Καλό στήσιμο είχε, αυτά που λέει τον τελευταίο καιρό επανέλαβε ως προς τα μέτρα, προσπάθεια να τα συνδέσει με την αγωνία της κοινωνίας έκανε, υποσχέσεις λίγες έδωσε και αυτές μετρημένες, γκάφες πολλές απέφυγε (πλην ίσως της ατάκας για την κοινωνική ισότητα που δεν ταιριάζει στην ανθρώπινη φύση), προτάσεις «ιδεολογικές» απευθυνόμενες στο κοινό του έκανε (π.χ. για μια μη δημόσια παιδεία), διαχωριστικές γραμμές από τον Τσίπρα τράβηξε, για τον Καμμένο και τον Χριστοφορίδη έθεσε τα κρίσιμα ερωτήματα, τον Σαββίδη τον κάλεσε να περιοριστεί στην επιχειρηματική του δραστηριότητα.

Ο λόγος για την παρουσία του Κ. Μητσοτάκη στη ΔΕΘ. Καμία αντίρρηση. Όμως, όλα αυτά ισχύουν μόνο εάν πούμε ότι το δίλημμα που μας τίθεται είναι να διαλέξουμε ανάμεσα στον τρόπο που ο Τσίπρας παρουσιάζει την εφαρμογή των μνημονίων (δηλαδή ένα μίγμα νεοφιλελευθερισμού και ακραίας λιτότητας) ως «πάλη για την κοινωνική δικαιοσύνη» και έναν καθαρό νεοφιλελευθερισμό που δεν φοβάται να πει ότι είναι νεοφιλελευθερισμός.

Ο Κυριάκος Μητσοτάκης είναι αλήθεια ότι από την αρχή υπήρξε συνεπής σε αυτό που λέει. Από τη στιγμή που ανέβηκε στην ηγεσία της ΝΔ, κινήθηκε με ένα γνώμονα: να μην αναλάβει καμία δέσμευση που θα παρέκκλινε πολιτικά από τη νεοφιλελεύθερη πολιτική.

Μπορεί να έχουν περάσει ελάχιστα χρόνια, αλλά μοιάζει να μας χωρίζει ένας αιώνας από την εποχή που η ΝΔ ήταν... αντιμνημονιακό κόμμα, προτού ο Σαμαράς υποχρεωθεί να αποδεχτεί τη συμμετοχή στην κυβέρνηση Παπαδήμου. Από μια άποψη, η τακτική Μητσοτάκη έχει μια βάση. Εάν πρόκειται να πάρει την πρωθυπουργία, προφανώς και δεν θέλει να έχει «φιλολαϊκά» γραμμάτια, και σίγουρα προτιμά να μη βρεθεί σε θέση να φαίνεται ότι υπαναχωρεί από υποσχέσεις. Δεν είναι τυχαίο ότι η πολιτική του στο εσωτερικό της ΝΔ συναντά ενίοτε και αντιδράσεις –κόμμα μαθημένο στη λογική των παροχών μέσω του κράτους όσο και το ΠΑΣΟΚ ή πλέον ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν –, ή ότι διάφοροι «βαρόνοι» γκρινιάζουν λέγοντας: «Ποτάμι μάς έκανε».

Όμως, το θέμα δεν είναι εάν ο Κ. Μητσοτάκης δοκιμάζει με το να μη μοιράζει υποσχέσεις αλλά μόνο δεσμεύσεις για ένα συνεπές νεοφιλελεύθερο πρόγραμμα να έχει μια πιο συνεκτική πολιτική ή αν διεκδικεί να έχει τα χέρια λυμένα όταν ανέβει στην πρωθυπουργία.

Το υπαρξιακό ερώτημα που αντιμετωπίζει ολόκληρο το πολιτικό σύστημα είναι εάν τελικά μια τέτοια πολιτική, όπως και οποιαδήποτε πολιτική πρόταση, μπορεί να χωρέσει στον στενό μνημονιακό κορσέ που μας έχουν φορέσει, αν θα καταφέρει να έχει αποτελέσματα ή να εμπνεύσει την κοινωνία. Και δεν λέω εκλογικά, μιλώ επί της ουσίας.

Με τη διαρκή πίεση για πρωτογενή πλεονάσματα, τον μηχανισμό της αξιολόγησης που στην πραγματικότητα θα μείνει ακόμη και μετά το τέλος των μνημονίων ως μηχανισμός μόνιμης επιτήρησης, τη προ-νομιμοποίηση των μισθωτών και των ελεύθερων επαγγελματιών ως φορολογικών υποζυγίων, τις τράπεζες υπό τον φόβο της ανακεφαλαιοποίησης να μην παίρνουν κανένα ρίσκο, είναι πολύ δύσκολο να υπάρξει οποιαδήποτε αναπτυξιακή δυναμική. Ούτε πρόκειται να υπάρξει τόσο μεγάλη μαζική εισροή επενδυτών στην οποία τόσο ποντάρει ο Μητσοτάκης.

Μόνο που χωρίς μια πραγματική αναπτυξιακή δυναμική, είτε μιλάμε για κοινωνική αναδιανομή και μια νεοσοσιαλδημοκρατική πρόταση, είτε για μια πιο φιλελεύθερη στροφή για να απελευθερωθεί η δυναμική της αγοράς, το αποτέλεσμα θα είναι το ίδιο: μια οικονομία σε χαμηλούς ρυθμούς (ακόμη και με «ανάπτυξη»), με διαρκή απομύζηση πόρων και δυναμισμού, με «επενδυτές» που απλώς θα εκβιάζουν για να κάνουν μια «αρπαχτή», σε μια κοινωνία μειωμένων προσδοκιών.

Ο φαύλος κύκλος στον οποίο έχουμε βρεθεί δεν αφορά το ότι απλώς μας επιβλήθηκαν μέτρα και πολιτικές. Αφορά το γεγονός ότι μας επιβλήθηκε ένας πολύ στενός ορίζοντας πολιτικών, ένας «αυτόματος πιλότος» (και «αυτόματο φρένο») που ακυρώνει την ίδια τη δυνατότητα να μπορούμε να συζητήσουμε για το ποια πολιτική θέλουμε. Γι’ αυτό και η κοινωνία έχει όλο και περισσότερο την αίσθηση ότι όσα ακούγονται είναι απλή ρητορική, είναι δύσπιστη και αναδιπλώνεται στον αγώνα για επιβίωση.

Ας το θυμούνται αυτό τα κόμματα: στις επόμενες εκλογές όσες κι όσοι τα ψηφίσουν ψήφο προκαταβολικής δυσπιστίας θα τους δώσουν.