δεν κάνουμε εμείς το έκανε ο ραδιούργος Ερντογάν, με ύπουλο ωστόσο τρόπο.

«Μίσος», «δηλητήριο», «οργή». Η περιγραφή της ατμόσφαιρας στο εσωτερικό της τουρκικής κοινότητας της Γερμανίας στο τελευταίο τεύχος του περιοδικού «Spiegel» είναι δραματική, καθώς οι διαχωριστικές γραμμές της τουρκικής αντιπαράθεσης έχουν μεταφερθεί αυτούσιες στη Γερμανία. «Τα διδάγματα από τη γερμανική Ιστορία, οι παραλληλισμοί της επιχειρηματολογίας με το 1933 (έτος εκλογικής νίκης του Χίτλερ), δεν έχουν εντυπωθεί σε όλους τους ανθρώπους τουρκικής καταγωγής». Και αυτό έσπευσε να καλλιεργήσει η προπαγάνδα του Ερντογάν.

Από τις 27 Μαρτίου έως τις 9 Απριλίου, 1,4 εκατ. άνθρωποι που ζουν στη Γερμανία και έχουν τουρκική υπηκοότητα θα προσέλθουν στις κάλπες που θα στηθούν σε 13 προξενεία σε όλη τη χώρα, για να εκφράσουν την άποψή τους για τη συνταγματική αναθεώρηση με την οποία ενισχύονται δραστικά οι εξουσίες της τουρκικής Προεδρίας. Στις τελευταίες βουλευτικές εκλογές, το AKP του Τούρκου προέδρου Ερντογάν απέσπασε μεγαλύτερο ποσοστό ψήφων στη Γερμανία από ό,τι στην Τουρκία. Εγινε, όμως, αυτό γιατί όντως στη Γερμανία ζουν περισσότεροι υποστηρικτές του Ερντογάν από όσοι στην ίδια του τη χώρα.

Για τους οπαδούς του Ερντογάν, τα εμπόδια στην προεκλογική εκστρατεία του «ναι» στη Γερμανία και στην Ολλανδία είναι απόδειξη ότι η Ευρώπη της ελευθερίας του λόγου χρησιμοποιεί «δύο μέτρα και δύο σταθμά». Ωστόσο, το παιχνίδι της σύγκρουσης ήταν winwin, δηλαδή κερδοφόρο για όλες τις πλευρές, τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα. Για τον Ρούτε, η αποφασιστική αντιμετώπιση των τουρκικών ύβρεων και απαιτήσεων από τον Ερντογάν ήταν μια θεόσταλτη ευκαιρία για να δείξει στους ψηφοφόρους ότι δεν είναι μόνο ο ακροδεξιός Βίλντερς που ανταποκρίνεται στις ανησυχίες και στους φόβους τους για τη μουσουλμανική μετανάστευση στην Ευρώπη.

Ο πατέρας της νίκης του Ρούτε, όπως συμφωνούν οι περισσότεροι αναλυτές στην Ολλανδία, ακούει στο όνομα Ταγίπ Ερντογάν. Οσο βαρύτερους χαρακτηρισμούς χρησιμοποιούσε ο «σουλτάνος» εναντίον του, τόσο περισσότεροι Ολλανδοί έσπευδαν στο πλευρό του πρωθυπουργού τους. Και ο Ρούτε χειρίστηκε επαγγελματικά την κρίση: Χάραξε «κόκκινες γραμμές» όταν απαγόρευσε στο αεροσκάφος που μετέφερε τον Τούρκο υπουργό Εξωτερικών Τσαβούσογλου να προσγειωθεί στην Ολλανδία και, στη συνέχεια, όταν έβαλε να συνοδεύσουν ευγενικά εκτός χώρας την Τουρκάλα υπουργό Οικογενειακών Υποθέσεων. Και μετά την έκρηξη οργής στην Αγκυρα, ο Ρούτε, αντί να πέσει στην παγίδα του Ερντογάν και να απαντήσει σε ανάλογο ύφος, προσκάλεσε τον πρωθυπουργό του, Μπιναλί Γιλντιρίμ, σε γεύμα κι εκείνος δέχθηκε. Μια ωραία ατμόσφαιρα, λοιπόν…

Και στη χώρα της φαιδράς πορτοκαλέας και του αβυσσαλέου ραγιαδισμού, ερωτηθείς ο κ. Κατρούγκαλος στο ενδεχόμενο να ζητηθεί να γίνουν τουρκικές προεκλογικές συγκεντρώσεις και στην Ελλάδα, είπε: «Εμείς προσπαθούμε πάντοτε οι σχέσεις μας με την Τουρκία να είναι φιλικές. Εχουν γίνει στο παρελθόν επισκέψεις Τούρκων αξιωματούχων στη Θράκη. Δεν υπάρχει λόγος να απαγορεύσουμε την επικοινωνία μαζί τους, αλλά από την άλλη δεν υπάρχει και κανένας λόγος να τροφοδοτήσουμε μια ένταση που αυτή τη στιγμή υπάρχει στην Ευρώπη και κινδυνεύει να δημιουργήσει προβλήματα στη σχέση μας». Αϊ σιχτίρ…