Τα κόμματα, ειδικά της αντιπολίτευσης, έχουν εισέλθει με διαφορετική ατζέντα στη δεύτερη προεκλογική περίοδο.

Κύριος λόγος γι’ αυτήν την εξέλιξη είναι ο τρόπος και το κλίμα που ψήφισαν και τελικά επέβαλαν οι πολίτες στις πρώτες εκλογές. Ουσιαστικά το «αφήστε τις φωνές, τους αφορισμούς και τα συνθήματα και μιλήστε σοβαρά». Ο πρωθυπουργός Κ. Μητσοτάκης και η Κεντροδεξιά ούτως ή άλλως κινούνταν σε αυτόν τον άξονα. Έτσι τώρα με τον αέρα της εντυπωσιακής ψήφου εμπιστοσύνης που έλαβαν στις εκλογές της 21ης Μαΐου και την αυτοπειθαρχία που χαρακτηρίζει τον αρχηγό της συνεχίζουν στον ίδιο δρόμο. Ζητούν όπως είναι φυσικό τελική ψήφο ασφαλούς διακυβέρνησης μέχρι το 2027 και υπέρβαση των ζητημάτων ακυβερνησίας που άφησε πίσω της η απλή αναλογική.

Η Νέα Δημοκρατία με τα στελέχη της και προσωπικά ο κ. Μητσοτάκης ως επερχόμενος πρωθυπουργός δίνουν συγκεκριμένο και περιορισμένο πλάνο δεσμεύσεων αυτή τη φορά με ορίζοντα τετραετίας, προεξοφλώντας εξωγενείς κρίσεις που μπορεί να προκύψουν, επηρεάζοντας δομικά την ατζέντα της καθημερινότητας και την εικόνα των δημοσιονομικών περιθωρίων. Στην αντιπολίτευση ο ΣΥΡΙΖΑ, αφού επιχείρησε και μέχρι κάποιου βαθμού πέτυχε τη διαχείριση της συντριπτικής ήττας του στις εκλογές του Μαΐου, αναζητά μια «δεύτερη ευκαιρία» στην αξιωματική αντιπολίτευση προβάλλοντας άλλο ύφος, ήθος, πρόσωπα και εξηγώντας αυτή τη φορά τη στρατηγική του προγράμματός του, χωρίς δριμείες προσωπικές και πολιτικές επιθέσεις στον κ. Μητσοτάκη και την Κεντροδεξιά. Το ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ από την άλλη, υπό την πλήρη διαχείριση της ηγετικής του «φράξιας Ανδρουλάκη», έχοντας πετύχει ένα ενθαρρυντικό αποτέλεσμα -επιβίωσης- στις εκλογές του Μαΐου αφενός δεν μπορεί να κρύψει την υπεροψία του, αφετέρου δεν μπορεί να διαφύγει την «βάσανο» του να συζητήσει το τάχα εμπροσθοβαρές και «άρτιο», κατά τη γνώμη τους, πρόγραμμα στρατηγικής του. Οι έκδηλες φιλοδοξίες για υποκατάσταση του ΣΥΡΙΖΑ από το ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ, τα επόμενα χρόνια, με αφετηρία τις εκλογές του Ιουνίου, επισκιάζουν ταυτόχρονα κάθε άλλη κίνησή τους.

Μεταξ'ύ του εν αναμονή κυβερνητικού σχηματισμού της Νέας Δημοκρατίας, με συνέχεια της πρωθυπουργίας και του κυβερνητισμού Μητσοτάκη, και των κύριων κομμάτων στη μείζονα και την ελάσσονα αντιπολίτευση, υπό την ηγεσία Τσίπρα και Ανδρουλάκη αντίστοιχα, υπάρχει μια μεγάλη διαφορά στρατηγικής. Ο κ. Μητσοτάκης και η ΝΔ «επενδύουν» στην αύξηση του ΑΕΠ, του εθνικού πλούτου δηλαδή, με μείωση φόρων, δημιουργία κινήτρων για ξένες και εγχώριες επενδύσεις και επιχειρηματικότητα, αναβάθμιση των δομών και της λειτουργίας του κράτους με ψηφιοποίηση, εκσυγχρονισμό δομών, αξιοκρατία, αξιολόγηση, αντιμετώπιση της διαφθοράς, ταχεία απόδοση των δικαστικών αποφάσεων, υπέρβαση της περίπλοκης γραφειοκρατίας. Περισσότερες επιχειρήσεις, μεταποίηση, τεχνολογία, πρωτογενής τομέας, ισοζύγιο εισαγωγών-εξαγωγών. Μεγαλύτερος πλούτος και άμεσο μέρισμα ευημερίας με προτεραιότητα στους οικονομικά μειονεκτούντες, προς τα μεσαία εισοδήματα. Αύξηση μισθών, ασφαλιστικών παροχών, υγεία, παιδεία, υποδομές.

Η αντιπολίτευση ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ προκρίνουν με διαφορετικά προγράμματα την ίδια στρατηγική. Άμεση αναδιανομή εισοδήματος με το υπάρχον επίπεδο ΑΕΠ. Γι’ αυτό περισσότεροι άμεσοι φόροι και υψηλότεροι, πίεση στα μέσα εισοδήματα και φυσικά στα υψηλά, «οροφές» στην επιχειρηματικότητα. Το ζήτημα είναι ότι η Ελλάδα, μετά τη δεκαετία των Μνημονίων, έχει πολύ περιορισμένο ΑΕΠ. Άρα το «μέρισμα ευημερίας» που προκρίνει ο κυβερνητισμός Μητσοτάκη μετατρέπεται εκ των πραγμάτων σε «μέρισμα φτώχειας» στις στρατηγικές τής αντιπολίτευσης.

Είναι ζήτημα στρατηγικής…

Δημοσιεύτηκε στην ΑΠΟΓΕΥΜΑΤΙΝΗ στις 1/6