Η σαφής τοποθέτηση του πρωθυπουργού για το πότε θα γίνουν εκλογές, τον Μάιο του 2023, αποκατέστησε τη θεσμική τάξη των πραγμάτων στην Ελλάδα σε μια ιδιαίτερα ταραχώδη περίοδο για τον κόσμο και ειδικά για την Ευρώπη. Ταυτόχρονα, έδειξε ότι δεν βρίσκεται στην ηγεσία της χώρας μια φοβική κυβέρνηση. Πέραν όλων των άλλων, επιβεβαίωσε ότι ο πρόεδρος της κυβέρνησης, ο κ. Μητσοτάκης, δεν αποτελεί κυβερνήτη που άγεται και φέρεται από χίμαιρες, αγωνιώδη ερωτήματα για το κατά πόσον νιώθει ισχυρός και ασφαλής να ασκήσει διακυβέρνηση, μέσα στις πολύ ρευστές συνθήκες της ενίσχυσης του πληθωρισμού, της ενδεχόμενης ύφεσης, της ενεργειακής κρίσης και των θερμών και ψυχρών μετώπων σύγκρουσης και συσχετισμών στην παγκόσμια γεωπολιτική.

Διακινήθηκε και υποστηρίχθηκε με πεποίθηση μια προσέγγιση σύμφωνα με την οποία, εξαιτίας του γεγονότος ότι προβλέπεται ένας απολύτως «βαρύς» και προπάντων ασταθής και απρόβλεπτος χειμώνας στην ευρωζώνη και φυσικά στην Ελλάδα, η χώρα μας θα έπρεπε να έχει κυβέρνηση με πρόσφατη «λαϊκή εντολή». Υποτιμήθηκε ότι ο πρωθυπουργός και η Νέα Δημοκρατία θα ζητούσαν την ψήφο των πολιτών προκαταβολικά και σαφώς μικροκομματικά στο «κατώφλι» μιας δύσκολης περιόδου, με το επιχείρημα ότι η Νέα Δημοκρατία και ο πρωθυπουργός δικαιούνταν αυτή την εμπιστοσύνη, προκειμένου να αντιμετωπίσουν τις κρίσεις της επόμενης τετραετίας.

Είναι ορατές η αντίφαση και η εμπλοκή που θα δημιουργούνταν, δίδοντας την ευκαιρία στα κόμματα της αντιπολίτευσης, και ειδικά στον ΣΥΡΙΖΑ, να αμφισβητήσουν την ικανότητα και τη δεινότητα του πρωθυπουργού και των κυβερνήσεών του να διαχειρισθούν τις τύχες της χώρας μέχρι το 2026. Ο ίδιος ο κ. Μητσοτάκης θα ήταν έκθετος για την «κωλοτούμπα», όπως θα χαρακτηριζόταν, ως προς τον χρόνο των εκλογών που θα επιχειρούσε. Ταυτόχρονα, δεν θα πρέπει να διαφεύγει της προσοχής ότι τυχόν εκλογές, ειδικά εξαιτίας του συστήματος της απλής αναλογικής που θα ίσχυε, θα ενέπλεκαν τη χώρα σε μια πολύ κρίσιμη περίοδο, σε μια μακρά περίοδο -πέραν του διμήνου- ακυβερνησίας και ρευστότητας, με αποκλειστική ευθύνη του ίδιου του κ. Μητσοτάκη.

Την ίδια στιγμή, πριν από τον σχηματισμό κυβέρνησης πλειοψηφίας με δεύτερες προφανώς εκλογές, ενισχυμένης αναλογικής, θα είχε υπάρξει από τις πρώτες κάλπες έντονο παρασκήνιο για τον σχηματισμό κυβερνήσεων συνασπισμού δύο ή τριών κομμάτων, θα είχαν διακινηθεί σενάρια κυβερνήσεων τάχα «εθνικής συνοχής», θα είχε υπάρξει «καμαρίλα» προσωπικών φιλοδοξιών πολιτικών σε συντονισμό με επιχειρηματικά συμφέροντα, αρνητικές εκθέσεις για την κατάσταση στην Ελλάδα ξένων οίκων αξιολόγησης και εκθέσεις ξένων διπλωματικών αποστολών, καθώς και κλίμα ισοπεδωτικής απογοήτευσης για το πολιτικό σύστημα της χώρας. Υπάρχουν, άλλωστε, ακόμη σημαντικά κέντρα επιρροής στην Ελλάδα, αλλά και δίκτυα αποσταθεροποίησης από το εξωτερικό, ειδικά μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία ή την τυχόν οσονούπω εμπλοκή της Κίνας στην Ταϊβάν, που επιθυμούν αδύναμες κυβερνήσεις στην τοποθετημένη με σαφήνεια στρατηγικά και διεθνοπολιτικά Ελλάδα.

Βεβαίως, αναταραχή και αστάθεια επιδιώκουν και τα κόμματα της αντιπολίτευσης. Αφενός για να μην αιφνιδιαστούν σε περίπτωση πρόωρων εκλογών, αφετέρου γιατί ο χρόνος, ενόψει της προβλεπτής ήττας, παίζει ρόλο στην προοπτική τους και την εσωτερική ισορροπία τους. Για παράδειγμα, στον ΣΥΡΙΖΑ, που έχει πετύχει καλύτερη συνοχή στο εσωτερικό του μετά το τελευταίο Συνέδριο, η ηγεσία του γνωρίζει ότι δεν μπορεί μέχρι τις επόμενες εκλογές να προβάλει μια αξιόπιστη εναλλακτική στρατηγική διακυβέρνησης απέναντι σε αυτή την κυρίαρχη, ως προς την αξιοπιστία και τη συγκρότηση, της Κεντροδεξιάς.

Αρα, θα υπάρξει ήττα στις εκλογές αυτές, η οποία θα πρέπει να είναι διαχειρίσιμη ή να καταστεί διαχειρίσιμη από τον κ. Τσίπρα ή, στην αντίθετη περίπτωση, να προχωρήσει σε καθεστώς δυαρχίας στην ηγεσία του κόμματός του.

Στο ΚΙΝ.ΑΛ.-ΠΑΣΟΚ, από την άλλη, η χειμαρρώδης και έντονα στηριζόμενη μιντιακά επικράτηση του κ. Ανδρουλάκη στην ηγεσία του εναπομείναντος «κινήματος», καθώς και οι προοπτικές εκλογικής ενίσχυσης δεν αντέχουν στον χρόνο και μπορεί, το πιθανότερο, η πολιτική «φούσκα» να σκάσει, επιστρέφοντας σε ποσοστά εξόχως μικρομεσαία τον Μάιο, όπως και στις προηγούμενες κάλπες.

Τελικά, οι εθνικές εκλογές του 2023 μπορεί να είναι πολύ περισσότερο προβλεπτές και διαδικαστικές από ό,τι σε δραματικούς τόνους πολλοί διακηρύσσουν. Για τον απλούστατο λόγο ότι οι πολίτες θα κληθούν να επιλέξουν σταθερή κυβέρνηση, με αξιόπιστο πρωθυπουργό, δεδομένου ότι μέχρι το 2027 προοιωνίζονται διεθνώς μόνον κρίσεις, αστάθεια, ανατροπές και παγκόσμια αναδιάταξη ισχύος. Και χάος στην Ελλάδα μέσα σε διεθνή αστάθεια σημαίνει, φυσικά, νέα κατάρρευση. Είναι απλό, τελικά: Η σταθερότητα δεν έχει… κόστος.

*Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Παραπολιτικά στις 6 Αυγούστου 2022