Οι Τούρκοι είχαν µια πάγια στρατηγική απέναντι στην Ελλάδα και την Κύπρο στις συζητήσεις τους µε τις «µεγάλες δυνάµεις» και τον διεθνή συσχετισµό ισχύος για παραπάνω από µισό αιώνα. Ότι τα δύο κράτη των Ελλήνων βρίσκονται πάντα σε συµπληρωµατική θέση µε τη δική τους, είτε µιλάµε για το ΝΑΤΟ είτε γεωπολιτικά είτε οικονοµικά είτε κοσµοθεωρητικά. Ακόµα και στην περίπτωση της Ευρωπαϊκής Ενωσης, διασφάλιζαν το κύρος και την επιβολή της Τουρκίας σε Ελλάδα και Κύπρο οι πάγιες συµµαχίες τους µε τη Γερµανία και την Αγγλία, αλλά και η µόνιµη επιδίωξη των ελληνικών κυβερνήσεων να υποστηρίζουν την είσοδο της Τουρκίας στο ευρωπαϊκό club, παρά το γεγονός ότι η τελευταία ήταν και είναι Ασία. Ολα αυτά ταυτόχρονα µε τις συνεχείς και έµπρακτες αµφισβητήσεις του ∆ιεθνούς ∆ικαίου και των κυριαρχικών δικαιωµάτων των δύο χωρών ή το καθεστώς κατοχής της Β. Κύπρου. Πώς φάνταζαν λοιπόν οι Έλληνες, παρά τα ανεξάρτητα κράτη τους; Ρωµιοί, στην καλύτερη. Ραγιάδες, στην πιο τραχιά τουρκική διάλεκτο. Από την πλευρά των Αµερικανών, από τη δεκαετία του 1950 και εντεύθεν, η εικόνα Ελλάδας και Τουρκίας ήταν απολύτως συµπληρωµατική. Κάτι σαν «ενιαίος χώρος» γεωστρατηγικά. Για τον λόγο αυτό άλλωστε είχε επιδιώξει µεταπολεµικά η Ουάσινγκτον, µετά την ίδρυση του ΝΑΤΟ, την ταυτόχρονη είσοδο της Τουρκίας και της Ελλάδας στην Ατλαντική Συµµαχία. Ακόµα και µετά την εισβολή των Τούρκων στην Κύπρο, ο συσχετισµός, τον οποίο αποδέχονταν οι κυβερνήσεις σε Αγκυρα και Αθήνα, ήταν 7 προς 10 υπέρ της µεγαλύτερης και ισχυρότερης Τουρκίας. Στα ύστερα χρόνια, τις δεκαετίες µέχρι και το 2010, πάγιος ήταν ο στόχος της Τουρκίας να αυξήσει υπέρ της την αναλογία, σε επίπεδο αρχικά 10 προς 5 και στη συνέχεια 10 προς 3. Αυτό που είναι αξιοσηµείωτο για την ανάλυση σε επίπεδο ΝΑΤΟ είναι ότι εξαιτίας του µεταξύ τους ανταγωνισµού και οι δύο δυνάµεις βρίσκονταν σε µια «κούρσα εξοπλισµών» σε σχέση µε το ΑΕΠ τους. Φθάνοντας σε επίπεδο πολεµικής ετοιµότητας, συνολικά, να είναι πολύ πιο σπουδαίες από τη Γερµανία, όλες τις χώρες του ευρωπαϊκού πυρήνα, φυσικά τους Ανατολικούς ή Βαλκάνιους «συµµάχους».

Μια κρίσιµη παράµετρος, που επίσης καθόρισε τον συσχετισµό δυνάµεων µε την Τουρκία στις ύστερες δεκαετίες, ήταν η επιµονή της ελληνικής στρατηγικής σε µια στάση «ήπιας ουδετερότητας» ανάµεσα στις «µεγάλες δυνάµεις» σε σχέση µε τη Ρωσία, ένας ευρωκεντρικός φανατισµός σε σχέση µε τη Γερµανία, µια προσδοκία από την Κίνα, όταν αυτή έπαψε να είναι ένας «περίκλειστος πλανήτης», ένας µόνιµος «ετεροπροσδιορισµός» από την Τουρκία ως προς τη θέαση των διεθνών ζητηµάτων, µια καχυποψία για τις ΗΠΑ και το Ισραήλ, µια «µπααθική» αντίληψη για τον αραβικό κόσµο, µια «ανάδελφη» αντίληψη για την προώθηση των εθνικών συµφερόντων του πυρήνα. Αυτή η στρατηγική «ουδετερότητα» της Ελλάδας, βασισµένη σε φοβικά σύνδροµα των πολιτικών και των διπλωµατών της, παρά σε µια συγκροτηµένη και δοµηµένη αντίληψη πραγµάτων για το τι εξυπηρετεί τα εθνικά συµφέροντα, επίσης βοήθησε την Τουρκία να επιβάλει τόσο στους Έλληνες όσο και στους συµµάχους τα δικά της «θέλω» διά της προβολής ισχύος. Συνοπτικά, το σύνδροµο του «µη πολέµου» της Ελλάδας κάνει ισχυρό το «casus belli» της τουρκικής Εθνοσυνέλευσης για τα 12 ν.µ. και όχι η υπεροπλία της γείτονος από το 1995.

Από το 2010 και µετά, και παρά την οικονοµική κατάρρευση της Ελλάδας εντός της ευρωζώνης και τη δεσπόζουσα ηγεµονία της Γερµανίας, τόσο η διεθνής οπτική και στρατηγική της Ελλάδας όσο και η τουρκική, αντίστοιχα, άλλαζαν, µε πρώτο πεδίο τις σχέσεις µε το Ισραήλ και τη συγκρότηση «µεσογειακής ενότητας» µε κρίσιµους εταίρους Ελλάδα - Κύπρο. Πολύ περισσότερο οι εξελίξεις έτρεξαν µετά το 2016. Τα όσα συνέβησαν στην τελευταία παρουσία του Έλληνα πρωθυπουργού στην Ουάσινγκτον είναι η επιτυχής κορύφωση µιας πορείας, µε παρασκήνιο πάνω από δώδεκα χρόνια. Όµως τόσο η ανάσχεση στον Έβρο το 2020 όσο και οι συµφωνίες της τριετίας και η παρουσία της Ελλάδας, µε πεποίθηση και «αυτοπροσδιορισµό» µετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, στην πλευρά της ∆ύσης έκαναν τους «Ανατολίτες» Τούρκους να χάσουν τη στρατηγική… ψυχραιµία τους. Ο στόχος της Άγκυρας σήµερα είναι, δικαιολογηµένα ως προς τα πρόσωπα, ο «κυρίαρχος παίκτης» από την πλευρά των Ελλήνων. Ο πρωθυπουργός Κ. Μητσοτάκης

*Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Παραπολιτικά στις 28 Μαΐου 2022