Την προηγούµενη Κυριακή, η Νέα ∆ηµοκρατία πέτυχε µια περισπούδαστη νίκη.

Επικράτησε σε ποσοστά που ξεπερνούσαν το 40%, µε το κόµµα της αξιωµατικής αντιπολίτευσης να υπολείπεται 20 µονάδες. Ουσιαστικά, µια τέτοια ψηφοφορία από τους πολίτες θα έπρεπε να οδηγεί στην ορκωµοσία της νέας κυβέρνησης Μητσοτάκη το επόµενο πρωινό. Οµως, κάτι τέτοιο δεν συνέβη και η χώρα αλλά και το κοµµατικό σύστηµα οδηγούνται σε νέες εκλογές στις 25 Ιουνίου. Αιτία αυτής της δυσαρµονίας, το εκλογικό σύστηµα της απλής αναλογικής, που άλλωστε δεν έγινε αποδεκτό από τους Ελληνες και κυριολεκτικά κονιορτοποιήθηκε από τους πολίτες µε την ψήφο τους.

Η όλη εξέλιξη αποτελεί µια νέα µεταπολίτευση. Η περιώνυµη Μεταπολίτευση του 1974 είχε ήδη εκπέσει ως πολιτικός, ιστορικός κύκλος από τις αρχές της προηγούµενης δεκαετίας εν µέσω χρεοκοπίας της χώρας και επιβολής των Μνηµονίων από την Ε.Ε, το ΔΝΤ και τους διεθνείς πιστωτές. Αλλά υπήρχε ένας χωροχρόνος οργής, απαξίας της πολιτικής και των πολιτικών, δωσιλογισµού των «προθύµων» των Μνηµονίων, των «µένουµε Ευρώπη» χωρίς προδιαγραφές, µανίας για τους αµοραλιστές και τους «προσκυνηµένους» κερδοσκόπους.

Μετά ήρθε η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝ.ΕΛ., η θεσµική άρνηση των Μνηµονίων µέσω του δηµοψηφίσµατος το καλοκαίρι του 2015 και ο ιστορικός συµβιβασµός µε την Ευρώπη και τα Μνηµόνια µε την ψήφο εµπιστοσύνης στον ΣΥΡΙΖΑ - Τσίπρα τον Σεπτέµβριο του 2015. Η νέα κυβέρνηση συνασπισµού. Η πρώτη «κανονικότητα», αν δούµε τη συνέχεια µέχρι την υπογραφή της Συµφωνίας των Πρεσπών, που αποτέλεσε µια διαφορετική ατζέντα έντασης, και την παράδοση της διακυβέρνησης στον Κ. Μητσοτάκη και την Κεντροδεξιά το 2019.

Η πρώτη αυτή «κανονικότητα» δεν είχε τη συγκρότηση, την αποτελεσµατικότητα, τα αντανακλαστικά και τις διαδοχικές, απρόβλεπτες διεθνείς κρίσεις της τετραετίας 2019-2023. Είχε όµως τη σηµασία της για να βγούµε από τα Μνηµόνια και να δηµιουργηθούν οι προϋποθέσεις του «πατήµατος», σε συνθήκες κοινωνικού συσχετισµού, για να βρεθούµε στην έξοδο των Μνηµονίων και της κατάστασης οργής. Είναι το «πέρασµα» σε µια νέα πραγµατικότητα, που καθόρισαν η παρουσία και η διακυβέρνηση Μητσοτάκη στη συνέχεια, µε άλλες προδιαγραφές, άλλες δυνατότητες σε πρόσωπα και εµπειρίες και, το κυριότερο, µε νέα αρχιτεκτονική. Οχι πλέον στον κύκλο της παλαιάς µεταπολίτευσης και της «κοµµατικής φεουδαρχίας» που τη χαρακτήρισε, αλλά σε ένα κυβερνητισµό που αφορά τη χώρα εν συνόλω, την προοπτική σε στρατηγική βάση και όχι αυτήν της τετραετίας.

Η πρώτη «κανονικότητα» οδήγησε στη δεύτερη και η νέα «κανονικότητα» του κυβερνητισµού Μητσοτάκη στην ψήφο της 21ης Μαΐου, που καθορίζει το µέλλον και προδιαγράφει µια νέα πολιτική εποχή. Τι διαφορά έχει η διακυβέρνηση Μητσοτάκη; Αν δούµε τις διαδοχικές κρίσεις που χειρίσθηκε, όλες είναι εξωγενείς. Η πανδηµία, η ένταση διαρκείας µε την Τουρκία, ο πόλεµος στην Ουκρανία, τα παρεπόµενα του πολέµου στην Ουκρανία, η ενεργειακή, διατροφική, πληθωριστική κρίση. Απρόβλεπτες, έντονες, οριακές. Οι κρίσεις έγιναν ευκαιρίες χωρίς µεγάλες διακηρύξεις και ιδεολογικές εµπλοκές.

Η πανδηµία έφερε την επανάσταση του ψηφιακού κράτους στην εξυπηρέτηση των πολιτών. Επίσης µια προσαρµογή στις αντιλήψεις για τη συγκρότηση του ΕΣΥ και την ενίσχυσή του µε πόρους και προσωπικό, που θα συνεχισθεί. Η ένταση µε την Τουρκία, τη θωράκιση των συνόρων, όχι µόνον µε τον «φράχτη», αλλά και µε ενιαία επιχειρησιακά κέντρα και κοινές δράσεις των Σωµάτων Ασφαλείας των Ενόπλων ∆υνάµεων και της Υπηρεσίας Πληροφοριών. Ο «γόρδιος δεσµός» του Μεταναστευτικού κόπηκε. Η Ελλάδα µε τα πιεσµένα δηµοσιονοµικά εξοπλίσθηκε εκ νέου και έγινε ανταγωνιστικά ασφαλής. Στη διεθνή πολιτική το προφίλ και οι δυνατότητες της χώρας εκτοξεύτηκαν. Η αντιπολίτευση κατήγγειλε εικονική πραγµατικότητα, αλλά ο διεθνής παράγοντας εκδήλωνε µε κάθε τρόπο τη θετική αντίδραση σε αυτήν τη νέα, συγκροτηµένη Ελλάδα. Στην οικονοµία, οι περιπέτειες πολλές, αλλά η ανάπτυξη, η µείωση των φόρων, οι επενδύσεις και οι νέες θέσεις εργασίας έδωσαν τον τόνο. Οι καθησυχαστικές εκθέσεις των διεθνών οίκων και των ευρωπαϊκών δοµών έγιναν ενθουσιώδεις.

∆εν πήγαν όλα καλά, αλλά η σχέση εµπιστοσύνης ανάµεσα στον λειτουργικό κυβερνήτη-πρωθυπουργό και τους πολίτες δεν έσπασε τελικά πουθενά. Στις κακές συγκυρίες αλλά και τις κρίσιµες ώρες ο πρωθυπουργός µε διαγγέλµατα µέσω των εθνικών δικτύων περνούσε τα µηνύµατα και τα αισθήµατά του στους πολίτες. Επίσης, τις εκκλήσεις του για πειθαρχία, όταν χρειάσθηκε, για εγρήγορση, αλλά και τη «συγγνώµη» του, όταν συνέβησαν τραγωδίες όπως των Τεµπών. Η αδιαµεσολάβητη σχέση πρωθυπουργού και πολιτών λοιδορήθηκε, όπως και το επιτελικό-συντονιστικό κέντρο στο αναβαθµισµένο πρωθυπουργικό γραφείο.

Η αντιπολίτευση εξάντλησε τις πολιτικές δυνατότητές της στην άσκηση του µέγιστου µηδενισµού. Η πίεση για πρόωρες εκλογές στις καλές για την κυβέρνηση και τις δύσκολες για τη χώρα συγκυρίες υπήρξε ασφυκτική στον κ. Μητσοτάκη. Τελικά, αυτός οδήγησε σε εκλογές στην ώρα τους. Στον εκλογικό κύκλο τα ανερµάτιστα και παλαιού τύπου κόµµατα «αυτοκτόνησαν» πολιτικά µέσα από τη µετριότητα και την ανεπάρκειά τους. Μια πρόταση κυβερνητισµού για την επόµενη τετραετία και το µέλλον υπήρχε το Σάββατο πριν από τις κάλπες. Της πρωθυπουργίας Μητσοτάκη και της Κεντροδεξιάς. Την άλλη ηµέρα, την προηγούµενη Κυριακή, ο θρίαµβος του εκλογικού αποτελέσµατος.

Πέραν κάθε πρόβλεψης. ∆εν ήταν ψήφος στο κόµµα. Ηταν ψήφος εµπιστοσύνης στον πρωθυπουργό και τον κυβερνητισµό του αποτελέσµατος. Η νέα Μεταπολίτευση ξεκίνησε. Και όσοι δεν µπορέσουν να την παρακολουθήσουν θα χαθούν στο παρελθόν…

Δημοσιεύτηκε στα ΠΑΡΑΠΟΛΙΤΙΚΑ στις 27/5