Έχει μια ιδιαιτερότητα η αξιωματική αντιπολίτευση στη χώρα μας σήμερα: Στα 46 χρόνια της Μεταπολίτευσης, μόλις δύο φορές – την περίοδο ’90-’93 και το πρώτο εξάμηνο του 2015 – ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης είχε διατελέσει πρωθυπουργός. Ποιο μειονέκτημα έχει αυτό; Ότι όσα λέει και υποστηρίζει κρίνονται αναγκαστικά και με βάση τα δικά του πεπραγμένα.


Η κριτική, λοιπόν, του Αλέξη Τσίπρα και του ΣΥΡΙΖΑ για την κρίση στα ελληνοτουρκικά σύνορα του τελευταίου πενθημέρου, επικεντρώνεται στο εξής: Γιατί η κυβέρνηση δεν ζητάει Σύνοδο Κορυφής της Ευρωπαϊκής Ένωσης και εκεί να απειλήσει με βέτο και να πετύχει συγκεκριμένα κέρδη και οφέλη για τη χώρα;



Αυτό υπονοεί ο κ. Τσίπρας ότι θα έκανε αν ήταν ο ίδιος πρωθυπουργός. Και αυτό πράγματι είχε κάνει. Στην κρίσιμη Σύνοδο Κορυφής της 25ης Οκτωβρίου 2015, με τη μεταναστευτική κρίση στο αποκορύφωμά της, η Ελλάδα βρέθηκε στο επίκεντρο της συζήτησης.


Μετά το πέρας της Συνόδου, ο τότε πρωθυπουργός δήλωνε ικανοποιημένος. Τι είχε πετύχει; Να αποκρούσει, όπως είπε, τρεις παράλογες προτάσεις που έπεσαν στο τραπέζι της Συνόδου.


Για να τις θυμηθούμε. Η πρώτη πρόταση που απέκρουσε αφορούσε στη δημιουργία μιας «πόλης» 50.000 προσφύγων στο εσωτερικό της Ελλάδας. Αποτέλεσμα; Περισσότεροι από 60.000 πρόσφυγες και μετανάστες βρίσκονταν μόνιμα, ουσιαστικά, στην ελληνική επικράτεια – όχι σε ένα σημείο, αλλά σε πολλά, όλα τα επόμενα χρόνια.


Η δεύτερη πρόταση που απερρίφθη, όπως τόνισε τότε στις Βρυξέλλες ο κ. Τσίπρας, αφορούσε στη δυνατότητα μιας χώρας να μην επιτρέπει τη διέλευση προσφύγων που προέρχονται από άλλη χώρα στο έδαφός της. Αποτέλεσμα; Η αυταπάτη, όπως αποδείχθηκε, του πρωθυπουργού κατέρρευσε μόλις οι χώρες των δυτικών Βαλκανίων ύψωσαν φράχτες και τείχη και δεκάδες χιλιάδες πρόσφυγες εγκλωβίστηκαν ουσιαστικά στην Ελλάδα.


Η τρίτη πρόταση που απερρίφθη ήταν αυτή που αφορούσε στη δυνατότητα να υπάρχει μια νέα επιχείρηση της Frontex στα βόρεια σύνορα της Ελλάδας με στόχο να αποτρέπει και να ελέγχει τις προσφυγικές ροές προς την ΠΓΔΜ (όπως λεγόταν ακόμα τότε). Απερρίφθη προσωρινά όπως έδειξε η ιστορία. Οι ροές προς τη βόρεια γείτονά μας σχεδόν μηδενίστηκαν και – όπως μετέδιδαν τα γερμανικά μέσα ενημέρωσης πρόσφατα, την άνοιξη δηλαδή του 2019 - οι Γερμανοί αστυνομικοί στα σύνορα Ελλάδας – Βόρειας Μακεδονίας «βρίσκονται εκεί σε αποστολή κατ´ εντολή της Eυρωπαϊκής Συνοριοφυλακής Frontex με στόχο να αποτρέψουν παράτυπους μετανάστες να φτάσουν στην κεντρική Ευρώπη μέσω της λεγόμενης βαλκανικής οδού».


Οι ιδεοληψίες του ΣΥΡΙΖΑ στο μείζον ζήτημα του μεταναστευτικού, η εμμονή στην πολιτική των ανοιχτών συνόρων, η πολιτική απομόνωση της κυβέρνησης στην Ευρώπη για μία σχεδόν διετία (2015-2016) και η αδυναμία του κ. Τσίπρα να αντιληφθεί τους σχεδιασμούς των κρατών της βόρειας και κεντρικής Ευρώπης, οδήγησαν τη χώρα μας τότε να σηκώνει πολύ μεγαλύτερα βάρη και ευθύνες από όσα της αναλογούσαν. Ακόμα και τον Ιούνιο του 2018, τρία ολόκληρα χρόνια μετά το ξέσπασμα της μεταναστευτικής κρίσης, ο τότε αρμόδιος υπουργός Δημήτρης Βίτσας δήλωνε πως «πρέπει να παρθούν γενναία μέτρα ανακατανομής του βάρους σε όλες τις χώρες της Ε.Ε. και σε αυτή την κατεύθυνση δουλεύουμε».


Είναι σαφές ότι σήμερα η ευθύνη και η αρμοδιότητα για τη διαχείριση του μεταναστευτικού και προσφυγικού ανήκει εξ ολοκλήρου στην κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, που μεθαύριο συμπληρώνει οκτώ μήνες στην εξουσία. Η κυβέρνηση είναι που θα κριθεί από το αποτέλεσμα των ενεργειών της και των μέτρων που λαμβάνει: Αν θα πετύχει, δηλαδή, να μειωθούν οι μεταναστευτικές ροές, να επιστρέψει η πλειοψηφία των οικονομικών μεταναστών στις χώρες προέλευσής τους, να προωθηθεί η πλειοψηφία των προσφύγων σε άλλα κράτη-μέλη της Ε.Ε. και να εξασφαλίσει συνθήκες αξιοπρεπούς διαβίωσης για όσους μείνουν εδώ. Η αξιωματική αντιπολίτευση, παράλληλα, όμως, θα κρίνεται και με το μέτρο των δικών της αποτελεσμάτων. Και στην πρώτη Σύνοδο Κορυφής – που τόσο εμφατικά ζητάει σήμερα – το ποσοστό της ήταν 0/3.