Την περασμένη εβδομάδα όλα έδειχναν να της πηγαίνουν καλά. Εννοώ καλά μέσα στα στενά περιθώρια μιας πολιτικής που είναι υπαγορευμένη από τους δανειστές και η οποία θεωρείται πια αναπόδραστη. Είχαμε την επίσκεψη Μακρόν, με όλη την εικόνα αναγνώρισης της κυβέρνησης, είχαμε μια καλή παρουσία του πρωθυπουργού στο θέατρο βαρεμάρας που έχει γίνει η παρουσία των πολιτικών στη ΔΕΘ, είχαμε, θα πρόσθετα, και έναν έξυπνο χειρισμό της υπόθεσης Eldorado ως προς τον αντίκτυπο στο ακροατήριο του ΣΥΡΙΖΑ. Και μετά όλα δείχνουν να πηγαίνουν ανάποδα.

Δεν χρειάστηκαν πολλά: ένα ναυάγιο, που απλώς για λόγους τύχης δεν είχε γίνει στο παρελθόν, καθώς για χρόνια ανέχονταν τέτοια σαπιοκάραβα να κάνουν τους ανεφοδιασμούς (και να λειτουργούν ενίοτε και ως οχήματα του ενδημικού σε αυτές τις πρακτικές λαθρεμπορίου), καθώς και μια κυβέρνηση αδύναμη να μπορεί να καταλάβει ότι μόλις της είχε σκάσει μια οικολογική καταστροφή.

Η άμεση αντίδραση θα αργήσει αρκετές ώρες, οι διαβεβαιώσεις ότι όλα ήταν υπό έλεγχο θα διαψευστούν από τις πίσσες που έφταναν σιγά σιγά σε όλες τις ακτές του Σαρωνικού, και οι δηλώσεις των αρμόδιων υπουργών, με αποκορύφωμα την απόδοση ευθύνης από τον Γ. Τσιρώνη στην… κοινωνία και του Π. Κουρουπλή στα… θαλάσσια ρεύματα, απλώς έδωσαν την εικόνα μιας κυβέρνησης που εμπαίζει την κοινωνία. Και σε μια αντιπολίτευση που αναζητούσε προσανατολισμό και που είχε εκτεθεί με την άκριτη υποστήριξη στην  Eldorado δόθηκε μια ευκαιρία να κάνει παιχνίδι.

Μα ένα περιστατικό θα κρίνει την συνολική παρουσία μιας κυβέρνησης; Κι όμως εδώ είναι το πρόβλημα. Όταν τα πραγματικά πολιτικά ερωτήματα είναι προαποφασισμένα, όταν οι βασικές επιλογές που καθορίζουν τη ζωή μας έχουν ήδη παρθεί – και όχι ακριβώς για το καλό μας – όταν στην πραγματικότητα πεδίο αντιπαράθεσης πολιτικών οραμάτων έχει ακυρωθεί, τότε ναι μετράνε οι λεπτομέρειες, μετράνε τα φαινόμενα, μετράνε οι εικόνες.

Πάνω από όλα μετράει το εάν μια κυβέρνηση μπορεί όχι να κάνει τις μεγάλες ανατροπές, αλλά εάν μπορεί να διαχειριστεί όντως την εξουσία. Να δώσει την εικόνα ότι μπορεί εντός των στενών ορίων που έχει να εξασφαλίσει ότι λειτουργεί κάτι που θυμίζει κρατικό μηχανισμό. Να εξασφαλίσει ότι υποδομές και λειτουργίες κρίσιμες είναι σε καλή κατάσταση. Να μπορεί να χειριστεί έκτακτες καταστάσεις και προβλήματα.

Η κοινωνία των μειωμένων προσδοκιών δεν έχει γίνει ακόμη –ευτυχώς θα πρόσθετα– κοινωνία μηδενικών προσδοκιών. Θέλω να πω, είναι ένα πράγμα να μην ελπίζεις ότι θα γυρίσεις στο 2009 ως προς το μισθό και άλλο πράγμα να θεωρείς ότι και αύριο θα μπορείς να κάνεις μπάνιο στη Γλυφάδα χωρίς να βγεις από τη θάλασσα μαύρος (στην κυριολεξία…).

Η κυβέρνηση κινδυνεύει, δηλαδή, να την πατήσει στο ίδιο της το γήπεδο. Στο γήπεδο της διαχείρισης της καθημερινότητας, της σχετικά εύρυθμης λειτουργίας του κράτους, της υπεράσπισης αγαθών που υποτίθεται ότι είναι στον πυρήνα της λογικής της όπως είναι το περιβάλλον. Και να βρεθεί έτσι αντιμέτωπη με την διαμαρτυρία μιας κοινωνίας που ούτως ή άλλως πληρώνει καθημερινά βαρύ κόστος για τις μνημονιακές πολιτικές.

Ο διάολος κρύβεται στις λεπτομέρειες. Αυτή η φράση λέει πολλά για την πολιτική στην εποχή της «νέας κανονικότητας». Γιατί όσο σημαντική και εάν είναι η επικοινωνία, στην πραγματικότητα δεν είναι παντοδύναμη. Οι πολίτες μπορεί να είναι αποθαρρυμένοι αλλά δεν είναι αποβλακωμένοι. Δεν πιστεύουν στα μεγάλα λόγια αλλά μετρούν οτιδήποτε μετράει στην καθημερινότητά τους. Κι ένα χαμένο μπάνιο σε μια παραλία που ήταν η μόνη τους διέξοδος, μετράει περισσότερο από όλες τις επιδείξεις «σοβαρότητας» του πρωθυπουργού μπροστά στις κάμερες.