Στη διαδρομή του το μεταπολιτευτικό κράτος έχει περάσει μια σειρά από καταστάσεις που συνθέτουν, όπως ισχύει για όλα τα κράτη, τη δομή του, τις πολιτικές του και τις προτεραιότητές του. Τα κράτη δε σχεδιάζονται και δεν οικοδομούνται εν κενώ - αντιθέτως δομούνται και λειτουργούν σε σχέση με τις ανάγκες και τις επιταγές της πραγματικότητας. Η μεταπολίτευση χαρακτηρίζεται από μια σειρά εισαγωγής μέτρων και πολιτικών που επέρχονται άλλοτε με έναν σταδιακό και αθόρυβο τρόπο και άλλοτε επιβάλλονται εκτάκτως ή και βιαίως από εξωγενή γεγονότα. Μπορούν δηλαδή, οι αλλαγές, να είναι σχεδιασμένες και να αντανακλούν μια πολιτική επιλογή, ή αντιδραστικές και να αποτελούν αναγκαίες μεταβολές ώστε να ξεμπλοκάρει ή και να διασωθεί ένα πολύπλοκο σύστημα που ξαφνικά παύει να δουλεύει.

Στις δημοκρατίες, οι αλλαγές αυτές δεν μπορούν να συντελεστούν αυτομάτως. Επιβάλλεται μια αλλαγή του πλαισίου των κανόνων που ρυθμίζουν την εκάστοτε κατάσταση, μέσα από διαβούλευση και νομοθέτηση των κατάλληλων πολιτικών, μέτρων και στόχων που ρυθμίζουν το εκάστοτε σύστημα που δυσκολεύεται ή αδυνατεί πλέον να επιτελέσει το σκοπό του. Αυτή η διαδικασία ονομάζεται μεταρρύθμιση, μία κατεξοχήν δύσκολη λέξη για το ελληνικό πολιτικό σύστημα.

Στην μεταπολιτευτική Ελλάδα, οποιαδήποτε αναφορά σε μεταρρυθμίσεις προκαλούσε διαχρονικά έναν εκνευρισμό στο πολιτικό προσωπικό αλλά και στους πολίτες. Για λόγους που μάλλον άπτονται της συλλογικής μας ψυχολογίας ως έθνος, η λέξη είχε και, εν πολλοίς, ακόμα έχει μια αρνητική φόρτιση. Διαχρονικά στη χώρα μας , οι μεταρρυθμίσεις συνεπάγονταν για κάποιους «ξεβόλεμα» και για κάποιους άλλους μια σκιώδη διαδικασία που θα εξυπηρετούσε αλλότρια συμφέροντα. Ο ακρογωνιαίος λίθος των σκεπτικών αυτών, φαντάζομαι, ήταν πως δε χρειάζεται να πειράζει κανείς ένα σύστημα που δουλεύει καλά: στη Δημόσια Διοίκηση, αν και η εμπειρία των διοικουμένων υποστηρίζει άλλα, υπήρχαν αυτοί που θεωρούσαν ότι λειτουργούσε σαν καλοκουρδισμένο ρολόι, στην αγορά υπήρχαν οι εδραιωμένοι παίκτες του κρατικοδίαιτου καπιταλισμού που θεωρούσαν ότι το σύστημα είναι δίκαιο και αποδοτικό, κοκ. Η μεταπολιτευτική Ελλάδα, βασιζόμενη σε ένα σύστημα οικονομικής ανάπτυξης που αποδείχθηκε στρεβλό, πορευόταν σε έναν κόσμο που άλλαζε ραγδαία με βασική της προτεραιότητα να συνεχίσει να αναπαράγει τον εαυτό της, σχεδόν ληθαργικά.

Σε ένα διαρκώς μεταβαλλόμενο και παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον, αυτή η ρότα μας οδηγούσε αργά αλλά σταθερά στο περιθώριο. Αγνοώντας τις εξελίξεις και τις προκλήσεις της εποχής, οδεύαμε μακάριοι προς τη στιγμή της σύγκρουσης με την παγκόσμια πραγματικότητα. Η σύγκρουση αυτή με την πραγματικότητα, δεν άργησε να έρθει, όταν και το 2010 ήρθαμε εν τέλει αντιμέτωποι με τη σκληρή πραγματικότητα.

Το καθεστώς δημοσιονομικής στήριξης επέφερε αναπόφευκτα δραματικές διαρθρωτικές αλλαγές στην κατεύθυνση ορθολογικότερης λειτουργίας της δημόσιας διοίκησης και του κράτους εν γένει. Μεταρρυθμιστικές εκκρεμότητες δεκαετιών επιβλήθηκαν και αποτυπώθηκαν τα στενά όρια ενός οικονομικού προγράμματος. Συσσωρευμένα προβλήματα του παρελθόντος αποτύπωναν τη διαχρονική αποτυχία του κράτους. Η κρατική αναποτελεσματικότητα πορευόταν σε άρρητο συγχρονισμό με το πρόσκαιρο προσωπικό και πολιτικό συμφέρον. Όπως κάθε φορά έτσι και τώρα,δυσκολεύομαι να θυμηθώ μια μεταβολή που δεν συνοδεύτηκε από «αυθόρμητες» αντιδράσεις, γκρίνια και αμφισβήτηση. Μια μεταρρύθμιση που δεν λοιδορήθηκε και δεν αμφισβητήθηκε πολλάκις. Τι εμποδίζει, καθυστερεί ή ακόμα και αναστέλλει τις μεταρρυθμίσεις στην Ελλάδα;

Αναζητούμε την απάντηση σε λάθος μονοπάτια. Η απάντηση δεν βρίσκεται μόνο στην ικανότητα του πολιτικού προσωπικού να διαχειρίζεται τα πολιτικά πράγματα. Χρειαζόμαστε ένα νέο παράδειγμα πολιτικού προσωπικού, που πρέπει να διαδραματίσει τον ουσιαστικό του ρόλο. Να λειτουργήσει παιδευτικά. Να υπερασπιστεί τις πολιτικές του θέσεις, να συγκρουστεί με τα κάθε λογής συμφέροντα και να προχωρήσει. Να προσπεράσει το πρόσκαιρο και να εστιάσει στη διαχρονικότητα, με επιμονή και υπομονή. Τότε μόνο θα έχουμε ελπίδα.

* Ο Θάνος Κολοβός είναι Πολιτικός Επιστήμονας - Νομικός και υπεύθυνος Οργανώσεων Επαρχίας της ΟΝΝΕΔ