Σε έναν κόσμο που αλλάζει ραγδαία και νέες πολιτικές δυνάμεις αναδύονται, το τι ρόλο θέλει να παίξει η Ελλάδα το λέει ξεκάθαρα ο Κυριάκος Μητσοτάκης. Το δόγμα Μητσοτάκη έχει αναλυθεί προεκλογικά με κάθε σαφήνεια και πλέον γνωρίζουμε και το πώς θα υλοποιηθεί στην πράξη. Η πολιτική είναι το πώς λες τα πράγματα. Αυτά που λένε οι πολιτικοί στους ψηφοφόρους, οι δικαιολογίες τους, αλλά ακόμη και η σειρά με την οποία τα λένε. Και σε ό,τι αφορά τη διαχείριση της οικονομίας και των δημόσιων οικονομικών, ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν είπε ανοησίες τους ψηφοφόρους, όπως ο Γιώργος Παπανδρέου, ούτε ψέματα όπως ο Αλέξης Τσίπρας. Και οι Ελληνες, όταν κλήθηκαν στις κάλπες, τον εξέλεξαν επειδή τους άρεσε, τελικώς, το είδος ριζοσπαστικής σκέψης που εξέφραζε αυτός ο πολιτικός.

Αν και μιλάει μοντέρνα γλώσσα, ο Κυριάκος δεν κρύβει ότι προέρχεται από την τάξη των προνομιούχων, αλλά υπερασπίζεται το δόγμα «Δεν είμαστε ούτε με τους πολλούς ούτε με τους λίγους, είμαστε με όλους». Πρόκειται για σύνθημα ορφανό, περίπου με τον τρόπο που είναι ορφανός ο λόγος άπαξ και γραφτεί, όπως το θεωρητικοποίησε ο Πλάτων στον «Φαίδρο». Ολοι οι χρήστες του συνθήματος πάντως, ή τουλάχιστον όσοι έχουν στοιχειωδώς καλή σχέση με την ανάγνωση της πραγματικότητας, γνωρίζουν ότι μόνο η δύστροπη πραγματικότητα, που παραμένει ένας κυκεώνας από αντίπαλα συμφέροντα, αντίθετες ανάγκες, αλληλοεχθρευόμενα όνειρα, ασίγαστα συγκρουόμενες αντιλήψεις, μπορεί να τιθασευτεί με τις κοινωνικές μεταρρυθμίσεις. Οντως, έχουν ματώσει η ελληνική κοινωνία και η οικονομία και προφανώς η μεσαία τάξη. Και εγώ ομολογώ: O Φρίντμαν είχε δίκαιο... Oι φορολογικές ελαφρύνσεις είναι όντως σπουδαίο εργαλείο. Αλλά η μείωση της φορολογίας σε κάθε περίπτωση, για οποιονδήποτε λόγο και με κάθε ευκαιρία -σύμφωνα με το δόγμα Φρίντμαν-, ήταν η εύκολη πολιτική στα χέρια της κάθε κυβέρνησης. H φιλοσοφία της ελεύθερης αγοράς του Mίλτον Φρίντμαν, αντανακλώντας κυρίαρχα πολιτικά ρεύματα της θεωρίας του περασμένου αιώνα, είχε παραμεριστεί. Tώρα αναγνωρίζεται ότι αυτή η απλή, όχι όμως απλοϊκή, θεωρία του Φρίντμαν υιοθετείται αμέσως και εύκολα και η πολιτική των φορολογικών ελαφρύνσεων έχει βασισθεί σε έναν υγιή ρεαλισμό.

Mακροπρόθεσμα, σύμφωνα με τον Φρίντμαν, ο μόνος τρόπος να χαλιναγωγήσει κανείς τις σαθρές κυβερνητικές δαπάνες είναι να πάψει να τις θρέφει με ρευστό χρήμα. Bεβαίως και ακούγεται υπερβολικό... Tώρα, όμως, οι φορολογικές ελαφρύνσεις απομένουν η μοναδική πραγματική άμυνα για τον λαό της άθλιας πολιτικής της απελθούσας κυβέρνησης Τσίπρα. Ενώ ο αντίπαλός του, ο κορυφαίος οικονομολόγος Πολ Σάμουελσον, έχει πει: «Eίναι ανόητο να προωθείς τη δημοσιονομική προσέγγιση... όταν η νομισματική πολιτική μπορεί να λειτουργήσει πολύ πιο ευέλικτα». Ωστόσο, θεωρώ πως, με δεδομένο ότι δεν υπάρχουν άλλες επιλογές ή εναλλακτικές πολιτικές, το πακέτο των φοροελαφρύνσεων που θα θεσπίσει η νέα κυβέρνηση Μητσοτάκη αποτελεί μεν βάλσαμο στις πληγές επιχειρήσεων και νοικοκυριών, ωστόσο δεν αποτελεί την πανάκεια. Αλλά, «υπό αυτές τις συνθήκες, εγώ αυτό το πακέτο θα το πάρω».

Οι εκτιμήσεις του νέου πρωθυπουργού για ένα επενδυτικό μπουμ μέσω της μείωσης της φορολογίας και ιδιαίτερα των συντελεστών που αφορούν στα επιχειρηματικά κέρδη στο 20% από 28% εντός διετίας (2020-21) και στα μερίσματα (στο 5% από 10%) είναι θετικές και βάσιμα υλοποιήσιμες. Προφανώς και δεν πρόκειται για κάποια καινοτόμο λύση ή μαγική συνταγή που μόλις ανακαλύφθηκε. Αντιθέτως, έχει μακρά προϊστορία, που ξεκινά με τα ριγκανόμικς από τη δεκαετία του ‘80 και την καμπύλη του Αμερικανού οικονομολόγου Λάφερ, σύμφωνα με την οποία η μείωση του συντελεστή φορολογίας των επιχειρήσεων τις παρακινεί σε ανάληψη επενδύσεων, που αυξάνουν την οικονομική δραστηριότητα και αποφέρουν περισσότερα έσοδα από αυτά που χάνονται με τη μείωση του συντελεστή.