Και ποιος δεν ξέρει ότι κωμωδία και τραγωδία ξεκίνησαν από τους Ελληνες. Πάρτε το παράδειγμα των Ελληνοτοτουρκικών. Τείνει να εξελιχθεί σε πραγματική τραγωδία, ενώ στον πυρήνα της υπόθεσης βρίσκεται κατ’ εξοχήν μια διπλωματική κωμωδία: η επιθυμία ενός λαού, της ιθύνουσας τάξης και της πολιτικής του ηγεσίας να κάνει διάλογο με την Τουρκία. Η αδυναμία να αντιληφθούν το ναυάγιο της διπλωματίας νομίζω ότι οφείλεται στο γεγονός πως τους διακρίνει η ροπή στο μεγαλείο του Ελευθέριου Βενιζέλου.

Παράδειγμα οι 33 άνθρωποι της επιστήμης και των γραμμάτων που σε κοινή δήλωση (Ιανουάριος 2019) υπερασπίστηκαν τη «Συμφωνία των Πρεσπών». Ναι, αυτήν την κοινή δήλωση υπέρ της κατάπτυστης συμφωνίας του Τσίπρα την υπέγραψαν οι: Νίκος Αλιβιζάτος, Θάνος Βερέμης, Νίκος Δήμου, Αλέξης Ηρακλείδης, Γιώργος Κακλίκης, Αντιγόνη Λυμπεράκη, Στέφανος Μάνος, Χρήστος Ροζάκης, Μιχάλης Σταθόπουλος, ο πρόεδρος του ΕΛΙΑΜΕΠ, Λουκάς Τσούκαλης, και λοιποί «επιφανείς». Είναι οι ίδιοι που επηρεάζουν τον Κυριάκο Μητσοτάκη υπέρ μιας «Συμφωνίας του Αιγαίου» με τον Ερντογάν. Ο πρωθυπουργός καλεί την Τουρκία σε διάλογο για τις θαλάσσιες ζώνες της υφαλοκρηπίδας και της ΑΟΖ και είναι έτοιμος για διαπραγματεύσεις. Ωστόσο, ο διάλογος με την Τουρκία έχει ξεπεράσει επικίνδυνα τα όριά του. Από το 1974 η Αθήνα έχει συζητήσει με την Αγκυρα επί 30 συνολικά χρόνια (1975-1980, 1988, 1990-1993, 1996-1998, 1999-2017). Ειδικά οι λεγόμενες διερευνητικές επαφές έχουν κλείσει 14 χρόνια (2002- 2016). Για ποιον λόγο δεν τα έχουμε βρει έως τώρα;

Να το θέσω κυνικά (για να καταλάβουμε πώς διεξάγεται ο διάλογος όλα αυτά τα χρόνια): Διότι οι απαιτήσεις της Τουρκίας ξεπερνούν κατά πολύ εκείνα που η Ελλάδα είναι διατεθειμένη να «δώσει» σε μια διαπραγμάτευση.

Τις διερευνητικές επαφές με την Τουρκία ο κ. Μητσοτάκης τις έχει αναθέσει στον διπλωμάτη Παύλο Αποστολίδη. Τα Ελληνοτουρκικά υπήρξαν μόνιμος καμβάς για τον κ. Αποστολίδη, που ήταν επικεφαλής των διερευνητικών (2010- 2016), όσο και για τον ρόλο του ως «αρχικατασκόπου», καθώς ήταν διοικητής της ΕΥΠ του κυρίου Σημίτη και, μεταξύ άλλων, είχε οργανώσει την πρώτη συνάντηση της ΕΥΠ με τη ΜΙΤ. Το 2014 είχε γράψει το βιβλίο «Μυστική δράση: Υπηρεσίες πληροφοριών στην Ελλάδα» (Εκδ. Παπαζήση).

Αρχίζει, λοιπόν, ο 61ος κύκλος των διερευνητικών στις 25 Ιανουαρίου. Δεν είναι μια πολιτικά αδιάφορη επιλογή, καθώς αποτελεί παγίδα. Είναι εξαιρετικά κρίσιμη και διαμορφώνει το πλαίσιο των εξελίξεων. Οπως και τις δεσμεύσεις που απορρέουν από αυτό. Ωστόσο, ακόμα και ως υπόθεση ενασχόλησης, με μηδενική παραγωγή δεσμεύσεων, δεν πρέπει να αναφερθούν ζητήματα εθνικής κυριαρχίας και του σκληρού πυρήνα των εθνικών δικαιωμάτων.

Στην πραγματικότητα, η έναρξη των διερευνητικών είναι ένα σκετς διπλωματικής κωμωδίας, στο οποίο η Τουρκία επιθυμεί να δείξει προς την Ευρωπαϊκή Ενωση, τις ΗΠΑ, τη Γερμανία και γενικότερα τη Δύση ότι είναι ο διαλλακτικός, αξιόπιστος εταίρος, που μπορεί να αποτελέσει «γέφυρα» προς τη Μέση Ανατολή και το παραδοσιακό γεωπολιτικό κέντρο του κόσμου, την καρδιά της Ευρασίας.

Η αντιμετώπιση της Ελλάδας ως ενός «κακομαθημένου» κράτουςμέλους της Ε.Ε., το οποίο «γκρινιάζει» για ζητήματα που έπρεπε να λυθούν απλά και μόνο βάσει «μεγέθους» (σύγκριση Καστελλόριζου με ηπειρωτική Τουρκία), στοχεύει ακριβώς να υποδείξει ότι η Αθήνα είναι εμπόδιο για μια ευρύτερη «συνεννόηση» με τη Δύση με όρους ισοτιμίας. Το γεγονός ότι η Τουρκία έχει προχωρήσει στη σύναψη εμπορικής συμφωνίας με το Ηνωμένο Βασίλειο, με στόχο τα 20 δισ. δολάρια, είναι ενδεικτικό της τακτικής της.

Δυστυχώς, για την Ελλάδα, η βασική πρόκληση θα είναι να αποδείξει ότι δεν είναι «ελέφαντας», καθώς επιθυμεί μεν τον διάλογο για τις θαλάσσιες ζώνες, όχι όμως και για ζητήματα που συνδέονται άμεσα με την κυριαρχία της. Χώρα καταδικασμένη στον ρόλο της δυτικής μεθορίου -«χώρα εισόδου», όπως λέγεται-, η Ελλάδα βρίσκεται στο χείλος του γεωπολιτικού κενού. Βρίσκεται με μια Ευρώπη που θέλει, αλλά δεν μπορεί. Και μια Αμερική που δεν ξέρει ακόμη τι θέλει. Αυτά.