Σε πρόσφατη δημοσκόπηση του Πανεπιστημίου Μακεδονίας (που δημοσιεύθηκε στην «Καθημερινή») οι Έλληνες πολίτες αποκάλυψαν για μία ακόμη φορά τον υφέρποντα αντιαμερικανισμό στην κοινωνία μας. Η συντηρούμενη αυτή «συναισθηματική τάση» έχει τη σημασία της τώρα που επίκειται το ταξίδι του πρωθυπουργού στις ΗΠΑ, από το οποίο η χώρα προσδοκεί πολλά, καθώς αναγνωρίζεται η γεωστρατηγική της θέση και ο χώρος της ευρύτερης Μέσης Ανατολής παραμένει μπαρουταποθήκη.

Είναι ασφαλώς περίεργο πώς σε μια χώρα η οποία ασφαλώς οφείλει πολλά στην ηγέτιδα δύναμη της Δύσης, όσον αφορά την ένταξή της στις χώρες του ελεύθερου κόσμου, διαπιστώνεται ότι σε τακτά χρονικά διαστήματα διογκώνεται ένα αίσθημα αντιαμερικανισμού. Ακόμη και ο λεγόμενος δεξιός Τύπος στο παρελθόν έχει κρατήσει μια κριτική -ενίοτε δε και επικριτική- στάση, κάτι που ήταν αδιανόητο στο παρελθόν. Και βεβαίως δεν αναφερόμαστε στις αντιδράσεις κάποιων κουκουλοφόρων και της αριστεράς που ενδεχομένως εξακολουθεί να τρέφει αντιαμερικανικά αισθήματα, ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι ο κ. Τσίπρας, την ανάγκην φιλοτιμίαν ποιούμενος, «προσκυνάει» τώρα τη μητρόπολη του καπιταλισμού.

Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο ο αντιαμερικανισμός «περιχαρακωνόταν» στις τάξεις των κομμουνιστών και της ευρύτερης αριστεράς. Και μάλλον δικαιολογημένα, για τη συγκεκριμένη ιδεολογία, αφού ο αμερικανικός παράγοντας ήταν εκείνος που -αν παραβλέψουμε βεβαίως τις κυνικές συμφωνίες των «Μεγάλων» για το μοίρασμα του κόσμου, με συγκεκριμένα μάλιστα ποσοστά επιρροής- απέτρεψε τη διολίσθηση της χώρας μας προς το Σιδηρούν Παραπέτασμα, το καθεστωτικό πρότυπο της αριστεράς. Η μετέπειτα περίοδος των δεκαετιών του ’50 και του ’60 που έκανε τις Ηνωμένες Πολιτείες να φαντάζουν στα μάτια των λιγότερο ανεπτυγμένων ευρωπαϊκών χωρών, μέσα στις οποίες ήταν και η Ελλάδα, ως Γη της Επαγγελίας, ήταν φυσικό να καλλιεργήσει φιλικά αισθήματα προς τις ΗΠΑ εκ μέρους της πολύ μεγάλης πλειοψηφίας του ελληνικού λαού.

Ο αντιαμερικανισμός στη χώρα μας διαπερνά τα περιορισμένα όρια της αριστεράς στα τέλη της δεκαετίας του ’60, με το πραξικόπημα των συνταγματαρχών και την αμερικανική ανοχή του. Τα όσα επακολούθησαν, με το πραξικόπημα στην Κύπρο και την τουρκική εισβολή, και την απροθυμία των Ηνωμένων Πολιτειών να αποτρέψουν και το ένα γεγονός αλλά και το άλλο, ήταν φυσικό να δηλητηριάσουν τα φιλικά αισθήματα του ελληνικού λαού προς την αμερικανική ηγεσία. Ο αντιαμερικανισμός άρχισε να γίνεται στοιχείο της πολιτικής ζωής του τόπου με την πολιτική γιγάντωση του ΠΑΣΟΚ.

Η δημιουργία τόσων εύφλεκτων καταστάσεων στα Βαλκάνια -έξω δηλαδή από την πόρτα μας- με αμερικανική υπαιτιότητα είναι ασφαλώς ο παράγοντας που προκάλεσε την αναζωπύρωση του αντιαμερικανισμού στη χώρα μας. Και τούτο διότι και ο τελευταίος Έλληνας πολίτης είχε θεωρήσει το λιγότερο άδικη τη νέα ηθική τάξη της Ουάσιγκτον.

Όμως στις σχέσεις των κρατών πρέπει να επικρατεί ο ρεαλισμός και όχι ο συναισθηματισμός. Και ο ρεαλισμός στην εξωτερική πολιτική ταυτίζεται με το εθνικό συμφέρον. Και το συμφέρον αυτή τη στιγμή της Ελλάδας είναι να αποτελεί τον συνοδοιπόρο της ηγέτιδας δύναμης του Δυτικού κόσμου, ασχέτως αν ανήκει στην οικογένεια της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Σε τελευταία ανάλυση, μπορεί οι «χρηματοδοτικές ενέσεις» να προέρχονται από την Ε.Ε., από τότε που ενταχθήκαμε στην οικογένεια της ΕΟΚ, πλην όμως είμαστε το τελευταίο άκρο του ευρωπαϊκού συνόρου και όμοροι, σχεδόν, συνεχώς εύφλεκτων περιοχών, αλλά και με έναν γείτονα που θέλει συνεχώς να έχει διαφορές με την Ελλάδα.

Αυτή την αναγκαία αμυντική προστασία, είτε παρεμβατικά είτε εξοπλιστικά, μόνο οι ΗΠΑ μπορούν να την εξασφαλίσουν. Και θα είναι ευχής έργον αν, μέσα στα ανταλλάγματα για την εκχώρηση μιας ακόμη στρατιωτικής βάσης στις ΗΠΑ, θα είναι, όπως λένε οι πληροφορίες, η προστασία των ελληνικών ερευνών υδρογονανθράκων στο Αιγαίο, αλλά και η αναγνώριση από την Ουάσιγκτον ότι η Ελλάδα είναι ο μόνος σταθερός παράγοντας στην περιοχή που τους ενδιαφέρει.