Στην διακαναλική συνέντευξη τύπου την Κυριακή 12 Μαΐου, ο Κυριάκος Μητσοτάκης αναφέρθηκε στην επταήμερη λειτουργία επιχειρήσεων. Η Κυβέρνηση, αλλά και άλλα κόμματα της αντιπολίτευσης, έσπευσαν να κατηγορήσουν τον πρόεδρο της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης ότι προωθεί τον εργασιακό μεσαίωνα, ότι θα μας υποχρεώσει όλους να δουλεύουμε ασταμάτητα χωρίς την διήμερη ξεκούραση που απολαμβάνουμε. Ότι ο ανάλγητος νεοφιλελεύθερος βάζει την αγορά πάνω από τους ανθρώπους.

Όπως έχει ήδη γίνει γνωστό, η αποστροφή του κυρίου Μητσοτάκη έγινε με αφορμή την εταιρεία Παπαστράτος, την οποία έχει επισκεφθεί ο πρωθυπουργός το 2017, και στα εγκαίνια των νέων εγκαταστάσεων της οποίας τον Μάρτιο του 2018  παραβρέθηκε μεγάλη αντιπροσωπεία της Κυβέρνησης. Η επένδυση και η επταήμερη λειτουργία του εργοστασίου (και όχι η επταήμερη εργασία των εργαζομένων) επέτρεψε, σύμφωνα με την εταιρεία, την πρόσληψη επιπλέον 400 ανθρώπων, που προστέθηκαν στους 800 που ήδη απασχολούσε, και τη μείωση του εβδομαδιαίου χρόνου εργασίας στις 37 ώρες. Τη σύμβαση για την επταήμερη λειτουργία επικύρωσε η υπουργός Απασχόλησης κυρία Αχτσιόγλου, όπως προβλέπεται από την εθνική νομοθεσία.

Δεν είναι η πρώτη φορά που η ίδια η Κυβέρνηση δημιουργεί και προωθεί fake news. Δεν είναι αυτό που εκπλήσσει πια. Είναι βεβαίως κρίμα να αφιερώνεται χρόνος από Μέσα ενημέρωσης και Κόμματα για την διάψευση προφανώς ψευδών διαδόσεων και την επιβεβαίωση των αυτονοήτων.

Αυτό που έχει όμως πρωταρχική σημασία, είναι ο συνεχής αποπροσανατολισμός που προκύπτει από τα πραγματικά προβλήματα της Ελλάδας. Εν προκειμένω, αντί να καθίσουμε να συζητήσουμε, έστω και με αφορμή την δήλωση Μητσοτάκη, για τα νέα εργασιακά δικαιώματα την ώρα της 4ης βιομηχανικής Επανάστασης (ψηφιακός κόσμος, αυτοματισμός), αναλωνόμαστε σε δηλώσεις και διαψεύσεις για θέματα που στις προηγμένες χώρες είναι πια λελυμένα. Στη χώρα της ανεργίας στο 18,6% και μετά από μία δεκαετία σε οικονομική κρίση και συμπίεση των εισοδημάτων όλων και κυρίως της μεσαίας τάξης, λόγω της υπερφορολόγησης από την κυβέρνηση της «πρώτης φοράς αριστερά», η κυβέρνηση αρνείται να συζητήσει τις πραγματικές ανάγκες της Ελλάδας και φαίνεται να προβάρει ήδη τον ρόλο της ως καταγγελτική – και καθόλου εποικοδομητική - αντιπολίτευση.

Το ίδιο ακριβώς έχει συμβεί και με το άνοιγμα των καταστημάτων τις Κυριακές. Η πρώτη σύγχρονη νομοθεσία για το θέμα, ήδη από το 1990, που επέτρεψε την λειτουργία πολλών κατηγοριών καταστημάτων (ανθοπωλεία, αντικέρ, ζαχαροπλαστεία, περίπτερα, ανθοπωλεία, αλλά και… στιλβωτήρια κ.ά.) τις Κυριακές, καθώς και όλων στις τουριστικές περιοχές. Τότε δεν είχε ανοίξει μύτη. Είκοσι χρόνια μετά, ξανάνοιξε η συζήτηση και, ακόμη και το ΣτΕ, εκδίδει αντικρουόμενες αποφάσεις. Οι ομοσπονδίες είναι στα κάγκελα, την ώρα που αυτών ηγούνται συχνά επαγγελματίες των κλάδων όπου η λειτουργία τις Κυριακές επιτρέπεται εδώ και τριάντα χρόνια! Στην πρόσφατη απόφαση του ΣτΕ (Ιαν. 2019), υπέρ του ανοίγματος υπό όρους, η σημερινή κυβέρνηση που διαφωνούσε, ως αντιπολίτευση, με το άνοιγμα τις Κυριακές (άλλος εργασιακός μεσαίωνας – για ποιούς άραγε; εθελοντικό ήταν το μέτρο) επιχειρηματολόγησε υπέρ του ανοίγματος!

Η επταήμερη λειτουργία μιας επιχείρησης μπορεί σε κάποιες περιπτώσεις να αποτελέσει λύση για την βελτίωση της ανταγωνιστικότητάς της. Σε συνεργασία με τους εργαζομένους της επιχείρησης και σεβασμό στα δικαιώματά τους, μπορεί να εφαρμοστεί. Η συνεννόηση του εργοδότη με τους υπαλλήλους του είναι προς το συμφέρον όλων, διότι είναι ο μόνος τρόπος για την επίτευξη της εργασιακής ειρήνης, που αποτελεί προϋπόθεση για την επιτυχία και ευημερία εργοδότη και εργαζομένων. Άλλωστε, όπως ήδη επισημάναμε, πρόκειται για μία πρακτική που εφαρμόζεται εδώ και δεκαετίες σε πολλές δραστηριότητες, εμπορικές ή βιομηχανικές και δεν υπάρχει κανένας λόγος να διαρρηγνύει η κυβέρνηση τα ιμάτιά της, ότι έρχεται εργασιακός μεσαίωνας!

Η ουσία είναι μία: η Ελλάδα έχει ανάγκη από επενδύσεις και θέσεις εργασίας. Η κυβέρνηση θα πρέπει να ασχολείται με αυτό και μόνο με αυτό. Οι εργασιακές σχέσεις και τα δικαιώματα των εργαζομένων είναι μία βασική πτυχή, που αγγίζει και τα ανθρώπινα δικαιώματα, όπως τα αντιλαμβανόμαστε στον δυτικό κόσμο. Ο κόσμος αλλάζει ραγδαία, ο ανταγωνισμός γίνεται διεθνής και η Ελλάδα κινδυνεύει να χάσει το τραίνο. Και όμως, ο πολιτικός λόγος είναι παρωχημένος.Υπάρχει η ανάγκη να αναζητούνται λύσεις που, με απόλυτο σεβασμό στους εργαζομένους, προσαρμόζονται στις ανάγκες του σήμερα και καθιστούν την Ελλάδα πιο ανταγωνιστική.

* Ο Μανώλης Γραφάκος είναι Οικονομολόγος με μεταπτυχιακές σπουδές στη Διοίκηση Επιχειρήσεων (ΜΒΑ), στην Τραπεζική και στον Τουρισμό, υποψήφιος διδάκτορας. Υποψήφιος Βουλευτής Νέας Δημοκρατίας στον Βόρειο Τομέα Αθηνών