Η ζοφερή για τη χώρα κατάσταση της περιόδου των μνημονίων, που επιδεινώθηκε επί ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, αποκαλύπτει μια πολύ μεγάλη αλήθεια, την οποία, εδώ και πολλά χρόνια, στην Ελλάδα κρύβαμε κάτω από το χαλί. Αν εξαιρέσει κανείς τα πρώτα χρόνια μετά τον πόλεμο, όπου η χώρα ξεκινούσε από το ναδίρ και, επομένως, ήταν φυσικό να μπει σε φάση σταδιακής ανάπτυξης, μετά τη Μεταπολίτευση τα πράγματα αλλάζουν ριζικά. Διότι η Ελλάδα αποκτά μια συγκεκαλυμμένα «σοβιετική» οικονομία -τη «σοβιετικότερη» πάντως οικονομία από κάθε άλλη της Ευρώπης- όπου το κράτος παίζει έναν κατ’ εξοχήν πρωταγωνιστικό ρόλο. Το κρατικό χρήμα στηρίζει τα πάντα. Από την επιβαλλόμενη κοινωνική πρόνοια έως και τις επιχειρήσεις! Με άλλα λόγια, μιλάμε για την εξάπλωση στη χώρα μας ενός σκληρού συγκεκαλυμμένου κρατισμού, από τον οποίο όλοι βολεύονταν. Ορισμένοι περισσότερο, γι’ αυτό και αναδείχθηκαν ορισμένες μεγάλες επιχειρήσεις, χάριν των ιδιοκτητών των οποίων και των σχέσεών τους με την πολιτική εξουσία βγήκε και ο όρος «διαπλοκή».

Από την άλλη πλευρά, η υιοθέτηση, στην Ελλάδα, του σοβιετικού μοντέλου εκδηλώθηκε και με ορισμένες αντιγραφές που θύμιζαν νομενκλατούρα: Οπως στην ΕΣΣΔ προκειμένου να προωθηθείς έπρεπε να είσαι σε κάποια Κομσομόλ, μέλος του Κόμματος ή να ανήκεις στο στενό περιβάλλον της εξουσίας, έτσι και στην Ελλάδα, των σοσιαλιστικών χρόνων, «εφευρέθηκαν» οι κλαδικές, καθώς και ο κομματικός συνδικαλισμός. Και έτσι έλυναν και έδεναν -με το αζημίωτο, βεβαίως- τα κομματικά στελέχη, που αυξάνονταν και πληθύνονταν και αναλόγως αύξαναν και τους εργαζόμενους στον δημόσιο τομέα. Τη σκυτάλη πήρε επαξίως, χρόνια μετά, ο ΣΥΡΙΖΑ.

Ας μην ξεχνάμε ότι επί σοσιαλιστικών διακυβερνήσεων, τις οποίες έχει πρότυπο ο ΣΥΡΙΖΑ, είναι που εξεδιώχθησαν μεγάλες επιχειρήσεις που μεσουρανούσαν στη δεκαετία του ’60 και του ’70, όπως η Ολυμπιακή ή τα Ναυπηγεία Σκαραμαγκά και το Νεώριο. Και ο κρατικοδίαιτος συνδικαλισμός της εποχής εκείνης ήταν που κατέστρεψε, τότε, ιδιωτικές επιχειρήσεις και εμπόδισε τις όποιες μεταρρυθμίσεις.

Και ήλθε η μεγάλη στιγμή που τα οικονομικά του κράτους αποδείχθηκαν «φούσκα», και μαζί με την αποκάλυψη αυτή άρχισε και η κατάρρευση της «σοβιετικού τύπου» οικονομίας, αφού μέχρι και εκδοτικές επιχειρήσεις ζούσαν από κρατικές χορηγίες. Τώρα, όλη η αγορά παραπονείται για την έλλειψη ρευστότητας και τζίρων, τα οποία βεβαίως επί μία τριακονταετία που γινόταν το «ελληνικό πάρτι» εξασφάλιζαν τα κρατικά λεφτά, που και αυτά προέρχονταν από συνεχείς δανεισμούς. Διότι και η κατανάλωση τροφοδοτείτο σε έναν βαθμό από το κρατικό χρήμα, αφού το χρήμα αυτό σίτιζε επιχειρήσεις που με τη σειρά τους αμείβαν εργαζόμενους. Ομως υπάρχει διαφορά μεγάλη μεταξύ δημοσίων επενδύσεων και κρατισμού.

Το «πρότυπο» αυτό της οικονομίας φαίνεται ότι αρέσει στην Αριστερά και προφανώς θέλει να το αναβιώσει. Με τη διαφορά ότι τώρα λεφτά δεν υπάρχουν για νέο πάρτι. Απλώς ο ΣΥΡΙΖΑ χρησιμοποιεί τη δήθεν κοινωνική του ευαισθησία για να παραπλανά με ψίχουλα τους, από παλιά, μη προνομιούχους και αυτούς που έχει φτωχοποιήσει, για να φτιάξει τη δική του δεξαμενή μιζέριας. Και συνειδητά παραβλέπει -αφού το πρότυπο της οικονομίας που έχει κατά νουν βασίζεται στο κρατικό χρήμα- ότι ανάπτυξη και απαλλαγή της χώρας από μνημόνια μπορεί να προέλθουν από ιδιωτικές επενδύσεις. Τις οποίες έχει τον τρόπο είτε να τις διώχνει, είτε να τις καθιστά ασύμφορες στο πλαίσιο -φορολογικό και γραφειοκρατικό- που έχει διαμορφώσει.

Δημοσιεύτηκε στην Ελευθερία του Τύπου, 14/12/2017