Η Ελλάδα στη νέα περίοδο της Ιστορίας θα πρέπει να μπει με στρατηγική στόχων. Οσες και να είναι οι αναταράξεις και οι συγκρούσεις της επόμενης δεκαετίας, μέχρι να διαμορφωθεί και να σταθεροποιηθεί η νέα πραγματικότητα ισχύος στον πλανήτη, το βασικό ζητούμενο για την Ελλάδα και τα συστήματα διακυβέρνησης, διαμόρφωσης πολιτικής και τους επιχειρηματικούς ομίλους είναι να μη μας συμβεί ό,τι και το 1989. Τότε που ο κόσμος ήταν και πάλι μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, με την κατάρρευση της Σοβιετικής Ενωσης. Τότε που στην Ελλάδα ασχολούμασταν αποκλειστικά με την υπόθεση Κοσκωτά, τη δίκη Παπανδρέου, τα Pampers, σε συνθήκες πλήρους πολιτικής αστάθειας και με ευκαιριακές κυβερνήσεις συνασπισμού, απολύτου εσωστρέφειας. Ακολούθησαν τριάντα χρόνια για την Ελλάδα και το σύστημα διοίκησής της όπου τα θετικά υπολείπονται σημαντικά των αρνητικών. Αφού στις αρχές του 2000 είχαμε την κατάρρευση του χρηματιστηρίου και μια πρώτη βίαιη απώλεια, στην είσοδο της ζώνης του ευρώ, εισοδημάτων και περιουσιών και δέκα χρόνια μετά, το 2011, με την «επιλεκτική χρεοκοπία» εντός ευρωζώνης, μια δεύτερη, πιο δομική και διευρυμένη απώλεια από την πρώτη.

Στην παρούσα συγκυρία, όμως, τα πολιτικά, οικονομικά και κοινωνικά δεδομένα για τη χώρα μας είναι σαφώς πιο ισορροπημένα, προβληματικά μεν, αλλά όχι αδιέξοδα, ενώ η σταθερότητα διακυβέρνησης, εφόσον μάλιστα διατηρηθεί αυτή και μετά τις επόμενες εκλογές, επιτρέπει ορίζοντα στρατηγικών αποφάσεων. Μια πορεία με τρεις σταθμούς, όσες και οι κανονικές κοινοβουλευτικές περίοδοι. Πρώτος μέχρι το 2027, δεύτερος το 2031 και τρίτος το 2034. Περίπου, σύμφωνα με τη διεθνή πρόβλεψη και ανάλυση, το 2034- 2035 θα έχει διαμορφωθεί πλήρως ένας νέος κόσμος. Με τα σημερινά, αρχικά δεδομένα, η σταθερή πρόβλεψη είναι ότι πρωθυπουργός στην πρώτη, την πλέον δυσχερή και απρόοπτη φάση, θα είναι ο Κ. Μητσοτάκης, με κυβέρνηση αυτοδυναμίας, αλλά ευρύτερης σύνθεσης, ως προς τα πρόσωπα, σε ένα Κοινοβούλιο δύο ισχυρών δυνάμεων διακυβέρνησης, με τον ΣΥΡΙΖΑ στην αξιωματική αντιπολίτευση. Με τα δεδομένα αυτά, η Ελλάδα βρίσκεται σήμερα, από πλευράς πολιτικής τάξης και κοινωνικής συνοχής, σε καλύτερη φάση από τη Γαλλία, όπου οι αναθεωρητικές δυνάμεις δεσπόζουν, το πολιτικό σύστημα βρίσκεται σε ρευστότητα και η κοινωνία σε πλήρη πόλωση.

Η κατάσταση της Ελλάδας σήμερα επιτρέπει να υπάρξει ένας αρχικός δημόσιος διάλογος για στρατηγική. Στην πρώτη φάση, είναι κρίσιμη η παραμονή του Κ. Μητσοτάκη στην πρωθυπουργία για τη σταθερότητα του κυβερνητισμού που είναι απαραίτητος για την αρχική φάση, όπου θα πρέπει σε συνθήκες διεθνούς κρίσης και αβεβαιότητας να πετύχει ή να προδιαγράψει κάποια καθοριστικά «new deals» για τη χώρα. Σε μια πρώτη φάση ένα χρηματιστηριακό «big deal» με το Σίτι (Λονδίνο) και τη Γουόλ Στριτ (Νέα Υόρκη), με την Ελλάδα να εμπεδώνεται ως ενδιάμεσος σταθμός στη ζώνη του ευρώ.

Η Ελλάδα, μια χώρα σαφώς τοποθετημένη στη Δύση, στα όρια με την Ανατολή, δημοκρατική, ασφαλής, λειτουργική, κοινωνικά σταθερή και με συνοχή, πολύ εύκολα μπορεί να εξελιχθεί σε Σιγκαπούρη -τηρουμένων των αναλογιών, λόγω δεσμεύσεων της ευρωζώνης- της Ανατολικής Μεσογείου. Σίγουρα το κλίμα και οι συνθήκες ζωής προκρίνουν την Ελλάδα σε σχέση, για παράδειγμα, με τη Βουλγαρία - Ρουμανία ή την Τουρκία για τα στελέχη και τις οικογένειές τους που εμπλέκονται στον κύκλο των επιχειρήσεων.

Η Ελλάδα ταυτόχρονα έχει ειδικές σχέσεις με το Ισραήλ, την Αίγυπτο ή τους Αραβες, που δίνουν ισχύ στην επιλογή της. Παλαιό μέλος της Ε.Ε. και του ΝΑΤΟ, δεν εμπίπτει σε επισφάλειες άλλων περιοχών. Η σχέση αυτή με Βρετανία και ΗΠΑ μπορεί να λειτουργήσει με τρία χρηματιστήρια. Αξιών στην Αθήνα, Ποντοπόρου Ναυτιλίας στον Πειραιά και Εμπορευμάτων στη Θεσσαλονίκη. Από την αφετηρία της νέας εποχής είναι φανερή η αναβάθμιση της παγκόσμιας ναυτιλίας και στον ενεργειακό τομέα, κάτι που πρέπει πλέον να αποτελέσει τη «βαριά βιομηχανία» της Ελλάδας, όχι από άποψη σημαίας, αλλά λειτουργικότητας. Μαζί, φυσικά, με τα ναυπηγεία, το LNG και τα logistics, που καθορίζουν την προοπτική.

Δύο είναι τα κρίσιμα πεδία που μπορούν να καθορίσουν το μέλλον της χώρας στην εσωτερική της συγκρότηση. Το πρώτο, η συνέχεια και η τελική διάρθρωση του ψηφιακού κράτους, που λύνει και τα ζητήματα δομικής διαφθοράς, αποτελεσματικότητας της διοίκησης και έκδοσης δικαστικών αποφάσεων. Το δεύτερο, η αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου, με μαζική αποκέντρωση, εφαρμογή τεχνολογιών στον πρωτογενή τομέα, μεταποίηση και σύνδεση με τον τουρισμό.

Οι κρίσεις για χώρες όπως η Ελλάδα αποτελούν ευκαιρία…

*Δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα Παραπολιτικά στις 29 Απριλίου 2022