Όταν ένα εκλογικό αποτέλεσμα εκπλήσσει σε βαθμό-σοκ ηττημένους και νικητές, όταν οι δημοσκόποι ομολόγησαν ότι είχαν σχετικά ευρήματα, αλλά δεν τα δημοσιοποίησαν προφανώς φοβούμενοι πως κάποιο λάθος είχαν κάνει, τότε πράγματι έχουμε να κάνουμε με κάτι πρωτοφανές.

Στην πολιτική ιστορία των κοινοβουλευτικών καθεστώτων υπάρχουν κάποιες γενικές αρχές, όπως η εναλλαγή των κομμάτων στην εξουσία, η πολιτική φθορά του κυβερνώντος κόμματος και η ολική ή μερική είσπραξη αυτής της φθοράς από την αξιωματική αντιπολίτευση. Τίποτα από αυτά δεν ίσχυσε στην περίπτωσή μας. Και δεν ίσχυσε, επειδή αυτές οι εκλογές δεν ήταν συνηθισμένες.

Ήταν οι εκλογές αναδιάταξης του πολιτικού σκηνικού. Προφανώς, εντυπωσιάζει η σαρωτική νίκη της ΝΔ του Μητσοτάκη έπειτα από όσα είχαν μεσολαβήσει στην τελευταία τετραετία. Η 21η Μαΐου, όμως, θα μείνει στην πολιτική ιστορία κυρίως επειδή σηματοδότησε το τέλος του ΣΥΡΙΖΑ ως κόμματος εξουσίας, ως πυλώνα του πολιτικού συστήματος.

Όπως είναι γνωστό, η εκτόξευση του ΣΥΡΙΖΑ από το περιθωριακό 3%-4% στο 36% και στην εξουσία οφείλεται στην κοινωνική αποσταθεροποίηση που προκάλεσαν στην Ελλάδα τα μνημόνια.

Ήταν η πολιτική-εκλογική κατάρρευση του άλλοτε κραταιού ΠΑΣΟΚ που έστειλε μαζικά στον ΣΥΡΙΖΑ σαν «εκλογικούς πρόσφυγες» κεντροαριστερούς ψηφοφόρους. Ήταν αυτοί που είχαν θεωρήσει πως το κόμμα τους τούς είχε «προδώσει» και ως εκ τούτου δεν τους εξέφραζε πλέον.

Η μαζική αυτή μετατόπιση ψηφοφόρων ήταν μία ιστορική ευκαιρία για τον ΣΥΡΙΖΑ να μεταλλαχθεί από ένα κόμμα διαμαρτυρίας της παραδοσιακής Αριστεράς σ’ ένα κόμμα εξουσίας της ευρύτερης Κεντροαριστεράς. Αυτό, όμως, προϋπέθετε η Κουμουνδούρου να μπορεί να ακούσει και να σεβαστεί τα ιδεολογικά και πολιτικά «θέλω» των πρώην «πράσινων» ψηφοφόρων, οι οποίοι, βεβαίως, δεν είχαν μετατραπεί σε κλασικούς ΣΥΡΙΖΑίους, δεν συμμερίζονταν τις ιδεοληψίες του «μικρού ΣΥΡΙΖΑ».

Η Κουμουνδούρου, όμως, με κλασική σταλινική νοοτροπία, ήθελε τις κεντροαριστερές ψήφους, αλλά δεν ήθελε να «μολυνθεί» ιδεολογικά και πολιτικά από τις κεντροαριστερές απόψεις!

Το περιβόητο άνοιγμα

Αυτό είχε ως αποτέλεσμα το περιβόητο άνοιγμα του Τσίπρα προς την Κεντροαριστερά ουσιαστικά να εκφυλισθεί σε κάποιες μεταγραφές στελεχών. Η υπερφορολόγηση των μεσαίων στρωμάτων και η Συμφωνία των Πρεσπών την τετραετία 2015-19 ήταν οι δύο εμβληματικοί παράγοντες που ουσιαστικά αποδόμησαν τη σχέση της Κουμουνδούρου με τους κεντροαριστερούς «εκλογικούς πρόσφυγες».

Κι αν αυτό δεν φάνηκε στις εκλογές του 2019, οφείλεται στο γεγονός ότι η επέλαση της ΝΔ του Μητσοτάκη με την ευρεία νίκη στις ευρωεκλογές και με την κατάκτηση όλων σχεδόν των Περιφερειών και των μεγάλων δήμων είχε προκαλέσει αντισυσπείρωση στον αντιδεξιό χώρο. Πολίτες που ήταν δυσαρεστημένοι με τον ΣΥΡΙΖΑ και δεν είχαν πρόθεση να τον ψηφίσουν, τον ψήφισαν για να υπάρχει ένα αντίβαρο στην παντοδυναμία Μητσοτάκη. Κάπως έτσι το 23,5% του ΣΥΡΙΖΑ έγινε 31,5%. Με άλλα λόγια, ήταν ένα πλασματικό ποσοστό.

Κι αν το αντιδεξιό σύνδρομο είχε κρατήσει όρθιο τον ΣΥΡΙΖΑ το 2019, ο τρόπος που πολιτεύθηκε ως αξιωματική αντιπολίτευση από τότε μέχρι τώρα ενέτεινε το ρεύμα πολιτικής-εκλογικής εγκατάλειψής του την 21η Μαΐου. Και επειδή αυτό δεν ήταν ορατό, πολλοί κεντρώοι ψηφοφόροι στράφηκαν προς τη ΝΔ για να αποτρέψουν ενδεχόμενη επάνοδο του ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία σε συνεργασία με το ΠΑΣΟΚ. Κάπως έτσι φθάσαμε στο εκλογικό αποτέλεσμα.

*Δημοσιεύτηκε στην Απογευματινή στις 24 Μαΐου 2023.