Εξόργισε εκ πρώτης όψεως την αξιωματική αντιπολίτευση η δήλωση του απερχόμενου προέδρου του Eurogroup κ. Ντάισελμπλουμ ότι οι εκλογές στη χώρα πρέπει να γίνουν το 2019 και όχι νωρίτερα. Αφού, δηλαδή, έχει λήξει τον Αύγουστο του 2018 το παρόν μνημόνιο και έχουν οριστικοποιηθεί οι μηχανισμοί εποπτείας και ελέγχου της ελληνικής οικονομίας και κυρίως έχουν τεθεί σε εφαρμογή οι δεσμεύσεις για συνεχή πλεονάσματα 3,5%, και οι περικοπές συντάξεων και αφορολόγητου.

Για όλα αυτά τα απολύτως δεσμευτικά, οι Ευρωπαίοι δανειστές έχουν επιλέξει ως «καταλληλότερο» τον κ. Τσίπρα και του το δείχνουν κιόλας. Για να έχουν το κεφάλι τους ήσυχο.

Το πρόβλημα, επομένως, οι δανειστές αρχίζουν να το έχουν με τη ΝΔ και τον Κ. Μητσοτάκη. Ο οποίος έχει δεσμευθεί κατηγορηματικώς ότι δεν θα ακολουθήσει τον κ. Τσίπρα στο «σκίσιμο των μνημονίων» ( που λήγουν άλλωστε), αλλά σε ένα «νέο μείγμα πολιτικής», με λιγότερους φόρους, με μείωση των δεσμευτικών υψηλών πλεονασμάτων (που μέχρι στιγμής προέρχονται μόνον από τους υψηλούς φόρους), την επιβολή της ρήτρας των μεταρρυθμίσεων και τον περιορισμό των δαπανών του δημοσίου - όχι μέσω της εύκολης οδού των απολύσεων.

Και το μεγάλο ερώτημα παραμένει ο χρόνος των εκλογών στη χώρα.

Αν, δηλαδή, αυτές πρέπει να γίνουν πριν ή μετά τη λήξη του μνημονίου.

Αν αυτές γίνουν πριν από τον Αύγουστο του 2018, είναι ελάχιστος ο χρόνος που απομένει στη ΝΔ προκειμένου να πείσει τη μεγάλη πλειοψηφία των ψηφοφόρων για τις εναλλακτικές πολιτικές προτάσεις της αλλά και τους δανειστές να συμφωνήσουν σε αλλαγή του «μείγματος δεσμεύσεων» που έχει προσυμφωνήσει η κυβέρνηση Τσίπρα.

Αν οι εκλογές γίνουν μετά τη λήξη του μνημονίου, η ΝΔ θα έχει να αντιμετωπίσει τους διθυράμβους του κ. Τσίπρα ως «απελευθερωτή» της χώρας από τα μνημόνια, που μπορεί να αυξήσει τον αριθμό των ψηφοφόρων του. Από την άλλη όμως, θα μπορεί ο κ. Μητσοτάκης να αυξήσει τη δυναμική του κόμματός του, προβάλλοντας τη νέα πολιτική του. Αν αυτή στο ενδιάμεσο κατοχυρωθεί ως η μόνη εναλλακτική για τον τόπο.