ΤΟ ΕΚΛΟΓΙΚΟ αποτέλεσμα της 21ης Μαΐου δεν άφησε καμία αμφιβολία. Για ένα χρονικό διάστημα, που δεν μπορεί να προσδιοριστεί από τώρα, στο ελληνικό πολιτικό σύστημα θα υπάρχει ένα μεγάλο κόμμα, η ΝΔ. Όπως είχε συμβεί και την περίοδο 1974-77, έτσι και τώρα, ο εναλλακτικός πυλώνας είναι υπό διαμόρφωση.

Μέχρι πρότινος ήταν ο ΣΥΡΙΖΑ, αλλά είναι αμφίβολο εάν θα παραμείνει το κυρίαρχο κόμμα στον χώρο της αντιπολίτευσης ή θα υποβιβαστεί στην τρίτη θέση, αφήνοντας ελεύθερο τον χώρο για να αναβαθμιστεί το ΠΑΣΟΚ σε αξιωματική αντιπολίτευση και δυνάμει σε διεκδικητή της εξουσίας. Η τάση θα φανεί από το αποτέλεσμα που θα καταγράψουν οι κάλπες στις 25 Ιουνίου.

Ο Μητσοτάκης έχει δίκιο που συνεχώς επαναλαμβάνει ότι οι εκλογές γίνονται για να αναδειχθεί κυβέρνηση, αλλά ταυτοχρόνως, στη συγκεκριμένη περίπτωση, θα αναδειχθεί και αξιωματική αντιπολίτευση. Και επειδή δεν υπάρχει αμφιβολία ότι κυβέρνηση θα είναι η ΝΔ, αυτοδύναμη ή τουλάχιστον ως κορμός. Δεδομένου ότι ο Ανδρουλάκης διαρρηγνύει τα ιμάτιά του πως δεν πρόκειται να σχηματίσει κυβέρνηση με τη ΝΔ, δεν μένουν και πολλές επιλογές στον Μητσοτάκη.

Πριν μιλήσουμε γι’ αυτές είναι σκόπιμο να υπογραμμίσουμε πως η κατηγορηματική άρνηση του αρχηγού του ΠΑΣΟΚ αυτή τη φορά είναι διαφορετική από την προεκλογική θέση του «ούτε Μητσοτάκης ούτε Τσίπρας πρωθυπουργός σε κυβέρνηση συνεργασίας». Δεν χρειάζεται πολύ μυαλό για να καταλάβει ακόμα και ο πολιτικά αδαής πως το ΠΑΣΟΚ θα αυτοακύρωνε τον στρατηγικό του στόχο να αναδειχθεί σε αξιωματική αντιπολίτευση εάν συνεργαζόταν με τη ΝΔ, αφού σκοπός του είναι να παίξει τον ρόλο του αντίπαλου δέους, σπρώχνοντας τον ΣΥΡΙΖΑ στη θέση της ελάσσονος αντιπολίτευσης.

Πριν από τις εκλογές, το ΠΑΣΟΚ ήταν το μικρομεσαίο κόμμα που καταλάμβανε τον χώρο στο πολιτικό φάσμα μεταξύ των δύο μεγάλων κομμάτων. Και έλεγε «ούτε ο ένας ούτε ο άλλος» ακριβώς επειδή δεν ήθελε να συνθλιβεί ανάμεσά τους. Εξού και η ρητορική ότι δεν θα γίνει «τσόντα» κανενός. ΑΠΟ ΤΟ βράδυ της 21ης Μαΐου, όμως, τα πράγματα άλλαξαν ποιοτικά. Οι κάλπες κατέγραψαν μία πολιτική-εκλογική δυναμική, η οποία δικαιολογημένα δημιουργεί την προσδοκία στη Χαριλάου Τρικούπη ότι μπορεί να επιστρέψει στην «πρώτη κατηγορία». Κάπως έτσι είχαν γίνει τα πράγματα και στις εκλογές του Μαΐου 2012.

Τότε, το πανίσχυρο ΠΑΣΟΚ του 45%, πληρώνοντας τοις μετρητοίς το κόστος του Μνημονίου, έπεσε στο 13% και η πτώση συνεχίστηκε στις εκλογές του Ιουνίου 2012. Ο δε ΣΥΡΙΖΑ εκτοξεύτηκε από το 4%- 5% στο 17% τον Μάιο και στο 27% τον Ιούνιο, για να αναδειχθεί πρώτο κόμμα και να σχηματίσει κυβέρνηση με τους ΑΝΕΛ στις αρχές του 2015.

ΤΟ ΚΡΙΣΙΜΟ ερώτημα σήμερα είναι εάν το έργο θα επαναληφθεί με αντίστροφο τρόπο. Εάν, δηλαδή, ο ιστορικός κύκλος που ο ΣΥΡΙΖΑ αποτελούσε τον άλλο (σε σχέση με τη ΝΔ) πυλώνα του πολιτικού συστήματος κλείνει και στη θέση αυτή θα επανέλθει το ΠΑΣΟΚ. Κατηγορηματική πρόβλεψη δεν μπορεί να γίνει, αλλά η τάση είναι ορατή διά γυμνού οφθαλμού: Όλα δείχνουν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ έχει πάρει την κάτω βόλτα, ενώ το ΠΑΣΟΚ την πάνω.

Και είναι ακριβώς η καταγεγραμμένη σε επίσημο εκλογικό αποτέλεσμα καθοδική τάση του ΣΥΡΙΖΑ και ανοδική του ΠΑΣΟΚ που τροφοδοτούν περαιτέρω αυτή τη δυναμική, όπως έχει συμβεί και στο παρελθόν. Στη δεκαετία του 1970, το 13% που πήρε το 1974 εκτοξεύθηκε στο 25% στις επόμενες εκλογές του 1977 και τέσσερα χρόνια αργότερα, στις εκλογές του 1981, απέσπασε 48%. Με άλλα λόγια, η ανοδική δυναμική σχεδόν διπλασίαζε το ποσοστό του ΠΑΣΟΚ από εκλογές σε εκλογές. Στη δεκαετία 2010, το κραταιό ΠΑΣΟΚ κατέρρευσε πολιτικά-εκλογικά, επειδή χρεώθηκε το Μνημόνιο. Και από την κατάρρευσή του εκτοξεύτηκε ο ΣΥΡΙΖΑ.

ΟΙ ΚΑΛΠΕΣ της 25ης Ιουνίου θα δείξουν εάν θα συμβεί το αντίστροφο. Μπορεί οι συνθήκες σήμερα να μην έχουν την οξύτητα που είχαν το 2010- 12, αλλά η πολιτική-εκλογική κατάρρευση του ΣΥΡΙΖΑ είναι γεγονός. Πώς αλλιώς να χαρακτηριστεί η πτώση από το 31,5% στις εκλογές του 2019 στο 20% στις εκλογές της 21ης Μαΐου; Πολύ περισσότερο που η μεγάλη αυτή πτώση σημειώνεται στην περίοδο που ο ΣΥΡΙΖΑ είναι αξιωματική αντιπολίτευση, που δεν υφίσταται δηλαδή την κυβερνητική φθορά.

Αντιθέτως, σε φυσιολογικές συνθήκες θα έπρεπε να έχει εισπράξει πολιτικά-εκλογικά τη φθορά της ΝΔ. Το γεγονός ότι δεν συνέβη αυτό, αλλά το ακριβώς αντίστροφο, συνηγορεί πως ο ΣΥΡΙΖΑ κλείνει τον ιστορικό κύκλο του ως μεγάλου κόμματος εξουσίας. Είναι, λοιπόν, λογική η πρόβλεψη πως στις 25 Ιουνίου θα είναι πολύ περισσότεροι οι κατά κανόνα αντιδεξιοί κεντροαριστεροί ψηφοφόροι που θα τον εγκαταλείψουν, αφού διαπιστώνουν πως η Κουμουνδούρου δεν μπορεί πλέον να εκτοπίσει τη ΝΔ από την εξουσία.

Και επειδή αυτοί κάπου θα πάνε, είναι λογικό να εκτιμήσουμε πως θα επιστρέψουν στο παλιό τους κόμμα. Όχι μόνο επειδή το ΠΑΣΟΚ κατέγραψε ανοδική δυναμική στις κάλπες, αλλά και επειδή είναι διάχυτο το κλίμα ότι «αρκετά τιμωρήσαμε το κόμμα μας, ο ΣΥΡΙΖΑ, άλλωστε, μας απογοήτευσε».

ΑΝΑΛΟΓΟ είναι το κλίμα για τουλάχιστον μία μερίδα των παλαιών ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ (κυρίως σημιτικών) που είχαν καταφύγει εκλογικά στη ΝΔ, διευκολυνόμενοι και από το φιλελεύθερο προφίλ του Μητσοτάκη. Το αντι-ΣΥΡΙΖΑ σύνδρομο αυτής της κατηγορίας ψηφοφόρων τούς είχε στείλει στη ΝΔ, αλλά πλέον ο φόβος του Τσίπρα δεν υφίσταται, ενώ στις παραμονές της 21ης Μαΐου υφίστατο, έστω και ως μειονοτικό σενάριο. Δεν είναι, λοιπόν, λογικό να εκτιμήσουμε πως ένα κομμάτι τουλάχιστον αυτών των ψηφοφόρων θα επιστρέψει στο ΠΑΣΟΚ;

Με άλλα λόγια οι «πράσινοι», ενώ για χρόνια είχαν εκροές και προς τα αριστερά και προς τα δεξιά τους, τώρα φαίνεται πως θα έχουν εισροές και από τις δύο πλευρές.

Δημοσιεύθηκε στην Απογευματινή στις 3-4/6/2023