Η μεταπήδηση του δρος Σόιμπλε από το υπουργείο Οικονομικών στην προεδρία της γερμανικής Βουλής έχει πολλαπλή ανάγνωση, για τη Γερμανία, την ευρωζώνη και την Ελλάδα, ειδικότερα.

Για τη Γερμανία, η «προαγωγή» του κ. Σόιμπλε στο δεύτερο τη τάξει πολιτειακό αξίωμα μετά τον πρόεδρο της χώρας - τρίτη είναι η καγκελάριος- σημαίνει ότι η κυρία Μέρκελ θέλει να «δέσει» καλά την ετερόκλητη τρικομματική κυβέρνηση που θα σχηματίσει και, το κυριότερο, αυτή να δουλέψει καλά και αποτελεσματικά, υπό την ασφυκτική εποπτεία του πολύπειρου κ. Σόιμπλε, χωρίς να κινδυνεύσει η κυβερνητική σταθερότητα στη χώρα.

Ο κ. Σόιμπλε, με την αστείρευτη εμμονή του στη «δημοσιονομική πειθαρχία» προς όλους, αφήνει πίσω του ένα πλεόνασμα εξαγωγών πάνω από 300 δισ., που κατατάσσει τη Γερμανία στην πρώτη θέση παγκοσμίως, με την Κίνα στη δεύτερη.

Αυτό και μόνο το επίτευγμα έχει βάλει τη Γερμανία στο στόχαστρο των Ευρωπαίων εταίρων, που της ζητούν να «βάλει το χέρι στην τσέπη» υπέρ του κοινοτικού προϋπολογισμού, χαλαρώνοντας παράλληλα τα σκληρά και περιοριστικά δημοσιονομικά μέτρα, όπως είχε επιβάλει ο απερχόμενος υπουργός Οικονομικών.

Αίτημα που είναι άγνωστο αν θα ικανοποιηθεί από τον νέο υπουργό Οικονομικών, κατά πάσα πιθανότητα προερχόμενο από τους νεο-φιλελευθέρους του FDP, που ξαναμπήκαν στη Βουλή με αίτημα την αύξηση των δημοσίων δαπανών κυρίως σε έργα υποδομής και τη μείωση των φόρων στις επιχειρήσεις.

Το σίγουρο είναι ότι το FDP δεν δείχνει καμία διάθεση να χρησιμοποιήσει το χρήμα των Γερμανών για περαιτέρω βοήθεια σε άλλες χώρες της ευρωζώνης, εν προκειμένω την Ελλάδα. Αν η κυρία Μέρκελ είχε τη δύναμη το 2015 να αποτρέψει ένα Grexit, με αντάλλαγμα την ελληνική αποδοχή του προσφυγικού κύματος, τώρα δεν διαθέτει αυτή τη δύναμη, ενώ είναι υποχρεωμένη πλέον να «ξεφορτωθεί» μεγάλο αριθμό προσφύγων, που θα επιστρέψουν νομοτελειακώς στην Ελλάδα.

Η «μετα-Σόιμπλε» εποχή για τα γερμανικά και ευρωπαϊκά πράγματα, που αρχίζει τώρα, συμπίπτει με τα προεόρτια της «μετα-Μνημονιακής» εποχής στην Ελλάδα, που το μόνο που γνωρίζει είναι ότι θα τεθεί σε σκληρή εποπτεία, ανεξαρτήτως του Γερμανού υπουργού Οικονομικών.