Δηλαδή, σε μια θαλάσσια περιοχή, την οποία όλοι θυμόμαστε μέχρι και τη δεκαετία του 1980 να είναι συνώνυμη με τη ρύπανση, καθώς δέχτηκε το μεγαλύτερο βάρος των επιπτώσεων της μεταπολεμικής εκβιομηχάνισης, και την οποία υποτίθεται ότι με πολύ κόπο και χρήμα καταφέραμε να κάνουμε ξανά βιώσιμη, είχαμε ένα από τα σοβαρότερα περιστατικά ρύπανσης, από αυτά που συνήθως βλέπαμε στις ειδήσεις να συμβαίνουν σε άλλες χώρες.

Και το χειρότερο απ’ όλα είναι ότι το έγκλημα ήταν σχεδόν προμελετημένο. Και ας μη θέλουν να το ομολογήσουν οι εμπλεκόμενοι φορείς. Μόνο που όπως και στο «Έγκλημα στο Οριάν Εξπρές» της Άγκαθα Κρίστι, ένοχοι είναι τελικά όλοι οι εμπλεκόμενοι φορείς.
Πρώτα απ’ όλα έχεις την πλοιοκτήτρια εταιρεία (ΦΩΣ του Θ. Κουντούρη), μικρή ναυτιλιακή με πλοία ανεφοδιασμού. Της οποίας το πλοίο, όπως καταγγέλλουν τα συνδικάτα των ναυτεργατών, ήταν τόσο παλιό με τόσα προβλήματα και τόσα μπαλώματα, που βυθίστηκε αγκυροβολημένο χωρίς καν να συναντήσει αντίξοες καιρικές συνθήκες, αφού, απ’ ό,τι φαίνεται, απλώς πήρε νερά.

Μόνο που ακόμη και αν υποθέσουμε ότι η εταιρεία έδειξε ανευθυνότητα δουλεύοντας ένα τέτοιο πλοίο, πού ήταν οι αρμόδιοι φορείς να προλάβουν το κακό κάνοντας κάτι πολύ απλό, δηλαδή να μη βεβαιώσουν την αξιοπλοΐα του; Το πλοίο είχε όλα τα απαραίτητα πιστοποιητικά και λειτουργούσε νόμιμα. Και ας ήταν, απ’ ό,τι φαίνεται, μια οικολογική καταστροφή σε αναμονή.

Να το πούμε και διαφορετικά: Σε μια περιοχή ευαίσθητη περιβαλλοντικά, στην οποία ούτως ή άλλως κινείται ή βρίσκεται αγκυροβολημένο πλήθος πλοίων, από την οποία περνούν δεξαμενόπλοια εφόσον εδώ έχουμε τα δύο μεγαλύτερα διυλιστήρια της χώρας, οι αρμόδιοι φορείς επιτρέπουν να κινούνται κάνοντας ανεφοδιασμούς, να κουβαλούν δηλαδή μεγάλες ποσότητες καυσίμων, πλοία που δεν είναι σε θέση να το κάνουν, φαντάζομαι με τη λογική «εντάξει, μωρέ, μικρές διαδρομές κάνουν, δεν τα βγάζουμε και στον Βόρειο Ατλαντικό».

Έπειτα έχεις τα διυλιστήρια που συνεργάζονταν με αυτήν τη ναυτιλιακή εταιρία για τους ανεφοδιασμούς πλοίων, με πρώτα-πρώτα στη λίστα τα ΕΛΠΕ που ανήκουν στον Όμιλο Λάτση και το Ελληνικό Δημόσιο. Εάν κανείς διαβάσει τις ανακοινώσεις τους διαπιστώνει ότι περηφανεύονται για τα μέτρα ασφαλείας που παίρνουν και για το πώς προστατεύουν το περιβάλλον. Ναι, αλλά η έγνοια τους για το περιβάλλον σταματά εκεί όπου συνδέεται ο σωλήνας που τροφοδοτεί το πλοίο. Λες και δεν έχουν ευθύνη ουσιαστική –τα νομικά τα αφήνω για αρμοδιότερους– αυτοί με τους οποίους συνεργάζονται να φροντίζουν επίσης το περιβάλλον. Δηλαδή, επενδύουμε στην ασφάλεια των διυλιστηρίων, έχουν γίνει αρκετές επενδύσεις και στην ασφάλεια των μεγάλων πλοίων αλλά για λόγους ευελιξίας και κόστους αφήνουμε μέρος της όλης δουλειάς να το κάνουν πραγματικά σαπάκια.

Κα σε όλα αυτά έρχεται να προστεθεί και η εντυπωσιακή αδράνεια των αρμόδιων αρχών να αντιμετωπίσουν το ίδιο το ατύχημα. Το ναυάγιο ανακοινώθηκε με καθυστέρηση και εύλογα αναρωτιέται κανείς εάν η καθυστέρηση αυτή αναλογεί και σε καθυστέρηση στην αντίδραση και την κινητοποίηση. Οι διαβεβαιώσεις που δόθηκαν μετά για πολύ μικρή διαρροή και για έγκαιρη στεγανοποίηση και τοποθέτηση των ειδικών φραγμάτων πλέον δεν πείθουν καθώς οι παραλίες του Σαρωνικού, η μία μετά την άλλη, από «Γαλάζιες ακτές» γίνονται «Μαύρες θάλασσες», την ίδια ώρα που πληθαίνουν οι ενδείξεις ότι αιτία της κυβερνητικής ολιγωρίας και κυρίως του αρμόδιου υπουργού Π. Κουρουμπλή ήταν ότι όλοι αυτές τις μέρες ασχολούνταν με την επικοινωνιακή εκμετάλλευση της επίσκεψης Μακρόν και την μαζική άνοδο στη ΔΕΘ.

Παρότι οι περιπτώσεις είναι διαφορετικές, υπάρχει ένα νήμα που συνδέει την οικολογική καταστροφή στον Σαρωνικό με τα μεταλλεία στη Χαλκιδική και την επένδυση στο Ελληνικό. Και αυτό είναι ότι πρέπει να απαντήσουμε αν θέλουμε επενδύσεις και ανάπτυξη με κανόνες ή όχι.

Ας με συγχωρήσουν οι ιδεολόγοι της «επιχειρηματικότητας», αλλά ξέρουμε ότι μέσα σε ένα περιβάλλον όλο και πιο ανταγωνιστικό, όπου το βασικό ζητούμενο είναι να μειώσεις το κόστος, να διευρύνεις το μερίδιο σου στην αγορά και να μεγιστοποιήσεις την κερδοφορία σου, και λιγότερα μέτρα προστασίας θα πάρεις –ή θα προσπαθήσεις να τα αποφύγεις–, και κανονισμούς θα παρακάμψεις εάν αισθάνεσαι ότι δεν θα σε εντοπίσουν, και με σαπιοκάραβα θα δουλέψεις αν «κάνουν τη δουλειά», και επικίνδυνες μεθόδους εξόρυξης θα χρησιμοποιήσεις, και αρχαία θα πάρεις με την μπουλντόζα. Είτε γιατί θα εκβιάσεις να σε αφήσουν, είτε για πολύ απλά θα ελπίζεις ότι «δεν θα γίνει και κανένα κακό».

Ακριβώς για αυτό τον λόγο χρειάζονται κανόνες, έλεγχος, ρυθμιστική νομοθεσία, πρόληψη και όχι παιχνίδι με τον «νόμο των πιθανοτήτων», αλλά και σχέδιο έγκαιρης και άμεσης αντίδρασης. Χρειάζονται επιχειρήσεις που αντιλαμβάνονται ότι έχουν ευθύνη, κυβερνήσεις που δεν κάνουν μόνο επικοινωνία, δημόσιοι φορείς που δεν κάνουν μονίμως τα στραβά μάτια. Διαφορετικά, είναι σαν να λέμε ότι δεν χάλασε κι ο κόσμος αν, αντί με τις ακτές μας να ασχολούνται οι μεγάλοι τουριστικοί οργανισμοί, ασχολείται πλέον η Greenpeace.