Ο πρωθυπουργός, όχι τυχαία και όχι στο πλαίσιο της προεκλογικής καµπάνιας, βρέθηκε την Πέµπτη στο Νοσοκοµείο «Αττικόν» στη ∆υτική Αθήνα για να εποπτεύσει εκ του σύνεγγυς τις εργασίες αναβάθµισης και εκσυγχρονισµού που βρίσκονται σε τελικό στάδιο εκεί.

Ο κ. Μητσοτάκης στο πλαίσιο της επιθεώρησής του προχώρησε σε ενηµέρωση προς τους δηµοσιογράφους για το συνολικό όραµά του σχετικά µε την αναδόµηση του δηµόσιου συστήµατος Υγείας, καθώς και για το χρονοδιάγραµµα της αναδόµησης των κτιριακών και όχι µόνον υποδοµών που έχει τεθεί. «∆ηµιουργούµε ένα νέο ΕΣΥ, που θα αντιµετωπίζει κάθε ιατρική ανάγκη», υπογράµµισε ο πρωθυπουργός, εκφράζοντας τη φιλοδοξία του αλλά και την πεποίθησή του για το έργο που υλοποιείται, και εξήγησε: «Ένα από τα µεγαλύτερα στοιχήµατα της δεύτερης τετραετίας της Ν∆ είναι ο ριζικός εκσυγχρονισµός βασικών υποδοµών του ΕΣΥ. Με πόρους του Ταµείου Ανάκαµψης γίνονται σηµαντικές παρεµβάσεις σε όλη την επικράτεια, από τα µεγάλα µας νοσοκοµεία µέχρι και τα µικρά Κέντρα Υγείας, έργα που έχουν ήδη αρχίσει να παραδίδονται και θα έχουν ουσιαστικά ολοκληρωθεί µέσα στα επόµενα δυο χρόνια».

Η στρατηγική θεώρηση σε επίπεδο πρωθυπουργού είναι εδώ. Τα έργα χρηµατοδοτούνται µε 36 δισ. ευρώ από το Ταµείο Ανάκαµψης της Ευρώπης, ενώ, όπως και ο ίδιος σηµείωσε κατά τη διάρκεια της συγκεκριµένης επιθεώρησης, υπάρχουν και άλλα χρηµατοδοτικά εργαλεία προς αξιοποίηση. Το ΕΣΥ για πολλά χρόνια υπήρξε στόχος «συκοφαντιών» ή και πεδίο εφαρµογής πολιτικών αποσυναρµολόγησής του. Η περίοδος των µνηµονίων και της χρεοκοπίας λειτούργησε απολύτως αποδοµητικά για το δηµόσιο σύστηµα Υγείας. Ο νεοπλουτισµός των Ελλήνων τη δεκαετία του 2000 υπήρξε απολύτως υπεροπτικός για τα δηµόσια νοσοκοµεία εµµένοντας πολύ στον ξενοδοχειακό τοµέα της ιδιωτικής περίθαλψης και υποτιµώντας την εµπειρία και την αποτελεσµατικότητα των γιατρών του δηµόσιου τοµέα. Φυσικά ήρθε η πανδηµία, είχαν έρθει πιο πριν τα δύσκολα χρόνια της δηµοσιονοµικής κατάρρευσης, και το δηµόσιο σύστηµα Υγείας ανέδειξε τα πλεονεκτήµατά του, αλλά προπάντων την αναγκαιότητα στήριξης και θωράκισής του.

Ο κ. Μητσοτάκης είναι ένας οµολογουµένως συνεκτικός κυβερνήτης που γνωρίζει ότι η αποστολή του για το δηµόσιο σύστηµα Υγείας της χώρας είναι στρατηγική, όταν στη βάση και των νέων τεχνολογιών θα υπάρξει υπέρβαση και των δυσχερειών πρόσβασης και επικοινωνίας στην Ελλάδα, λόγω γεωγραφίας, στον τοµέα των υπηρεσιών Υγείας και περίθαλψης. Εµµένει λοιπόν στα «µεγάλα έργα» στον τοµέα της δηµόσιας Υγείας. Αφήνοντας στους αρµόδιους υπουργούς και στις διοικήσεις των νοσοκοµείων να εντοπίσουν και να καλύψουν τα ζητήµατα της καθηµερινότητας ή των επειγουσών αναγκών των νοσοκοµείων και των Κέντρων Υγείας στον «µεσαίο χρόνο». Από το χθες στο τότε. Στην παρούσα φάση στο δηµόσιο σύστηµα Υγείας υπάρχουν µεγάλα κενά στο προσωπικό. Τόσο στο ιατρικό όσο και στο υγειονοµικό-νοσηλευτικό. Κενά που δεν µπορούν, όπως όλα δείχνουν, να καλυφθούν από τη µία ηµέρα στην άλλη. Για παράδειγµα, ένας υγειονοµικός σε κεντρικό νοσοκοµείο των Αθηνών µε δύο εφηµερίες την εβδοµάδα έχει να φροντίσει 90 περίπου ασθενείς αντί για 25, που προβλέπεται. Οι γιατροί στις εφηµερίες, που θυµίζουν µέρες πολέµου, έχουν να αντιµετωπίσουν περιστατικά και πίεση που ξεπερνούν τα όρια. Στα µεγάλα νοσοκοµεία του κέντρου λείπουν σεντόνια και µαξιλάρια για την περίθαλψη των ασθενών. Λείπουν και άλλα είδη πρώτης ανάγκης για την περίθαλψη.

Αυτά τα ζητήµατα δεν είναι δουλειά του πρωθυπουργού να τα εντοπίσει και να τα θεραπεύσει. Οι ασθενείς και οι συγγενείς τους βλέπουν τα ασθενοφόρα που έχουν δωρίσει εφοπλιστές και βιοµήχανοι, και προσβλέπουν σε αυτούς και για τα άλλα είδη πρώτης ανάγκης. ∆εν είναι κακό. Ο εθελοντισµός των εφοπλιστών και των βιοµηχάνων σε τέτοιου τύπου δωρεές είναι αξιοθαύµαστος. Αλλά κάποιοι θα πρέπει να ενηµερώσουν και να κινητοποιήσουν σχετικά. Το ΕΣΥ είναι µια εθνική µας υπόθεση και όχι µόνο µια πρωθυπουργική δέσµευση…