« 23 του Ιούλη και Τρίτη», έλεγε το τραγούδι της μεταπολίτευσης που για πολλά χρόνια φρόντιζε να μας υπενθυμίζει, πράγματα που δεν θα έπρεπε να ξεχνάμε. Από ποιες συμπληγάδες της δικτατορίας πέρασε η χώρα, τι τίμημα πλήρωσε με την Κύπρο ο Ελληνισμός, και πως το πολύπαθο νησί ήταν, τελικώς και το «όχημα» για την επάνοδο της Ελλάδας στη δημοκρατική ομαλότητα.

Έχουν περάσει κιόλας 45 χρόνια από τότε και έχουμε ξεχάσει και το τραγούδι εκείνο με την τόσο μεγάλη σημειολογία, αλλά και το πόσο σημαντικό αγαθό είναι η Δημοκρατία, την οποία σταθερά, κατά καιρούς υπονομεύουμε. Διότι το να διαβρώνεις τη Δημοκρατία και τη λειτουργία της, δεν σημαίνει ότι υποκινείς για τίποτε απονενοημένο κανέναν παράφρονα λοχαγό. Αρκεί να παραβαίνεις συστηματικά τους κανόνες της, ως κοινωνία και, να αλλοιώνεις έτσι τους όρους και το πλαίσιο λειτουργίας του πολιτεύματος μέσα στο οποίο, κατά τα άλλα, θέλεις να ζεις.

Η παραβίαση των στοιχειωδών κανόνων, μπορεί να καταδειχθεί μέσα από τις εμπειρίες που αποκομίζει κανείς, όταν επισκεφθεί ή ζήσει σε μία άλλη ευρωπαϊκή χώρα και αρχίσει τις σχετικές συγκρίσεις. Το περίεργο βεβαίως με τον Έλληνα είναι ότι, αυτά που θαυμάζει στο εξωτερικό, του είναι δύσκολο να τα εφαρμόσει στην πατρίδα του, συμβάλλοντας και ο ίδιος με τη συμπεριφορά του στη διαμόρφωση μιας άλλης κοινωνίας, πιο πειθαρχημένης, περισσότερο πολιτισμένης και ασφαλώς με μεγαλύτερο σεβασμό στους νόμους και στις υποχρεώσεις του. Διότι ακόμη και το επιχείρημα που λέει, «συμπεριφέρομαι στο κράτος, όπως μου φέρεται», είναι μία σοφιστεία, υπό την έννοια ότι το κράτος το αποτελούμε όλοι εμείς και δεν συνιστά μία υπερβατική έννοια. Όταν ο υπάλληλος κάνει ευσυνείδητα το καθήκον του λ.χ., τότε το κράτος λειτουργεί σωστά και συμπεριφέρεται στον πολίτη όπως αυτός έχει απαίτηση. Απλώς, η Δημοκρατία είναι ένα ομαδικό παιγνίδι. Και στην Ελλάδα, δυστυχώς, κυριαρχούν οι ατομιστές.

Ανάλογη διάβρωση της Δημοκρατίας, που έχουμε θεμελιώσει με τόσο κόπο, συνιστά η διαρκής επικράτηση των απειροελάχιστων μειοψηφιών, που καταδυναστεύουν τους πολίτες στην καθημερινή τους ζωή, επειδή οι τελευταίοι αποτελούν τη σιωπηρή, όπως λέγεται, πλειοψηφία, ενώ οι «δυνάστες» τους διαθέτουν και θράσος και δυναμισμό και φωνή δυσανάλογα μεγάλη προς την πραγματική τους «ισχύ».

Αυτή η πλειοψηφία πάντως είναι που πολλές φορές διερωτάται γιατί το κράτος, η εκάστοτε εξουσία, δεν επιβάλλουν την εφαρμογή των κανόνων, των νόμων...Η απάντηση είναι μάλλον απλή. Διότι φωνές που υποστηρίζουν την αναισχυντία των μειοψηφιών αυτών, στο όνομα της ίδιας της Δημοκρατίας (!), αρκετές φορές έχουν τη δυνατότητα να επηρεάζουν τις ευαίσθητες χορδές περί ανθρωπίνων δικαιωμάτων και άλλων τινών ηχηρών της σιωπηρής πλειοψηφίας, υποδαυλίζοντας έτσι την υπομονή και ανοχή της. Την υπομονή και ανοχή του νοικοκυραίου που δεν θέλει να υποκαταστήσει, βεβαίως το κράτος, στην επιβολή του νόμου και της τάξης, αλλά περιμένει από αυτό να αποκαταστήσει τους πραγματικούς όρους της Δημοκρατίας που ισχύουν σε κάθε ευνομούμενη Πολιτεία αλλά, εδώ, η καταπάτησή τους αποτελεί το μονοπωλιακό προνόμιο των ολίγων. Και φυσικά προνόμιο του περιθωρίου μιας υγιούς κοινωνίας.