Με τα μελανότερα χρώματα και σχόλια έσπευσε ο διεθνής Τύπος να παρουσιάσει τη μεγάλη εμπλοκή με την επένδυση χρυσού στη Χαλκιδική, την επόμενη κιόλας ημέρα από το πρωθυπουργικό άνοιγμα σε ξένες επενδύσεις από τη ΔΕΘ, δυσφημώντας έτσι την πρωθυπουργική προσπάθεια.

Η συγκυρία δεν θα μπορούσε να είναι χειρότερη και αυτήν ακριβώς εκμεταλλεύθηκε η καναδική εταιρεία για να «στριμώξει» για τα καλά την κυβέρνηση με την απειλή αναστολής των εργασιών της για την εξόρυξη χρυσού.

Θα μπορούσε να πει κανείς ότι η κυβέρνηση πήγαινε γυρεύοντας να στριμωχτεί άγρια στην υπόθεση της Χαλκιδικής (το ίδιο είναι δυνατόν να συμβεί και με την περίπτωση του Ελληνικού, αν δεν υπάρξει σύντομα οριστική λύση και σε αυτό το επενδυτικό σίριαλ).

Η επένδυση στη Χαλκιδική είναι «αμαρτωλή» από γεννησιμιού της.

Γιατί πώς είναι δυνατόν να συνδυαστεί μεγάλη τουριστική αξιοποίηση μιας περιβαλλοντολογικώς μοναδικής περιοχής, με την παράλληλη λειτουργία στην ίδια περιοχή μιας από τις πλέον ρυπογόνες επενδύσεις στον πλανήτη -όπως είναι η εξόρυξη χρυσού-, χωρίς προηγουμένως να έχει εξασφαλίσει το κράτος ότι οι μέθοδοι που θα ακολουθηθούν και στην εξόρυξη αλλά και στην εκμετάλλευση του χρυσού θα είναι οι ασφαλέστερες περιβαλλοντολογικώς και οι καλύτερες για την ελληνική οικονομία;

Η κυβέρνηση βασίστηκε στις θερμές κινητοποιήσεις οπαδών και ψηφοφόρων εναντίον της επένδυσης και άφησε την υπόθεση να σέρνεται στον χρόνο.

Τώρα, και στο παρά πέντε, η κυβέρνηση διά του αρμοδίου υπουργού Περιβάλλοντος επιχειρεί να τετραγωνίσει τον κύκλο:

Απαιτεί από την εταιρεία να τηρήσει τους ύψιστους περιβαλλοντολογικούς όρους (δηλαδή να τελειοποιήσει τη μέθοδο της ακαριαίας τήξης για την απομόνωση του χρυσού από την πρόσμειξή του με το τοξικό στοιχείο αρσενικό. Όμως η μέθοδος αυτή έχει εφαρμοστεί μόνο πιλοτικώς στη Φινλανδία και επομένως είναι αμφίβολη η απόδοσή της σε μεγάλη γραμμή παραγωγής).

Απαιτεί από την εταιρεία, αφού τα κάνει όλα αυτά, να δεσμευτεί ότι όλα τα μεταλλεύματα, επομένως και ο χρυσός, θα παραμείνουν στην Ελλάδα για να έχει όφελος και η ελληνική οικονομία.

Θα μπορούσε να υποθέσει κανείς ότι μια ψύχραιμη κυβέρνηση θα ήταν σε θέση να βρει την άκρη με τους επενδυτές αυτούς μέσα από αυστηρές και παραγωγικές διαπραγματεύσεις. Αντιθέτως, επελέγη η μέθοδος της εύκολης «λαϊκής» εχθρότητας στην επένδυση.

Η κυβέρνηση έχασε πολύτιμο χρόνο και τώρα φαίνεται ότι θα βρει τρόπο συνθηκολόγησης. Για μια ακόμα φορά.