Υστερα από πολλούς µήνες όπου κυριάρχησαν στην Ελλάδα και στην πρώτη γραµµή της επικαιρότητας τα σενάρια για προεκλογική, στρατιωτικού τύπου επίθεση των τουρκικών Ενόπλων ∆υνάµεων σε βάρος ελληνικών νησιών ή βραχονησίδων στο Αιγαίο, τα πράγµατα δείχνουν να ανακτούν την τάξη τους. Με αφετηρία τον Φεβρουάριο και µέχρι το αργότερο τον Ιούλιο, θα εξελιχθούν εθνικές εκλογές αρχικά στην Κύπρο και στη συνέχεια περίπου παράλληλα στην Ελλάδα και την Τουρκία. Από την πλευρά του, το καθεστώς Ερντογάν και η νέα στρατιωτικοδιπλωµατική -µετά την εποχή Γκιουλέν- ανώτερη γραφειοκρατία, καθώς και οι ελίτ των πανίσχυρων µυστικών υπηρεσιών της Τουρκίας δεν επιλέγουν να αναµετρηθούν µε την Ιστορία, µε ενδεχοµένως υπαρξιακού τύπου για την οντότητα και την εδαφική συνοχή των εδαφών της πολεµική σύγκρουση µε την Ελλάδα. Θα περιορισθούν στην εξόχως επιθετική «φιλολογία» τους για το καθεστώς στρατιωτικοποίησης και ιδιοκτησίας των ελληνικών νησιών του Αιγαίου, καθώς και σε µια οραµατική οπτική «αυτοκρατορίας» για τη θέση και τον ρόλο της Τουρκίας στη Μεσόγειο. Επίσης, µάλλον δύσκολο δείχνει η Τουρκία να αναπτύξει στρατιωτικές δυνάµεις στα εδάφη της Συρίας, δηµιουργώντας το «µαξιλάρι ασφαλείας» που διακηρύσσει, µε καθεστώς κατοχής εδαφών της ∆αµασκού, αποκτώντας επί της ουσίας ισχυρό ρόλο στα ζητήµατα της Μεσοποταµίας. ∆υσχερής, αν και µη πολεµική, επιχείρηση δείχνει και η ανακήρυξη προτεκτοράτου στην κατεχόµενη από το 1974 Βόρεια Κύπρο. Ακόµα και η πολλαπλά επενδεδυµένη, οικονοµικά, στρατιωτικά και διεθνοπολιτικά, Λιβύη, στο δυτικό κοµµάτι της Τρίπολης, δεν δείχνει να αποδίδει στην Αγκυρα τα αναµενόµενα. Η πρόσφατη πρόταση της κυβέρνησης της Λιβύης από το υπουργείο Ενέργειας και Πετρελαίων της κυβέρνησης στην Τρίπολη προς την Αίγυπτο και την Ελλάδα για συνοµιλίες, προκειµένου να ορισθούν οι µεταξύ τους ΑΟΖ, σίγουρα αποτέλεσε ένα πρώτης τάξεως σοκ για την τουρκική διπλωµατία και γεωπολιτική.

Ετσι, η τουρκική στρατηγική της πολλαπλής «επιθετικότητας» σε µια πολύ ευρεία γεωπολιτικά περιοχή δείχνει αδιέξοδη και ατυχής. Αλλά η τουρκική ηγεσία µπορεί να δοκιµάζει τέτοιου τύπου ελιγµούς, προκειµένου σε ένα «ανατολικού» τύπου παζάρι να διατηρήσει την ισχύ και τη συνοχή του κράτους της, διευρύνοντας την επιρροή της τελικά σε άλλες ζώνες, όπως αυτήν του Καυκάσου ή της Αφρικής ή της Ασίας στο πεδίο του Πακιστάν ή της Μαλαισίας, διατηρώντας τον συσχετισµό που επιχειρεί µεταξύ Ουάσινγκτον - Μόσχας - Πεκίνου - Λονδίνου.

Το πλέον κρίσιµο για την Τουρκία είναι ότι βρίσκεται σε κατάσταση χρεοκοπίας, και αυτό σηµαίνει ότι επενδύσεις από την Κίνα, τους Αραβες, πλην του Κατάρ, που είναι στενός της σύµµαχος, ή η ενεργειακή εξάρτηση από τους Ρώσους µπορεί να δηµιουργήσουν πολύ σηµαντικά προβλήµατα συνοχής στη χώρα. Σε ένα εγγύς µέλλον, µετά το προβλεπτό τέλος του θερµού πολέµου στην Ουκρανία, όταν η γεωπολιτική και γεωοικονοµική «σκακιέρα» θα πάρουν φωτιά και το «βάθος» της χρεοκοπηµένης Τουρκίας θα αποτελέσει ένα από τα περιφερειακά «Ελ Ντοράντο», το πρόβληµα της «πολύ µεγάλης για να µείνει ενιαία» Τουρκίας θα αποκτήσει κινητικότητα. Αφού ο «επιτήδειος ουδέτερος», τον ρόλο που έχει προκρίνει στρατηγικά η Αγκυρα, δεν είναι «στενός σύµµαχος» µε κανέναν. Αρα, είναι ένας αναλώσιµος «παράγων» στο διεθνές παίγνιο των µεγάλων δυνάµεων.

Από την άλλη πλευρά, η Ελλάδα έχει διαµορφώσει µε την παρούσα κυβέρνηση µια πολύ διαφορετική στρατηγική. Βρίσκεται στον ευρωπαϊκό «πυρήνα» και ταυτόχρονα είναι διακηρυγµένος αλλά και ουσιαστικός σύµµαχος των ΗΠΑ. Από την πλευρά της, η Ουάσινγκτον, ακόµα και κατά τη διάρκεια του πολέµου στην Ουκρανία, φροντίζει να τιµά αυτή τη σχέση, αλλά και να την αναδεικνύει, τόσο µε την Ελλάδα όσο και µε την Κύπρο. Τόσο µε όσα αναφέρονται στην τελευταία ετήσια έκθεση του Κογκρέσου για τη διεθνή πολιτική όσο και µε την αναστροφή της παλαιάς σχέσης 7 προς 10 στους αεροπορικούς, για παράδειγµα, εξοπλισµούς υπέρ της Ελλάδας πλέον, σε αντίθεση µε τη δεκαετία του 1970. Αν η Τουρκία πάρει F-16, η Ελλάδα θα µπορεί να προµηθευθεί F-35. Αλλωστε, πολυσήµαντη θα είναι και η επίσκεψη του Αµερικανού ΥΠ.ΕΞ., Αντ. Μπλίνκεν, στην Αθήνα, προερχόµενου από την πάντα εξόχως σηµαντική ετήσια ∆ιάσκεψη Ασφαλείας του Μονάχου.

Στο τέλος του εκλογικού κύκλου που έχει ξεκινήσει τόσο για την Ελλάδα όσο και για την Τουρκία, το πλέον πιθανό σενάριο είναι στην Ελλάδα να έχει επανεκλεγεί πρωθυπουργός ο Κ. Μητσοτάκης και στην Τουρκία πρόεδρος ο Τ. Ερντογάν. Αρα, από τον Ιούλιο η Ελλάδα θα πρέπει να έχει πλέον µια σταθερή επιδίωξη. Να πάψει να συσχετίζεται µε την Τουρκία. Η Ελλάδα παραµένει στην Ευρώπη, µε µια ειδική σχέση µε τις ΗΠΑ. Η Τουρκία, αντίθετα, παραµένει στην Ασία, µε µια διεθνοπολιτική ουδετερότητα απέναντι στη ∆ύση, ειδικά στις ΗΠΑ, και όλο και πιο στενή σχέση µε τις δυνάµεις της Ασίας, την Κίνα και τη Ρωσία. Το πλέον σηµαντικό γι’ αυτή τη νέα ισορροπία των «δύο ξένων» στην ίδια γεωπολιτική περιοχή είναι να υπάρξουν λύσεις στα χρόνια ζητήµατα αντιπαράθεσης µε την Τουρκία, ειδικά στα ζητήµατα χωρικών υδάτων και ΑΟΖ.

Τα «δόγµατα» του ΝΑΤΟ, αλλά και η τύχη της Τουρκίας εντός του Ατλαντικού Συµφώνου υπερβαίνουν την Ελλάδα, που µπορεί να έχει τρεις στόχους στη συνέχεια της διεθνούς της πολιτικής. Πρώτον, να συµβάλει στη συγκρότηση πολιτικής, οικονοµικής, στρατιωτικής, πολιτιστικής δοµηµένης συµµαχίας µε το Ισραήλ και την Αίγυπτο, φυσικά την Κύπρο, µε όραµα αυτή να επεκταθεί προς ανατολάς στη βάση των «συµφωνιών του Αβραάµ» της αρχιτεκτονικής Ποµπέο και στο µέτωπο της Βορείου Αφρικής στον Νότο. ∆εύτερον, να αποτελέσει οικονοµική, τεχνολογική και χρηµατιστηριακή βάση για ΗΠΑ και Βρετανία, συγκροτώντας στην Αθήνα «τρίγωνο» επί ευρωπαϊκού εδάφους, µε τη Νέα Υόρκη και το Λονδίνο. Τρίτον, στο «µέτωπο» της Βαλκανικής να ασκήσει παρασκηνιακή επιρροή για την επιστροφή του βασιλικού οίκου των Καραγεώργεβιτς, ως πολιτειακής ηγεσίας, στη Σερβία.

*Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Παραπολιτικά στις 21 Ιανουαρίου 2023