Και ενώ πολλοί στην Αθήνα έπλεαν στο πέλαγος της «διπλωματίας των σεισμών», όπως αναμενόταν ότι θα συμβεί, ο Τσαβούσογλου και αμέσως μετά και ο ίδιος ο Ερντογάν τούς προσγείωσε στη σκληρή πραγματικότητα. Μας είπαν ούτε λίγο ούτε πολύ ότι «το διάλειμμα τελείωσε, τα κεφάλια μέσα». Και επειδή οι Τούρκοι προσδοκούν να μας παρασύρουν σε «Πρέσπες του Αιγαίου», δεσμεύτηκαν ότι θα σεβαστούν το μορατόριουμ για τους καλοκαιρινούς μήνες. Ο Τσαβούσογλου δεν έκανε τίποτα άλλο από το επαναφέρει στο τραπέζι όλες τις τουρκικές μονομερείς επεκτατικές διεκδικήσεις, προτείνοντας τη διαπραγμάτευση με σκοπό μια ελληνοτουρκική συμφωνία-πακέτο. Άφησε, μάλιστα, όπως συνηθίζει η Άγκυρα, ανοιχτή και την προοπτική παραπομπής στη Χάγη, υπό την προϋπόθεση, όμως, ότι οι δύο πλευρές θα έχουν καταλήξει σε συμφωνία για τον τρόπο που θα ζητήσουν από το Διεθνές Δικαστήριο να κρίνει την υπόθεση. Ακούγοντας Έλληνες πολιτικούς, θα νομίσει κάποιος ότι η Άγκυρα έχει προτείνει την παραπομπή στη Χάγη και η Αθήνα συζητάει εάν θα την αποδεχθεί ή όχι!

Πρόκειται για ψευδή εικόνα. Η τουρκική θέση είναι πως πρέπει πρώτα να προηγηθεί μια διμερής εφ’ όλης της ύλης διαπραγμάτευση και, εάν αυτή δεν αποδώσει καρπούς, υπό προϋποθέσεις οι «διαφορές» θα παραπεμφθούν στο Διεθνές Δικαστήριο. Οι Τούρκοι προσφέρουν το «τυρί» της Χάγης ως θεωρητική προοπτική για να ρυμουλκήσουν την Αθήνα σε διμερείς διαπραγματεύσεις. Όπως έχει αποδειχθεί στην πράξη, το εμπόδιο είναι οι όροι που θέτει η Άγκυρα για να υπογράψει συνυποσχετικό. Πρώτον, απαιτούν να παραπεμφθούν στη Χάγη όχι μόνο η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας-ΑΟΖ, αλλά το σύνολο των τουρκικών μονομερών επεκτατικών διεκδικήσεων. Χρησιμοποιούν, μάλιστα, τον όρο «παρεμπίπτοντα ζητήματα». Με άλλα λόγια, ζητούν να θέσουμε -μεταξύ των άλλων- στην κρίση ξένων δικαστών το εάν κατοικημένα νησιά (Οινούσσες, Φούρνοι, Αγαθονήσι και πολλά άλλα) θα παραμείνουν στην Ελληνική Επικράτεια ή θα παραδοθούν στην Τουρκία! Δεύτερον, απαιτούν το συνυποσχετικό να υποδεικνύει στο Διεθνές Δικαστήριο τον τρόπο που θα οριοθετήσει ΑΟΖ-υφαλοκρηπίδα. Για την ακρίβεια -όπως αποδεικνύεται από πρακτικά διερευνητικών επαφώνοι δύο πλευρές διαπραγματεύονταν όχι τη μέθοδο αλλά και τον χάρτη της οριοθέτησης, με σκοπό να ζητήσουν από το Διεθνές Δικαστήριο να βάλει απλώς τη σφραγίδα του. Το Δικαστήριο δεν έχει πρόβλημα εάν οι δύο πλευρές συμφωνούν. Από τα πρακτικά προκύπτει ακόμα ότι η Άγκυρα απαιτεί από την Αθήνα να συνυπογράψει συνυποσχετικό, το οποίο θα προβλέπει την παράκαμψη των δικαιωμάτων που παρέχει το Διεθνές Δίκαιο στην Ελλάδα!

Η Αθήνα αναγνωρίζει παγίως ως μοναδική διαφορά την οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας-ΑΟΖ. Τα άλλα τα θεωρεί πολιτικής φύσεως προβλήματα, με την έννοια ότι έχουν προκύψει από τις μονομερείς τουρκικές επεκτατικές διεκδικήσεις. Γι’ αυτό και η επίσημη ελληνική θέση είναι ότι στο Διεθνές Δικαστήριο πρέπει να παραπεμφθεί μόνο το ζήτημα της υφαλοκρηπίδας-ΑΟΖ. Εδώ και χρόνια, όμως, αυτή η θέση έχει ρηγματωθεί προς την κατεύθυνση προσαρμογής στις θέσεις της Άγκυρας. Οι Τούρκοι επιδιώκουν να παραπεμφθούν στη Χάγη και οι «γκρίζες ζώνες» και η αποστρατιωτικοποίηση των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου.

Το πρόβλημα το έχει όποιος διεκδικεί. Και σε κάθε περίπτωση, αυτή δεν είναι η Ελλάδα. Μέχρι τότε είμαστε υποχρεωμένοι να ζούμε με τον κακό γείτονα

Εάν συμβεί αυτό, ακόμα και αν οι ξένοι δικαστές δεν παραχωρήσουν στην Τουρκία λίγα νησιά για να τηρήσουν μια ισορροπία, πιθανότατα θα αποφασίσουν την αποστρατιωτικοποίηση των νησιών, επειδή σε αυτό το ζήτημα η ελληνική νομική θέση είναι σχετικά ασθενής. Το Διεθνές Δικαστήριο είναι μεν δικαιοδοτικό όργανο, αλλά έχει αποδειχθεί ότι στις αποφάσεις του εμφιλοχωρεί και το πολιτικό κριτήριο. Ειδικά εάν το συνυποσχετικό αφήνει περιθώρια, όπως επιδιώκει η Άγκυρα. Το πρόβλημα για την Ελλάδα είναι ότι στην κρίση του Δικαστηρίου θα τεθούν αποκλειστικά και μόνο ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα. Κανένα τουρκικό. Αυτό σημαίνει ότι ακόμα και αν η απόφαση είναι 99% υπέρ μας, η Ελλάδα θα χάσει και η Τουρκία θα κερδίσει. Εάν η Χάγη αποφασίσει υπέρ της αποστρατιωτικοποίησης, η Ελλάδα θα ερχόταν σε εξαιρετικά δυσχερή θέση. Εάν αποστρατιωτικοποιηθούν τα νησιά, θα καταστούν όμηροι (και μαζί τους όλη η Ελλάδα) της Τουρκίας. Γι’ αυτόν τον λόγο, άλλωστε, η Ελλάδα έχει εξαιρέσει αυτό το ζήτημα από τη δικαιοδοσία που έχει αναγνωρίσει στο Διεθνές Δικαστήριο. Όπως, επίσης, έχει εξαιρέσει και τα ζητήματα κυριαρχίας για να μην παραπεμφθούν ποτέ οι «γκρίζες ζώνες». Μπορεί, όμως, να αναγνωρίσει τη δικαιοδοσία μέσω του συνυποσχετικού. Δεν είναι τυχαίο ότι η Άγκυρα κάνει τα πάντα στο διπλωματικό επίπεδο για να στριμώξει την Ελλάδα στο ζήτημα της αποστρατιωτικοποίησης. Συνεχείς δηλώσεις και επίσημες επιστολές του μόνιμου αντιπροσώπου της Τουρκίας στον ΟΗΕ. Και, όμως, υπάρχουν σήμερα στην Αθήνα «ειδήμονες» που ελαφρά τη καρδία (;) προτείνουν -ή αφήνουν διά παραλείψεως να εννοηθεί- ότι πρέπει να παραπέμψουμε όλες ή σχεδόν όλες τις μονομερείς τουρκικές διεκδικήσεις στη Χάγη! Και σε κάθε περίπτωση, δεν είναι η Ελλάδα που διεκδικεί για να ζητήσει παραπομπή στη Χάγη. Το πρόβλημα το έχει όποιος διεκδικεί. Αν η Τουρκία θεωρεί ότι αδικείται από το σημερινό εδαφικό καθεστώς και από τις προβλέψεις του διεθνούς δικαίου και πιστεύει ότι το Αιγαίο είναι μια ειδική θάλασσα, για την οποία πρέπει να μην ισχύσουν οι γενικοί κανόνες του Διεθνούς Δικαίου, ας αναγνωρίσει ως κράτος τη δικαιοδοσία του Διεθνούς Δικαστηρίου και ας παραπέμψει τις διεκδικήσεις της εκεί.

Μέχρι τότε είμαστε υποχρεωμένοι να ζούμε με τον κακό γείτονα και να τον χειριζόμαστε όσο καλύτερα μπορούμε. Εκτός και αν αποφασίσουμε να εξαγοράσουμε με εθνικές παραχωρήσεις την ύφεση, το οποίο -όπως έχει αποδείξει η πείρα- είναι πολύ αμφίβολο. Όποιος, λοιπόν, υποστηρίζει την εξαγορά, ας το πει ξεκάθαρα. Όλα τα άλλα είναι προφάσεις εν αμαρτίαις και τρόποι της εγχώριας πολιτικής ελίτ να απεκδυθεί των εθνικών ευθυνών της.

*Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Απογευματινή».