Η ευαισθησία της µεγαλύτερης µερίδας των πολιτών της χώρας απέναντι στην πολιτική βία -και τη βία εν γένει- χαρακτηρίζεται κυρίως από µεροληψία και όρους εποχικής µόδας.

Την ώρα που σχεδόν άπαντες την προηγούµενη εβδοµάδα µετετράπησαν σε φανατικούς αντίφα καταδικάζοντας τη βία µε αφορµή τους εγκληµατίες της Χρυσής Αυγής, διάφορα επίσης σοβαρά γεγονότα δεν µοιάζουν να έχουν την ίδια απήχηση και να προκαλούν την ίδια κατακραυγή. Οπως για παράδειγµα η επίθεση στο γραφείο του πρύτανη του ΕΜΠ, Ανδρέα Μπουντουβή, από µια συµµορία κουκουλοφόρων, οι οποίοι διέλυσαν κυριολεκτικά τα γραφεία της διοίκησης προκαλώντας επιπλέον σοβαρές υλικές ζηµιές. Στην Ελλάδα του 2020 µια επίθεση σε πανεπιστηµιακό ίδρυµα θεωρείται κάτι συνηθισµένο, ίσως και ανάξιο αναφοράς. Εδώ στο παρελθόν έχουν χτίσει την πόρτα του γραφείου του πρύτανη της Πολυτεχνικής Σχολής Ξάνθης, µε τον πρύτανη µέσα, σε µια απλή επίθεση θα κολλήσουµε; Στα δελτία ειδήσεων έπαιξε «χαµηλά». Προς το τέλος. Ενδεικτικό του µιθριδατισµού στο συγκεκριµένο είδος βίας, που δεν προκαλεί το ενδιαφέρον των τηλεθεατών. Για την ίδια την κυβέρνηση θεωρείται ένα δυσάρεστο µεν γεγονός, αλλά όχι πρώτης προτεραιότητας. Ακόµα και για τους πανεπιστηµιακούς, παρά την ενόχληση, δεν είναι αρκετό ένα τέτοιο γεγονός για να προχωρήσουν σε σοβαρές αποφάσεις και δυναµικές κινήσεις. Ο ίδιος ο πρύτανης εγκαλεί µεν την Αστυνοµία, αλλά διστάζει να εφαρµόσει ριζικές λύσεις, όπως οι κάµερες, η ελεγχόµενη πρόσβαση ή ακόµα και η πρόσληψη security.

Ο λόγος δεν είναι τόσο προφανής όσο οι προφάσεις που επιστρατεύονται. Επειτα από ένα τόσο σοβαρό γεγονός, δεν µπορεί να υπάρχει διάλογος για την ακαδηµαϊκή ελευθερία, η οποία τάχα θα καταστρατηγούνταν µε τις µεθόδους που προαναφέρθηκαν. Στην πραγµατικότητα, δεν υπάρχει ακαδηµαϊκή ελευθερία όταν διάφορα γκρουπούσκουλα επιβάλλουν µε τη βία τη θέλησή τους, αλλά και ουσιαστικά τον τρόπο λειτουργίας ενός ακαδηµαϊκού ιδρύµατος.

Ωστόσο, σύσσωµη η Αριστερά θεωρεί αδιαπραγµάτευτη την ανοχή στη βία που παράγουν κατά κανόνα διάφοροι αριστεριστές εντός των πανεπιστηµίων. Θεωρούν αυτονόητο ότι µπορεί όποιος θέλει (και αυτοχαρακτηρίζεται φοιτητής) να σπάει το Πολυτεχνείο, την Πάντειο ή την ΑΣΟΕΕ. Το χειρότερο είναι ότι στην άποψη περί µη παρεµβατικής λύσης προσχωρούν και οι υπόλοιποι. ΚΙΝ.ΑΛ. και Ν.∆. διστάζουν να «κοντραριστούν ιδεολογικά» µε το ΚΚΕ και τις παραφυάδες του. Πιθανότατα θεωρούν ότι δεν αξίζει µια τέτοια σύγκρουση. Η ιδεολογική ηγεµονία της Αριστεράς τούς τροµάζει. Σταθµίζουν οφέλη και κόστος και εκτιµούν ότι θα χάσουν διότι ο λαϊκισµός έχει ποτίσει την κοινωνία, που δεν θέλει «µπάτσους στα πανεπιστήµια».

Για δεκαετίες, λοιπόν, πορευόµαστε έτσι. ∆ηµιουργούµε γενιές και γενιές ασύδοτων τραµπούκων, που όχι µόνο δεν συνεισφέρουν στην ακαδηµαϊκή εξέλιξη, αλλά εµποδίζουν και όσους θέλουν να το κάνουν. Επιπλέον, χρησιµοποιούν κατά κόρον τα ιδρύµατα ως ορµητήρια για τις εγκληµατικές τους ενέργειες και ως φυτώρια για προσηλυτισµό νεοσσών-µπαχαλάκηδων. Καµία ιδέα δεν διακινείται ελεύθερα στα πανεπιστήµια αν δεν περάσει το face control της µειοψηφούσας Αριστεράς. Ιδίως της εξωκοινοβουλευτικής, η οποία βρίσκει στήριξη ακόµα και σε κοινοβουλευτικά κόµµατα χάριν του λαϊκισµού. Τα ιδρύµατά µας πατώνουν στις διεθνείς αξιολογήσεις, διότι ουδείς ασχολείται µε την ανάπτυξή τους. Εχουν παραµείνει κολληµένα σε µια αισθητική και ιδεολογική αποχαύνωση µιας περιόδου την οποία ηρωοποίησαν.

Μόνο που οι κοινωνίες προχώρησαν. Ο φοιτητής µε το αµπέχονο µπορεί να ενσάρκωνε ριζοσπαστικές ιδέες στη Μεταπολίτευση. Τώρα µοιάζει απλώς ιδεολογικό απολίθωµα και στην πραγµατικότητα είναι απλώς πιόνι στα χέρια επιτήδειων πολιτικάντηδων, που θέλουν να επιβληθούν µε φασιστικό τρόπο, προκειµένου να διασφαλίσουν τη συνέχεια της µίζερης ύπαρξής τους.