Από τη μία, ο αρμόδιος υπουργός Οικονομικών διαρρηγνύει τηλεοπτικώς τα ιμάτιά του, υποστηρίζοντας ότι σε δύο χρόνια από τώρα η Ελλάδα θα έχει τόσο πολλές επενδύσεις που δεν θα ξέρει τι να τις κάνει.

Από την άλλη, η Ελλάδα υποβαθμίζεται για μία ακόμα φορά στην κατάταξη του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ για την ανταγωνιστικότητα: 87η σε σύνολο 137 χωρών, πίσω από την Αλγερία. Ακόμα χειρότερα, το μακροοικονομικό περιβάλλον στη χώρα θεωρείται από τα χειρότερα παγκοσμίως και έτσι η Ελλάδα καταλαμβάνει την 117η θέση, δηλαδή βρίσκεται στον παγκόσμιο πάτο.

Οι αιτίες για την κατάσταση αυτή είναι χιλιοειπωμένες, αλλά ουδέποτε διορθωμένες: υψηλοί φορολογικοί συντελεστές, αναποτελεσματικότητα της δημόσιας διοίκησης, διαφθορά, γραφειοκρατία, αστάθεια πολιτικής, δυσκολίες στην πρόσβαση χρηματοδότησης.

Είναι μάλλον οφθαλμοφανές ότι η πραγματική κατάσταση της χώρας προσεγγίζει την κατάταξη του φόρουμ και πολύ λιγότερο τις υψηλές προσδοκίες κυβερνητικών στελεχών.

Όπως είναι πρόδηλο ότι οι αιτίες της ελληνικής κακοδαιμονίας δεν έχουν να κάνουν σχεδόν καθόλου με την εφαρμογή των μνημονίων, ίσως και το αντίθετο. Τα μνημόνια έφεραν καθαρά και σταθερά στην επιφάνεια τις ασθένειες αυτές, τις οποίες καμία απολύτως μνημονιακή κυβέρνηση (συμπεριλαμβανομένης αυτής του ΣΥΡΙΖΑ) δεν τόλμησε να αγγίξει και πολύ περισσότερο να διαχειριστεί και να μεταβάλει.

Καθώς η χώρα βαδίζει -ημερολογιακώς και μόνο για την ώρα- προς την πόρτα εξόδου από τα μνημόνια, τίποτα δεν συνηγορεί υπέρ της άποψης/προσδοκίας ότι η εικόνα της θα αλλάξει, ότι η δυναμική της οικονομίας της θα ξεδιπλωθεί, ότι οι προσδοκίες για ένα καλύτερο μέλλον έχουν ουσία, σάρκα και οστά.

Η κυβέρνηση υφαίνει το παραμύθι ότι μόνη της αυτή θα καταφέρει όλα όσα δεν έγιναν από τους άλλους, αλλά ούτε και από την ίδια, τη στιγμή που είναι ολοφάνερο πια ότι δεν διαθέτει ούτε επαρκείς δυνάμεις, ούτε σχέδιο, ούτε και μεθοδολογία προς τούτο.

Και όμως, η Ελλάδα αλλάζει. Κατά τρόπο όμως που δεν είναι απολύτως σχεδιασμένος, ούτε και ελεγχόμενος από «ελληνικά χέρια». Η χώρα ακολουθεί παθητικά, αλλά και με εκφραζόμενη δυσφορία, ένα μονοπάτι που έχουν χαράξει «οι άλλοι» γι' αυτήν. Το μόνο πού μένει πεισματικά σε «ελληνικά χέρια» είναι η προσκόλληση σε ιδεοληψίες και συμφέροντα «παλαιού τύπου», που αποτελούν μια βαριά και μόνο τροχοπέδη για τη χώρα.