Το δόγμα της διεθνούς πολιτικής της χώρας που ακολουθεί και ανακηρύσσει ο πρωθυπουργός Κ. Μητσοτάκης και η κυβέρνησή του αποτελεί επί της ουσίας έκφραση νεο-βενιζελισμού.

Η στρατηγική των διμερών συμφωνιών σε κεντρικό επίπεδο με τη Γαλλία και εντός ολίγων ημερών με τις ΗΠΑ (στη βάση των διαδοχικών 5ετιών) και σε περιφερειακό επίπεδο με χώρες όπως το Ισραήλ, η Αίγυπτος, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, η Σαουδική Αραβία κ.λπ., παραπέμπει στη στρατηγική διεθνούς πολιτικής του Ελ. Βενιζέλου (με επιτελάρχη τον Ι. Μεταξά), σε σχέση με τη χρονική και διπλωματική περίοδο 1909-1920.

Το κρίσιμο δόγμα που ακολουθήθηκε τότε ήταν ότι τα εθνικά συμφέροντα της δρώσας Ελλάδας θα υπηρετηθούν και θα ικανοποιηθούν μέσα από τη σύμπτωση ή τη σύγκλιση με ξένα συμφέροντα και προτεραιότητες κεντρικών (αυτοκρατορικών) δυνάμεων, της Γαλλίας και της Αγγλίας συγκεκριμένα, αλλά και περιφερειακών δυνάμεων, ιδιαίτερα στη γεωγραφία της Βαλκανικής, που είχε προτεραιότητα στα δεδομένα της εποχής.

Πολλά έχουν χαθεί από τη διπλωματική σχολή αυτή μέσα από μια ισοπεδωτική συζήτηση περί της «Μεγάλης Ιδέας», που βρήκε τα όριά της στην εκστρατεία στην Ιωνία, αφού όμως είχε διπλασιασθεί η έκταση και τα σύνορα της Ελλάδας του 1830.

Το ίδιο δόγμα της ενεργού διπλωματικά και ένοπλης Ελλάδας ενεργοποιήθηκε τη χρονική περίοδο 1936-1940, μετά από μια μακρά περίοδο αδύναμων κυβερνήσεων και στρατιωτικών πραξικοπημάτων στον Μεσοπόλεμο.

Η ανασυγκρότηση της Ελλάδας τότε και ο επανεξοπλισμός της επέτρεψαν τη συμμετοχή της στον Β’ Π.Π., με την πλευρά των «ναυτικών δυνάμεων», του Ηνωμένου Βασιλείου, των ΗΠΑ, με συμφωνία την επιστροφή στην Ελλάδα των Δωδεκανήσων, που ίσχυσε, και της Β. Ηπείρου, που χάθηκε μέσα στα «απόνερα» του Εμφυλίου.

Ο σημερινός πρωθυπουργός προέρχεται από ένα από τα παραδοσιακά «πολιτικά σπίτια» του ελληνικού κοινοβουλευτισμού, με αποτέλεσμα να παρακολουθεί την Ιστορία με έναν πιο εμπειρικό και «εσωτερικό» τρόπο. Για τον λόγο αυτόν δείχνει πολύ προσεκτικός στις «παγίδες» που μπορεί να προκύψουν.

Οπως ο εθνικός διχασμός και ο παράγων «Γερμανία», η πολιτική και εκλογική αστάθεια (απλή αναλογική), οι παρακρατικοί μηχανισμοί, η κοινοβουλευτική ανυποληψία, οι ανατροπές στους διεθνείς συσχετισμούς.

Παράλληλα ο Κ. Μητσοτάκης δείχνει ότι παρακολουθεί τις «ατραπούς» της κλασικής καραμανλικής σχολής, μεταπολεμικά, του «Ανήκωμεν εις την Δύσιν», που συσχετίζει τις κεντρικές συμμαχίες της Ελλάδας με τις ΗΠΑ (ατλαντικά) και τη Γαλλία (ευρωπαϊκά), πέραν της ιδιότητας του μέλους στους πολυμερείς οργανισμούς Ε.Ε. - ΝΑΤΟ.

Απέναντί του ο πρωθυπουργός και η διεθνής πολιτική που ακολουθεί έχει το κατεστημένο των… «losers». Των υπερασπιστών της «μικρής πλην έντιμης Ελλάδας», που κυριάρχησε μετά την ήττα στη Μικρά Ασία, στην «ακινησία» που έφερε μεταπολεμικά ο Ψυχρός Πόλεμος, αλλά αδικαιολογήτως και στην τελευταία 20ετία, όταν έγινε αποδεκτό ότι η μόνη δυνατότητα της Ελλάδας είναι ως μέλος της γερμανοκρατούμενης Ευρώπης να εξελιχθεί σε έναν «ικέτη ισχύος» απέναντι στην Τουρκία και μια «αποικία χρέους» εντός της ευρωζώνης.

Το κατεστημένο των «losers» έχει τη δεξιά και κεντροαριστερή συνιστώσα. Αφορά τους πολιτικούς, διπλωμάτες, στρατιωτικούς, αναλυτές που αποπνέουν το πνεύμα της αντιβενιζελικής παράταξης του Μεσοπολέμου μετά την τραγωδία του 1922 και του «βενιζελισμού», όπως παραχαράχθηκε από τη μικροαστική μεταπολιτευτική Κεντροαριστερά.

Είναι οι θιασώτες του δόγματος της «μικρής, πλην έντιμης Ελλάδας». Από την άλλη, υπάρχει η μιζέρια και οι ιδεολογικοπολιτικές «αγκυλώσεις» της Αριστεράς, που έχει μια «μήτρα», το ΚΚΕ (της περιόδου 1927-1947).

Ολοι μαζί είναι «losers» εκ του αποτελέσματος, αφού μεταπολεμικά, αλλά και από το 1974 και μετά, οδήγησαν τον Ελληνισμό σε συνεχείς υποχωρήσεις, διεθνοπολιτική απαξία, απώλειες εδαφών, παροικιών, επιρροής και κυριαρχικών δικαιωμάτων.