ΣΕ ΛΙΓΟΤΕΡΟ από ένα μήνα ανοίγουν οι κάλπες και η προεκλογική μάχη είναι σκληρότατη. Μπορεί, σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις, η ΝΔ να έχει ένα προβάδισμα, αλλά υπάρχει ένα 15%-16% αναποφάσιστων, το οποίο δεν αφήνει περιθώρια για κατηγορηματικότητα. Ειδικά, όταν από τα ποιοτικά στοιχεία προκύπτει πως πολλοί εξ αυτών είναι δυσαρεστημένοι από την κυβερνητική πολιτική. Και, βεβαίως, σ’ αυτές τις εκλογές με απλή αναλογική το κλίμα ευνοεί τη χαλαρή ψήφο, άρα διευκολύνει όσους θέλουν να τιμωρήσουν τη ΝΔ, έστω κι αν δεν θέλουν τον ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία. Και γίνεται ακόμα πιο χαλαρή η ψήφος όσο κυριαρχεί η εντύπωση πως η πρωτιά της ΝΔ είναι εξασφαλισμένη και το παιχνίδι θα κριθεί στις δεύτερες εκλογές. Σήμερα, ωστόσο, θα ασχοληθούμε με τις εκλογές, αλλά με διαφορετικό τρόπο. Ας υποθέσουμε ότι βρισκόμαστε ένα χρόνο πριν, στον Απρίλιο 2022. Ας μεταφερθούμε νοερά στο πολιτικό κλίμα εκείνης της εποχής. Ήταν από τότε σαφές ότι η ακρίβεια επέλαυνε και ως εκ τούτου με την πάροδο του χρόνου θα ροκάνιζε το εκλογικό ποσοστό της ΝΔ. Και τότε, όπως και τώρα, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν φάνταζε ελκυστική εναλλακτική λύση για τους δυσαρεστημένους ψηφοφόρους με αποτέλεσμα το προβάδισμα της ΝΔ να ήταν άνετο. Αυτό, βεβαίως, ισχύει όσο οι ψηφοφόροι συγκρίνουν συμπολίτευση - αξιωματική αντιπολίτευση και τους αρχηγούς τους. Όπως μας διδάσκει η πολιτική ιστορία, όμως, εάν η φθορά μίας κυβέρνησης υπερβεί ένα όριο, ενεργοποιείται το σύνδρομο της αρνητικής ψήφου, κυριαρχεί δηλαδή το «να φύγουν αυτοί». Εκείνη την εποχή, η φθορά της κυβέρνησης Μητσοτάκη δεν είχε φθάσει σ’ αυτό το σημείο. Κανείς, ωστόσο, δεν μπορεί να υπολογίσει με ακρίβεια πότε λαμβάνει χώρα αυτή η ανατροπή στα κριτήρια.

Ο ΜΗΤΣΟΤΑΚΗΣ είχε κρίνει ότι δεν είχε πίεση και επέλεξε να εξαντλήσει την τετραετία. Τέτοιου είδους εκτιμήσεις, ωστόσο, είναι από τη φύση τους παρακινδυνευμένες, επειδή στην πορεία μπορεί να προκύψει η «παράφρων μεταβλητή», ένα γεγονός ικανό να στριμώξει την κυβέρνηση, ακόμα και να αλλάξει ριζικά το κλίμα. Τότε, κανείς δεν υπολόγιζε τις υποκλοπές, αφού δεν είχε αποκαλυφθεί τίποτα. Όσο κι αν το Μαξίμου κατάφερε με τη σύμπραξη των συστημικών μέσων ενημέρωσης να ελέγξει το σκάνδαλο και να εμποδίσει τη μετατροπή του σε πολιτική χιονοστιβάδα, έχει αφήσει ένα αρνητικό για τον Μητσοτάκη πολιτικό ίζημα στη συνείδηση των ψηφοφόρων. Επίσης, τότε ήταν δεδομένο πως η ΝΔ θα ήταν άνετα πρώτο κόμμα και πως εάν δεν αποσπούσε αυτοδυναμία στις δεύτερες εκλογές, θα σχημάτιζε κυβέρνηση συνεργασίας με το ΠΑΣΟΚ. Και, βεβαίως, τότε δεν υπήρχε ο όρος του Ανδρουλάκη την πρωθυπουργία να αναλάβει τρίτο πρόσωπο και ούτε το κλίμα επέτρεπε να τεθεί κάτι τέτοιο. Με άλλα λόγια, στα τρία χρόνια πρωθυπουργικής θητείας, ο Μητσοτάκης είχε σχεδόν δεδομένη μία νέα τετραετία. Εάν ο συσχετισμός δυνάμεων στο εκλογικό σώμα ήταν αμφίρροπος, θα ήταν κατανοητή η επιλογή του να εξαντλήσει την τετραετία.

ΚΑΝΕΙΣ πρωθυπουργός δεν πάει σε πρόωρες εκλογές για να χάσει ή έστω για να διακινδυνεύσει μία ήττα. Ο εκλογικός συσχετισμός δυνάμεων, όμως, όπως έδειχναν και όλες οι δημοσκοπήσεις ήταν απολύτως θετικός για τη ΝΔ. Γιατί, λοιπόν, ο Μητσοτάκης άφησε τη μοναδική ευκαιρία για μια άνετη νίκη; Κατηγορηματική απάντηση στο ερώτημα δεν μπορεί να δοθεί από τον γράφοντα. Ενώ είχε ισχυρό κίνητρο να προκηρύξει εκλογές για τα τέλη Μαΐου του 2022, ο πρωθυπουργός επέλεξε να εξαντλήσει την τετραετία, προφανώς επειδή θεωρούσε δεδομένη τη νίκη του και τον Μάιο - Ιούνιο του 2023. Από τότε, μάλιστα, είχε ξεκαθαρίσει ότι δεν πρκειται να εισέλθει σε διαπραγματεύσεις για τον σχηματισμό κυβέρνησης από τη Βουλή που θα προκύψει με την απλή αναλογική. Θα ξαναπάει κολλητά σε εκλογές, προσδοκώντας ότι η εκδοχή της ενισχυμένης αναλογικής που η δική του κυβέρνηση είχε νομοθετήσει θα του εξασφάλιζε αυτοδυναμία και, εάν δεν του την εξασφάλιζε, θα σχημάτιζε κυβέρνηση συνεργασίας με το ΠΑΣΟΚ ως δεύτερη επιλογή.

ΟΠΩΣ συχνά συμβαίνει στη ζωή, όμως, όποιος πηγαίνει για όλα χάνει και τα πολλά, για να παραφράσουμε τη σχετική λαϊκή παροιμία. Κάπου εδώ είμαστε. Η ειδοποιός διαφορά τού πέρυσι με το φέτος δεν είναι μόνο η συρρίκνωση του δημοσκοπικού προβαδίσματος της ΝΔ που έχει συντελεστεί και καταγράφεται σ’ όλες τις έρευνες. Είναι κυρίως η ριζική αλλαγή του κλίματος στις σχέσεις του ΠΑΣΟΚ με τη ΝΔ. Είναι, μάλιστα, κοινός τόπος ότι η ποιοτική επιδείνωση αυτών των σχέσεων, όπως και των προσωπικών σχέσεων Μητσοτάκη - Ανδρουλάκη, οφείλεται στην υπόθεση των υποκλοπών σε βάρος του αρχηγού των «πρασίνων». Και το κλίμα επιδεινώθηκε περαιτέρω από τον τρόπο που ορισμένοι «γαλάζιοι» χειρίσθηκαν εκείνη την υπόθεση με τις διαρροές για την ιδιωτική ζωή του Ανδρουλάκη.

ΤΩΡΑ, ο Μητσοτάκης είναι αντιμέτωπος με τον όρο του ΠΑΣΟΚ ότι για να συμπράξει σε κυβέρνηση συνεργασίας με τη ΝΔ πρέπει πρωθυπουργός να είναι τρίτο πρόσωπο. Προφανώς, ο αρχηγός των «γαλάζιων» θα αντισταθεί όσο μπορεί σ’ αυτή την απαίτηση, απειλώντας ακόμα και με τη διενέργεια τρίτων εκλογών μέσα στο κατακαλόκαιρο, με σκοπό να φοβίσει τον Ανδρουλάκη ότι σ’ αυτή την περίπτωση ο φόβος της ακυβερνησίας θα εξωθήσει τους ψηφοφόρους προς τα δύο μεγάλα κόμματα, με αποτέλεσμα την επιστροφή του ΠΑΣΟΚ σε μονοψήφιο ποσοστό. Άλλο να απειλείς, όμως, με τρίτες εκλογές τον Αύγουστο και άλλο να κάνεις πράξη την απειλή. Είναι και ο ξένος παράγοντας και οι εγχώριοι εξωθεσμικοί αλλά και εσωκομματικοί στη ΝΔ που, εκ των πραγμάτων, θα ασκήσουν πιέσεις για να βρεθεί μια λύση. Και πιέσεις δεν θα ασκηθούν μόνο στον Ανδρουλάκη. Θα ασκηθούν και στον Μητσοτάκη. Με άλλα λόγια, το τέλος του έργου είναι πλέον άδηλο, ενώ πριν από έναν χρόνο ήταν δεδομένο.

Δημοσιεύθηκε στην Απογευματινή 29/4/2023