ΔΕΝ ΓΝΩΡΙΖΩ ούτε τον Αλέξη Γεωργούλη ούτε την Ελένη Χρονοπούλου που πρωταγωνιστούν αυτές τις ημέρες στην επικαιρότητα. Δεν γνωρίζω και τη μεταξύ τους σχέση, άρα δεν μπορώ να μιλήσω για τις προ τριετίας καταγγελίες της δεύτερης. Το μόνο που μπορεί να πει οποιοσδήποτε δεν γνωρίζει τα συγκεκριμένα περιστατικά είναι ότι υποστηρίζει το θύμα, εφόσον, βεβαίως, αποφανθεί η Δικαιοσύνη ότι είναι πράγματι θύμα. Όπως προκύπτει από σειρά καταγγελιών αλλά και από το γεγονός ότι αρκετοί συνεργάτες του τον έχουν εγκαταλείψει, είναι σαφής ένδειξη ότι ο καταγγελλόμενος ηθοποιός και ευρωβουλευτής είχε τουλάχιστον άσχημη συμπεριφορά απέναντι σε συνεργάτες του. Με αφορμή αυτή την υπόθεση αλλά και με άλλες που έχουν προηγηθεί, έχει γενικότερη αξία να ξεκαθαρίσουμε ορισμένα πράγματα. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι στις παραδοσιακές κοινωνίες ήταν μάλλον διαδεδομένο το φαινόμενο άνδρες να παρενοχλούν σεξουαλικά γυναίκες του περιβάλλοντός τους και σε ακραίες, αλλά καθόλου σπάνιες περιπτώσεις, να φτάνουν μέχρι και τον βιασμό ασκώντας ωμή βία ή απλώς εκβιασμό («αν δεν μου κάτσεις, θα σε απολύσω» κ.λπ). Και μόνο γι’ αυτό τον λόγο, το κίνημα MeToo έχει θετικό πρόσημο, αφού έφερε στην επιφάνεια ένα χρόνιο κοινωνικό πρόβλημα βοηθώντας γυναίκες-θύματα να ανοίξουν το στόμα τους, το οποίο κρατούσαν κλειστό, κυρίως για λόγους ντροπής, ακόμα και κοινωνικής ενοχοποίησης («τα ‘θελε...», «του κούνησε την ουρά της...» κ.λπ).

ΥΠΑΡΧΕΙ, ωστόσο, και η άλλη όψη. Όπως συνήθως συμβαίνει με τέτοια κοινωνικά κινήματα, χάνεται το μέτρο. Και αυτό συμβαίνει σήμερα σε σχέση με τη σεξουαλική παρενόχληση. Πρώτον, τραβώντας στα άκρα τον ίδιο τον όρο. Ειδικά στις Ηνωμένες Πολιτείες έχουν φτάσει στο σημείο να θεωρείται σεξουαλική παρενόχληση ακόμα και ένα αθώο ευπρεπές κοπλιμάν από τον άνδρα στη γυναίκα! Το αποτέλεσμα είναι να ενοχοποιείται και ενίοτε να ποινικοποιείται και το απλό θεμιτό φλερτ. Δεύτερον, η εργαλειοποίηση του φύλου από ορισμένες γυναίκες, δηλαδή η εκμετάλλευση του κλίματος που επικρατεί στη δημόσια σφαίρα για να μετατρέψουν τη σεξουαλική παρενόχληση σε όπλο με σκοπό να εξυπηρετήσουν κάποιον σκοπό ή ακόμα και για εκδίκηση. Πριν από μερικά χρόνια, φίλος, καθηγητής πανεπιστημίου, μου είχε διηγηθεί την εξής ιστορία. Μία φοιτήτριά του, που για λόγους ασθένειας δεν είχε συμμετάσχει στις γραπτές εξετάσεις, του ζήτησε να την εξετάσει προφορικά. Πράγματι, πήγε στο γραφείο του, όπου της υπέβαλε ορισμένες ερωτήσεις. Αυτή δεν απάντησε και ο καθηγητής τής είπε ότι δυστυχώς πρέπει να επανέλθει για εξέταση την επόμενη εξεταστική περίοδο. Τότε -σύμφωνα με τη διήγηση του καθηγητή- η φοιτήτρια τον απείλησε ευθέως ότι εάν δεν την περάσει θα
βγει έξω και θα τον καταγγείλει για σεξουαλική παρενόχληση! Ο ίδιος αιφνιδιάστηκε, προσπάθησε να λογικέψει τη φοιτήτρια, αλλά, όταν είδε ότι ήταν αποφασισμένη και αναλογιζόμενος τις επιπτώσεις από τον θόρυβο, υπέκυψε στον εκβιασμό.

Ο ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ κατέληξε, λέγοντάς μου ότι από τότε όχι μόνο δεν δέχεται φοιτήτρια στο γραφείο του χωρίς την παρουσία τρίτου προσώπου, αλλά ούτε καν μπαίνει σε ασανσέρ μόνος του με φοιτήτρια! Η παραπάνω περίπτωση αναφέρεται όχι για να υποβαθμίσει τις πολλές και αξιόποινες ιστορίες πραγματικής σεξουαλικής παρενόχλησης γυναικών, αλλά για να δειχτεί ότι υπάρχει και η άλλη όψη του νομίσματος, η οποία προφανώς είναι μειονοτική, αφορά δηλαδή συγκριτικά μικρό ποσοστό. Το γεγονός, όμως, ότι κάποιες γυναίκες εργαλειοποιούν το φύλο τους, εκμεταλλευόμενες το θετικό για τέτοιες καταγγελίες κλίμα που επικρατεί στη δημόσια σφαίρα, δεν συνιστά μόνο κατάχρηση. Ταυτοχρόνως, υπονομεύει τον απελευθερωτικό χαρακτήρα του κινήματος για την κοινωνική καταδίκη και τον ποινικό κολασμό υποθέσεων πραγματικής σεξουαλικής παρενόχλησης και πολύ περισσότερο σεξουαλικής κακοποίησης. Σε όλες αυτές τις υποθέσεις, λοιπόν, είναι φρόνιμο να τηρείται το μέτρο. Κάθε καταγγελία πρέπει να εξετάζεται με πολλή σοβαρότητα και προσοχή. Και για να μην υποβαθμιστεί, αλλά και για να αποτραπεί το φαινόμενο της εργαλειοποίησης. Το αναφέρω, επειδή τα τελευταία χρόνια και το πολιτικό και το μιντιακό σύστημα σε κάποιες περιπτώσεις αντέδρασαν με τρόπο ή που δεν σεβάστηκε το τεκμήριο της αθωότητας ή που υποβάθμισε καταγγελίες οι οποίες για κάποιους λόγους δεν βόλευαν. Σε κάθε περίπτωση, η όποια παράνομη ή και απλώς ηθικά μεμπτή συμπεριφορά ενός στελέχους κάποιου κόμματος είναι αδιανόητο να μετατρέπεται σε πρώτη ύλη για κομματικό καβγά, ακόμα και σε προεκλογική περίοδο. Σε κάθε κόμμα υπάρχει «κάθε καρυδιάς καρύδι». Είναι γελοίο να θεωρήσουμε ότι υπάρχει «κόμμα εντίμων» και «κόμμα ατίμων». Τα κόμματα είναι θεσμοί, οι οποίοι κρίνονται ιδεολογικά-πολιτικά με βάση τις θέσεις τους και την πολιτική τους. Δεν κρίνονται από τη συμπεριφορά μεμονωμένων στελεχών τους.

ΑΥΤΟ το στοιχειώδες παραβιάζεται συστηματικά στη χώρα μας, ειδικά σε προεκλογικές περιόδους. Είναι, μάλιστα, θλιβερό που εδώ και αρκετούς μήνες η κομματική αντιπαράθεση έχει εστιαστεί σε περιστατικά που αφορούν πρόσωπα και δεν συνδέονται με τον πολιτικό ρόλο τους. Προφανώς, κάθε καταγγελία για ηθικά και νομικά απαράδεκτες συμπεριφορές πρέπει να έχει τη θέση της στη δημοσιότητα, αλλά είναι βαριά θεσμική στρέβλωση να μονοπωλεί την κομματική αντιπαράθεση. Η ελληνική κοινωνία αντιμετωπίζει κρίσιμα προβλήματα στο εθνικό, οικονομικό, κοινωνικό και θεσμικό επίπεδο σ’ ένα ιδιαιτέρως ρευστό και δυνάμει επικίνδυνο διεθνές περιβάλλον. Αυτό είναι το κατεξοχήν πεδίο που καλούνται τα κόμματα, ιδιαιτέρως τα κόμματα εξουσίας, να διασταυρώσουν τις θέσεις τους. Με βάση τις ιδεολογικές-πολιτικές προτιμήσεις του, αλλά και με βάση αυτή την αντιπαράθεση ο κάθε πολίτης οφείλει να επιλέξει κόμμα στις εκλογές. Όχι μεβάσητοεάντοάλφαήτοβήτα στέλεχος έπραξε το ένα ή το άλλο. Προφανώς, λαμβάνονται και αυτά υπόψη από την κοινή γνώμη, αλλά το δημοκρατικό πολίτευμα επιτάσσει ο πολίτης να ψηφίζει με ιδεολογικά, πολιτικά και προγραμματικά κριτήρια. Δυστυχώς, στην Ελλάδα το έχουμε κάνει «τσίρκο».

Δημοσιεύθηκε στην Απογευματινή της Κυριακής