Πολύ σπάνια δίδεται η ευκαιρία στην κοινή γνώμη να παρακολουθήσει σε απευθείας μετάδοση δημόσια διπλωματία και σκληρό μπρα ντε φερ αρχηγών κρατών και διπλωματικών αποστολών. Αυτό συνέβη χθες, ιδιαίτερα στην πρώτη φάση της επίσκεψης του Τούρκου προέδρου Τ. Ερντογάν, κατά τη διάρκεια της υποδοχής και των προσφωνήσεων από τον «ανεύθυνο» ως προς τις συνταγματικές αρμοδιότητες Πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας Πρ. Παυλόπουλο.

Τι μπορεί να συνέβη και να προέκυψε αυτή η πλήρης υπέρβαση του διπλωματικού πρωτοκόλλου, αλλά και η σε δημόσια θέα αντιπαραβολή θέσεων και ισχυρισμών μεταξύ Τουρκίας και Ελλάδας; Πολλοί αρχικά μίλησαν για κακή προετοιμασία της επίσκεψης, αλλά και για σημαντικά ελλείμματα στην οργάνωση της ελληνικής παρουσίας. Αυτό επέτρεψε στον Τ. Ερντογάν να παρουσιάσει μια σειρά από αυθαίρετες θέσεις μέσα από το Προεδρικό Μέγαρο της Ελλάδας ενώπιον των διεθνών μίντια και του θεσμικά «αμήχανου» Έλληνα προέδρου και οικοδεσπότη. Η πιο βαθιά ανάλυση όμως για τις εξελίξεις επικεντρώθηκε στη με καθοριστικό περιεχόμενο συνέντευξη που παραχώρησε ο Τούρκος πρόεδρος στον κ. Παπαχελά για λογαριασμό του τηλεοπτικού σταθμού ΣΚΑΪ μία μέρα πριν, αντί για μια πολύ τυπική και συνηθισμένη σε τέτοιες διπλωματικές περιστάσεις «εντός των ορίων» συνέντευξη προετοιμασίας στο Αθηναϊκό Πρακτορείο. Κάτι δηλαδή που έκανε αντιστοίχως ο κ. Τσίπρας στο τουρκικό πρακτορείο. Οι ισχυρισμοί Ερντογάν στη συνέντευξη «ανάγκασαν» τον κ. Παυλόπουλο να τοποθετηθεί επί της ουσίας και να συμβεί ό,τι συνέβη.

Από εκεί και πέρα, στο δεύτερο μέρος των συνομιλιών μεταξύ των πολυπληθών αντιπροσωπειών και με τη συμμετοχή του «υπεύθυνου» θεσμικά Έλληνα πρωθυπουργού επίσης τέθηκαν όλα τα θέματα του «μενού» της αντιπαράθεσης Ελλάδας - Τουρκίας, επίσης ανοιχτά. Οι τόνοι ήταν διαφορετικοί, με μικρότερη ένταση και με τον Αλ. Τσίπρα, αλλά και τον ίδιο τον Ερντογάν να επιχειρεί να δημιουργήσει κλίμα πιο κλασικών συνομιλιών. Η άμεση παρέμβαση του Στέιτ Ντιπάρτμεντ ελάχιστη ώρα μετά την ολοκλήρωση των δηλώσεων, διαφοροποιούμενου από την οπτική Ερντογάν για τη Συνθήκη της Λωζάνης, συμπλήρωσε την εικόνα. Προφανώς πάντως θα πρέπει να γίνει κατανοητό στην Αθήνα ότι η ελληνική διπλωματία θα πρέπει να αποκτήσει μεγαλύτερη τόλμη και συνοχή.