Όχι, το πρόβλημα της Κεντροαριστεράς δεν είναι η επιλογή −ή μη− ηλεκτρονικής πλατφόρμας για την ψηφοφορία που θα αναδείξει τον επόμενο αρχηγό της. Το πρόβλημα είναι πιο βαθύ, συνολικό και αφορά τη φυσιογνωμία και τη στρατηγική. Και σε αυτό οι επίδοξοι ηγέτες και ηγέτιδες δεν έχουν ακόμη την ουσία.

Είναι αλήθεια ότι η διαπίστωση πως δεν πληρούνται ακόμα οι τεχνικοί όροι για να πραγματοποιηθεί διαδικτυακή ψηφοφορία σε μεγάλη κλίμακα, διαπίστωση που καθαυτή δείχνει ότι απέχουμε τεχνολογικά από την «ηλεκτρονική διακυβέρνηση», μάλλον ήρθε κουτί στους υποψηφίους και την προσπάθειά τους να διεκδικήσουν την ηγεσία ενός πολιτικού χώρου που, από κυρίαρχος του πολιτικού παιχνιδιού, σήμερα ελπίζει να είναι απλώς ρυθμιστής.

Για να είμαστε δίκαιοι, και το ζήτημα του τρόπου με τον οποίο θα διεξαχθεί η ψηφοφορίας βαθιά πολιτικό είναι. Αφορά το εάν τον ηγέτη θα τον επιλέξουν τα κομματικά μέλη και οι μηχανισμοί στους οποίους αυτά ανήκουν ή η εκλογική βάση.  Βέβαια, παρότι σε μια προηγούμενη περίοδο οι οπαδοί της «ανοιχτής εκλογής» το έκαναν θέλοντας να πάνε τα μεγάλα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα προς τα δεξιά, εσχάτως το πράγμα έχει λειτουργήσει και ανάποδα. Για παράδειγμα, η ανοιχτή ψηφοφορία στο Βρετανικό Εργατικό Κόμμα, σχεδιασμένη αρχικά για να μειώσει τη δύναμη των συνδικαλιστών και των παλιών «αριστερών τάσεων», οδήγησε στο αντίθετο αποτέλεσμα: σήμερα το πιο δεξιό σοσιαλδημοκρατικό κόμμα στην Ευρώπη έχει τον πιο αριστερό ηγέτη στην Ευρώπη, δηλαδή τον Τζέρεμι Κόρμπιν. Το ΠΑΣΟΚ πάντως υπήρξε πρωτοπόρο στην καθιέρωση της ανοιχτής ψηφοφορίας ήδη από την εποχή του ΓΑΠ.

Βέβαια, ακόμη και η ανοιχτή ψηφοφορία στην παραδοσιακή της μορφή προϋποθέτει μια διαδικασία. Να σηκωθεί ο άλλος, να πάει να στηθεί σε μια ουρά, να ψηφίσει, να δώσει και μια μικρή συνδρομή. Ακόμη και αυτό, όμως, θεωρήθηκε, κυρίως από τους οπαδούς μιας πιο εκσυγχρονιστικής και νεοφιλελεύθερης κατεύθυνσης, ότι περιορίζει την απεύθυνση και ευνοεί τους «κομματικούς». Βλέπετε, για τους οπαδούς του σύγχρονου «ακραίου κέντρου» υπάρχουν πολλές χιλιάδες ανένταχτοι ψηφοφόροι που αναζητούν φωτογενείς ηγέτες, οι οποίοι θα μιλούν τη γλώσσα του νεοφιλελευθερισμού, του εκσυγχρονισμού, των επενδύσεων και της σκληρής δουλειάς και όχι του «λαϊκισμού» και θα μπορούν να διαμορφώσουν έναν θετικό συσχετισμό, αλλά τους κουράζει το να στηθούν σε μια ουρά, ενώ είναι εξοικειωμένοι με τις νέες τεχνολογίες. Και, τσουπ, να η ιδέα της ηλεκτρονικής ψηφοφορίας.

Και τι να απαντήσεις; Ότι φοβάσαι ότι έχεις άλλη απήχηση στην κοινωνία και άλλη στο κόμμα; Εξ ου και ότι τα αντεπιχειρήματα της Φώφης Γεννηματά ήταν για πιθανότητα διπλοψηφιών και για προβλήματα στη νομιμότητα της διαδικασίας. Από την άλλη, όλοι οι υπόλοιποι στρατευμένοι στην καθολική ηλεκτρονική ψηφοφορία. Και καλά, σε ό,τι αφορά τον Γιώργο Καμίνη ή τον Σταύρο Θεοδωράκη, με τη διαρκή μιντιακή προβολή που έχουν -παράλληλα με την απουσία μηχανισμού-, μπορώ να καταλάβω ότι ελπίζουν πως θα μεταφέρουν τη δημοτικότητά τους, έστω και αν στην πραγματικότητα υπάρχει μια απόσταση ανάμεσα στο να σε ξέρουν και στο να σε ψηφίσουν. Όταν μιλάμε, όμως, για τον Γιάννη Μανιάτη, τον Γιάννη Ραγκούση ή τον Νίκο Ανδρουλάκη, τι είναι αυτό που τους κάνει να πιστεύουν ότι θα μπορέσουν να φτιάξουν τόσο μεγάλο ρεύμα. Εκτός και αν επιδιώκουν να κάνουν μια πολιτική επένδυση για το μέλλον.

Το βασικότερο ερώτημα, βέβαια, είναι όλες και όλοι αυτοί τι θέλουν να πουν, πώς όντως απευθύνονται στους δυνάμει εκλέκτορές τους, για ποιο λόγο τούς καλούν να ψηφίσουν τον νέο φορέα; Αν δεν το έχουν προσέξει, η Κεντροαριστερά δεν είναι ο κραταιός φορέας που ήταν κάποτε επί ΠΑΣΟΚ, και από τα ευχολόγια να ξαναγίνει μέχρις όντως να γίνει φαίνεται ότι θα έχουν περάσει ακόμη αρκετές κυβερνήσεις και... κάμποσα μνημόνια. Κατανοώ ένα κεκτημένο αλαζονείας όταν μιλάμε για έναν χώρο που κυβέρνησε το μεγαλύτερο μέρος των τελευταίων 36 ετών, αλλά μάλλον δεν έχουν αντιληφθεί ότι το ΠΑΣΟΚ πρακτικά διαλύθηκε στην πορεία προς τις εκλογές του 2012 και έκτοτε δεν αγωνίζεται πλέον στην πρώτη κατηγορία της πολιτικής, με τον ΣΥΡΙΖΑ αλλά και τη ΝΔ να έχουν αλώσει ένα μέρος του πολιτικού χώρου. Ούτε είναι εύκολο να παρουσιαστούν ως κάτι το νέο όταν όλοι οι υποψήφιοι είναι βετεράνοι της πολιτικής, της διακυβέρνησης, της αυτοδιοίκησης και της επικοινωνίας. Γι’ αυτό και δεν μπορούν, ούτε καν δημοσκοπικά, να ξεφύγουν από τα κάπως στενάχωρα σημερινά εκλογικά τους όρια.

Κοινώς, αντί για διαδικαστικά ζητήματα, για παιχνίδια εντυπώσεων, για προσπάθεια να φορτώσουν ο ένας στον άλλο τον μουντζούρη, ας ασχοληθούν με κάτι που μέχρι τώρα τους διαφεύγει: να πουν τι εννοούν ως πολιτική, να προτείνουν προγράμματα, να είναι ειλικρινείς ως προς το με ποιον πόλο θα πάνε (με τον Κυριάκο Μητσοτάκη και τη δική του εκδοχή επιθετικού νεοφιλελευθερισμού για μια άνοιξη των επενδύσεων ή με την πρόταση του Τσίπρα για νεοφιλελευθερισμό με «ανθρώπινο πρόσωπο»). Γιατί διαφορετικά απλώς δεν θα προσελκύσουν τόσους ψηφοφόρους. Κομματικούς και μη. Γιατί εκεί είναι το πρόβλημα της Κεντροαριστεράς σήμερα: εάν έχει όντως κάτι να πει, που δεν το λένε ήδη κάποιοι άλλοι, οι οποίοι μπορεί να έχουν και περισσότερες πιθανότητες να το κάνουν πράξη.

Και αφού τους αρέσει τόσο πολύ η επικοινωνία, ας ξέρουν ότι αν στην εποχή της τηλεόρασης έπαιρνε μερικά λεπτά στον θεατή να αλλάξει κανάλι, στην εποχή του διαδικτύου ο χρόνος αντίδρασης εξαντλείται σε ελάχιστα δευτερόλεπτα. Και μετά κανείς δεν θα κάτσει να θυμηθεί που είναι το link και το pin για την ηλεκτρονική ψηφοφορία. Κάτι άλλο θα έχει τραβήξει την προσοχή του. Και πιθανώς δικαιολογημένα...