Τις τελευταίες εβδομάδες, έχει αρχίσει να ανακινείται το θέμα της ψήφου «των Ελλήνων του εξωτερικού». Και το γράφω ηθελημένα έτσι, και όχι ως ψήφο «των ομογενών» ή «των αποδήμων», γιατί έτσι έχω στο μυαλό μου εγώ τις δεκάδες φίλων, συμφοιτητών και συγγενών που είδα να φεύγουν από τη χώρα την τελευταία δεκαετία. Το θέμα της συμμετοχής αυτού που αποκαλούσαν οι παλαιότεροι «ελληνισμό της διασποράς» είναι ένα ζήτημα πολύ μεγαλύτερο, για το οποίο δεν θα προσπαθήσω να δώσω απαντήσεις. Γράφω, πολύ συγκεκριμένα, για αυτό που με έχει αγγίξει -εμένα και τους ανθρώπους της γενιάς μου- με δεδομένο τα όσα έχουν συμβεί τα τελευταία χρόνια στην Πατρίδα μας.

Για λόγους που δεν είναι της παρούσης, ταξιδεύω στην περιφέρεια συχνά. Στα ταξίδια αυτά ακούω συνέχεια για φίλους και γνωστούς που έφυγαν από τη χώρα, αναζητώντας αξιοπρεπή εργασία και διαβίωση. Ελάχιστες άλλωστε είναι οι οικογένειες που έχουν απομείνει χωρίς να έχουν στον ευρύτερο κύκλο τους έναν, τουλάχιστον νέο που να μην έφυγε στο εξωτερικό για να αναζητήσει εργασία με αξιοπρεπείς όρους, αντάξιους των προσόντων του.

Τα τελευταία τρία χρόνια, παρατηρώ ότι σχηματίζεται μια τάση: Η Αξιωματική Αντιπολίτευση θέτει το θέμα της ψήφου των Ελλήνων του εξωτερικού και η Κυβέρνηση κωφεύει. Παράλληλα, ο φιλοκυβερνητικός τύπος σπεύδει να δημοσιεύσει τις απόψεις που η Κυβέρνηση δεν μπορεί (ακόμη, ευτυχώς) να εκθέσει εντός κοινοβουλίου: Από ταξικές αναλύσεις, λες και οι Έλληνες του Εξωτερικού θα τους σαμποτάρουν την κολεκτίβα, μέχρι και αμπελοφιλοσοφίες πολιτικής θεωρίας περί εγγύτητας με τα πάτρια εδάφη για την συντήρηση των εκλογικών δικαιωμάτων. Στο τέλος το θέμα ξεπερνιέται από τις εξελίξεις και το μόνο που απομένει είναι οι διάφορες φαιδρές και βιτριολικές τοποθετήσεις τύπου «είναι προδότης όποιος έφυγε» από διάφορους περιθωριακούς.

Θα αναρωτηθεί κανείς, ίσως και εύλογα, πόση σημασία έχει το θέμα, όταν οδεύουμε στην απλή αναλογική της ακυβερνησίας, όταν οι θεσμοί δέχονται ευθεία επίθεση ή όταν η τελευταία δόση του προγράμματος «κολλάει» στη διαδρομή. Η απάντηση μου είναι απλή: έχει τεράστια, θεμελιώδη σημασία σε θεσμικό αλλά και πολιτικό επίπεδο.

Σε θεσμικό επίπεδο, αρνούμενοι να στήσουμε μια κάλπη σε κάθε πρεσβεία, στερούμε το δικαίωμα ψήφου από ανθρώπους που το έχουν συνταγματικά κατοχυρωμένο. Γεννήθηκαν εδώ, μεγάλωσαν εδώ, υπέστησαν τις συνέπειες της κρίσης εδώ, φορολογήθηκαν εδώ και τώρα αδυνατούν να το ασκήσουν λόγω αποστάσεως. Η άποψη αυτή ενισχύεται ακόμα περισσότερο δεδομένου ότι το σύνολο των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχουν θεσπίσει συνταγματικά και εφαρμόζουν με απόλυτη επιτυχία το δικαίωμα των αποδήμων τους να ψηφίζουν κανονικά στη χώρα που διαμένουν. Την πολιτική αυτή ακολουθεί ακόμα και η Τουρκία των ογδόντα εκατομμυρίων κατοίκων, παρ' όλο που εγκαλείται για τη συνεχή καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ελευθεριών των πολιτών της.\


Σε πολιτικό επίπεδο, στερούμε από αυτούς τους ανθρώπους τη δυνατότητα να αλλάξουν τη χώρα, έτσι ώστε να μπορούν να γυρίσουν πίσω. Το πολιτικό σύστημα τους λέει, με πρωτοφανή κυνισμό, ότι αν βγουν εκτός της χώρας, η πόρτα κλείνει πίσω τους. Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, πως η πλειονότητα των δημοσιευμάτων για τους νέο-μετανάστες είναι πως είναι ταλαντούχοι άνθρωποι, με προσόντα και όρεξη για δουλειά: μια ομάδα, δηλαδή, με εκ διαμέτρου αντίθετα χαρακτηριστικά και αξίες από ό,τι πρεσβεύει ο Σύριζα.

Τέλος, για τα σενάρια δια στόματος κ. Σκουρλέτη ότι η ψήφος στους φίλους μας που έφυγαν θα έρθει εντός του 2018, καθώς και για την ανάλυση ότι θα είναι το αντίδωρο για τη συναίνεση της Νέας Δημοκρατίας να ψηφίσει το «σπάσιμο» της Β΄Αθηνών θα περιοριστώ σε αυτό: Αν η Κυβέρνηση βάζει τα πολιτικά δικαιώματα των συμπολιτών μας στο ζύγι με τις πολιτικές της σκοπιμότητες, αυτό είναι ενδεικτικό για το σεβασμό που επιδεικνύει η Κυβέρνηση στη Δημοκρατία και τους πολίτες.

* Ο Θάνος Κολοβός είναι Πολιτικός Επιστήμονας - Νομικός και υπεύθυνος Οργανώσεων Επαρχίας της ΟΝΝΕΔ