Ανδρέας Παπανδρέου, ένα πρόσωπο που τώρα πια είναι μόνιμος κάτοικος στις σελίδες της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας. Πολλοί από εμάς τον νοσταλγούμε, άλλοι συνεχίζουν να του χρεώνουν πολλά από τα κακά που μας έχουν βρει κατακέφαλα τώρα πια, κανείς όμως δεν αμφισβητεί ότι μαζί με τον Κωνσταντίνο Καραμανλή υπήρξαν οι πιο χαρισματικοί ηγέτες που κυβέρνησαν τον τόπο μεταπολιτευτικά.

Ο Ανδρέας Παπανδρέου ήταν ριζοσπάστης και μεταρρυθμιστής, μονίμως αφημένος, εκυριαρχείτο από ένα δαιμόνιο ένστικτο και πίστευε στο άστρο του. Ο Ανδρέας εισέβαλε στην πολιτική σκηνή ως ριζοσπάστης μεταρρυθμιστής και πέτυχε να αλλάξει το πρόσωπο της Ελλάδας. Δημιούργησε ένα κοινωνικό κράτος, διασφάλισε μετά τη δικτατορία την απόλυτη ισονομία καταργώντας πολύχρονες διακρίσεις, εξασφάλισε τη δημοκρατική λειτουργία των θεσμών και στήριξε πράγματι τους μη προνομιούχους Έλληνες.

Ενσάρκωσε με τον πιο αυθεντικό τρόπο τη δικαίωση τριών γενιών μέσα από το σύνθημα για τους μη προνομιούχους. Αγαπήθηκε και χτυπήθηκε. Η αφήγησή του αφορούσε τη γενιά της Εθνικής Αντίστασης αναγνωρίζοντας την προσφορά της στην πατρίδα, τη γενιά του Ανένδοτου και τη γενιά του Πολυτεχνείου.

Η όλη πορεία του Ανδρέα, που χαρακτηριζόταν από την ψυχική του τόλμη, αποδείχτηκε αριστερή και πιο συνεπής στα προστάγματα της ευρύτερης σοσιαλδημοκρατικής Αριστεράς από ό,τι η κομμουνιστογενής. Είναι ο δημιουργός και ιδρυτής της Κεντροαριστεράς στην Ελλάδα, η

οποία ακόμη και σήμερα παίζει πρωταγωνιστικό ρόλο, αν και αναζητεί τον δρόμο της μετά την περιπέτεια των μνημονίων.

Υπήρξε ηγέτης με ευρύτατη λαϊκή αποδοχή. Σε έρευνα της εφημερίδας Καθημερινή (2007) η πρώτη κυβέρνησή του αναδείχθηκε η καλύτερη της Μεταπολίτευσης και ο ίδιος ο σημαντικότερος πρωθυπουργός της περιόδου. Ομοίως σε δημοσκόπηση για την εφημερίδα Real News το 2010 και σε έρευνα της εταιρείας ALCO το 2013 ψηφίστηκε ως ο καλύτερος πρωθυπουργός μετά το 1974. Από την άλλη είχε πολλούς φανατικούς εχθρούς.

Στα βήματα του πατέρα του Γεωργίου Παπανδρέου ήταν γνωστός και ως αριστοτέχνης ρήτορας. Μερικές από τις πιο διάσημες ρήσεις του:

1) Η Ελλάδα ανήκει στους Έλληνες

2) Το κοινωνικό κράτος δεν χαρίζεται, με αγώνα κερδίζεται

3) Το ΠΑΣΟΚ στην κυβέρνηση, ο λαός στην εξουσία

4) Βυθίσατε το «Χόρα»

Η σχέση με τον Καραμανλή

Ο Ανδρέας άφησε μια μεγάλη παρακαταθήκη. Δημιούργησε έναν συνεκτικό ιστό και στην κοινωνία μας και στη δημοκρατία μας. Μετά την εποχή Παπανδρέου η Ελλάδα εκλαμβάνεται διεθνώς ως ξεχωριστή οντότητα. Και οι κυβερνήσεις που έχουμε είναι κυβερνήσεις όλων των Ελλήνων και όχι της εκάστοτε πλειοψηφίας.

Ο Ανδρέας Παπανδρέου λειτουργούσε με τον Καραμανλή πότε ως δίπολο και πότε ως δίδυμο. Κι αυτό είχε θετική επίδραση για την ισχυροποίηση της Ελλάδας, για την εθνική ομοψυχία, για την καθιέρωση των δημοκρατικών θεσμών και για την απόκτηση μιας δημοκρατικής κουλτούρας που θεωρεί εφικτή τη δυνατότητα εναλλαγής των δύο μεγάλων κομμάτων στην εξουσία.

Και οι δύο τους ξεχώρισαν και ο Καραμανλής και ο Παπανδρέου ως οι μοναδικοί πολιτικοί ηγέτες της μεταπολιτευτικής περιόδου. Το παράδειγμα είναι τώρα επίκαιρο όσο ποτέ και το ερώτημα της κοινωνίας είναι καθημερινό. Τώρα πού είναι οι ηγέτες αυτού του πολιτικού διαμετρήματος να συναποφασίσουν και να κρατήσουν την Ελλάδα όρθια όπως της αξίζει. Η κοινωνία δεν μπορεί και δεν αντέχει άλλο να βλέπει μια Ελλάδα αλυσοδεμένη και γονατισμένη. Η διαφορά είναι ότι τώρα δεν υπάρχουν ηγέτες όπως εκείνη την εποχή, απλά υπάρχουν πολιτικοί ηγετίσκοι που τους ενδιαφέρει η εξουσία και όχι η κοινωνία.

Έχουν συμπληρωθεί είκοσι ένα χρόνια από τη μέρα που έφυγε από τη ζωή, όμως ο Ανδρέας εξακολουθεί και σήμερα να εξαποστέλλει τη λάμψη του σαν ένας Αδάμας της πολιτικής και δύσκολα θα βρεθεί στις μέρες μας Αδάμας βαρύτερος από αυτόν. Ο Ανδρέας όμως υπάρχει παντού και ζει μέσα μας γιατί πίστεψε βαθιά οι Έλληνες μπορούν να δημιουργήσουν και αξίζουν να ζήσουν ΟΛΟΙ ΜΑΖΙ σε μια νέα Ελλάδα με ισονομία, με υπερηφάνεια, με ελευθερίες και δικαιώματα για όλους τους Έλληνες. Και το σύνθημα παραμένει επίκαιρο και ενδιαφέρον: Η Ελλάδα στους Έλληνες.

Τι έλεγε ο ιστορικός ηγέτης του ΠΑΣΟΚ Ανδρέας Παπανδρέου για την Ελλάδα, την ανάπτυξη, το χρέος, την ΕΟΚ, το ενιαίο νόμισμα, τη Γερμανία, τη δημοκρατία, την πολιτική ενοποίηση – αλλά και για τον κόσμο, τις προκλήσεις του, τις νέες τεχνολογίες;

Η αλήθεια και η μνήμη συνδέονται απόλυτα και άρρηκτα στις σηματοδοτήσεις τους. Άλλωστε η ετυμολογική αναφορά της λέξης αλήθεια ταυτίζεται με την άρνηση της λήθης (α στερητικό + λήθη). Πριν από την κρίση αλλά κυρίως μετά το «Σοκ και Δέος» της σχεδόν οχτάχρονης κρίσης τείνουν να επικρατήσουν διάφορα «στερεότυπα» με σχηματικές γενικεύσεις και επικίνδυνες απλουστεύσεις και κυρίως μακριά από τις αλήθειες και τα συγκεκριμένα παραδείγματα.

Περιφέρονται στα Μαζικά Μέσα Ενημέρωσης και στα Κοινωνικά Μέσα Επικοινωνίας διάφορα «στερεότυπα» με συνονθυλεύματα είτε από ψέματα είτε από μισές αλήθειες, που είναι χειρότερα από τα ψέματα. Τα «Στερεότυπα» αναφέρονται σε αφορισμούς και μηδενισμούς, σε καταδίκες και αναθέματα για τη Μεταπολίτευση, για τη Δημοκρατία και τους Δημοκρατικούς Θεσμούς, για το Πολιτικό Σύστημα και την Αυτοδιοίκηση, για τα Κόμματα και τους Πολιτικούς, για τους Κοινωνικούς Θεσμούς, τους Συλλογικούς Φορείς και τα Κοινωνικά Δίκτυα.

· Πολλά από τα «στερεότυπα» αυτά με τους συνακόλουθους αφορισμούς και τα συνακόλουθα αναθέματα αφορούν το ΠΑΣΟΚ με αιχμή τον Ανδρέα Παπανδρέου. Εμφανής στόχος ήταν και είναι η πολιτική και η ηθική του απαξίωση.

· Παρ’ όλα αυτά ο Ανδρέας Παπανδρέου χωρίς σχεδόν καμία υπεράσπιση παίρνει όπως πάντα μια «γλυκιά εκδίκηση» μέσα από την αλήθεια των λόγων και των έργων του.

Άλλωστε ο ίδιος ο Ανδρέας όσο ζούσε δεν επιδίωξε ποτέ να οργανώσει την υστεροφημία του μέσα από ένα δίκτυο υμνογράφων και αγιογράφων όπως έκαναν ή κάνουν άλλοι πολιτικοί.

Ο Ανδρέας επιθυμούσε να συνομιλεί ο ίδιος αυτοπροσώπως με την Ιστορία.

Οι τιμητές, οι αρνητές και οι υβριστές του Ανδρέα Παπανδρέου με τους μύριους τόσους χαρακτηρισμούς, όπως «Λαϊκιστής», «Λαοπλάνος», «Δημαγωγός», «Κρατιστής», «αντι-Ευρωπαϊστής», «Αναχρονιστής» κ.λπ. δεν έχουν καταφέρει να «σβήσουν το άστρο του».

Δεν έχουν καταφέρει να σβήσουν τον αυθεντικό του μύθο και την εγγραφή των προοδευτικών ιδεών του, των δημιουργικών του έργων και των λυτρωτικών πολιτικών του από τη σκέψη, το συναίσθημα και το βίωμα εκατομμυρίων Ελλήνων.

· Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι πριν από λίγα χρόνια σε όλες τις δημοσκοπήσεις, που οι πολίτες αξιολογούν, κρίνουν και συγκρίνουν όλους τους Πρωθυπουργούς της Μεταπολίτευσης, ο Ανδρέας Παπανδρέου είχε μια σαφέστατη υπεροχή παντού σε όλους τους κρίσιμους τομείς.

Η κατάταξή του διαχρονικά στην πρώτη θέση για τον ελληνικό λαό είναι μια αποστομωτική απάντηση για τους εχθρούς και τους αντιπάλους του και μια λυτρωτική απάντηση για τους φίλους του.

Τα κύρια συμπεράσματα της Ομιλίας του στο Υπουργικό Συμβούλιο στις 2-12-1993, με τον τραγικά επίκαιρο τίτλο: «ΕΝΑ ΔΡΑΜΑΤΙΚΟ ΔΙΛΗΜΜΑ» «…Είτε το Έθνος θα εξαφανίσει το Χρέος, είτε το Χρέος θα αφανίσει το Έθνος…».

Μια σημαντική προφητική ομιλία του Ανδρέα Παπανδρέου για την Ευρώπη. Ένα κείμενο σχεδόν προφητικό και εντυπωσιακά επίκαιρο, παρά το ότι χρονολογείται το 1992, είναι η ομιλία του στη Βουλή (28 Ιουλίου) με θέμα τη Συνθήκη του Μάαστριχτ.

Με μεγάλη ακρίβεια και διορατικότητα προέβλεπε, μεταξύ άλλων, ότι η Γερμανία θα επιχειρήσει να ράψει το ευρωπαϊκό κοστούμι στα δικά της μέτρα και σταθμά, η σύγκρουση Βορρά - Νότου θα είναι σκληρή όσο απουσιάζει η ουσιαστική πολιτική σύγκλιση στην Ε.Ε. και οι χώρες του Νότου θα πρέπει να συνεργαστούν για να γλιτώσουν μια αδιέξοδη πορεία.

Επίσης, εκτιμούσε ότι οι δείκτες-στόχοι της ΟΝΕ συνιστούν το όραμα ενός «Ευρωπαίου τραπεζίτη» και κατά κύριο λόγο εκφράζουν τις συντηρητικές και νεοφιλελεύθερες πολιτικές δυνάμεις. Από την άλλη πλευρά, σημείωνε πως η Ελλάδα είναι ένα «αναπόσπαστο τμήμα» της «νέας Ευρώπης» που γεννιέται και στην ευρωπαϊκή πρόκληση δεν χωρά παρά μόνο μια σθεναρή και θετική απάντηση, «ναι, θα συμμετάσχουμε ενεργά και ισότιμα».

Σύμφωνα με τον Παπανδρέου, η Συνθήκη του Μάαστριχτ αποτελούσε ένα «εισιτήριο» σε έναν «δύσκολο και άνισο αγώνα», αφού εξέφραζε «σχεδόν απόλυτα τα συμφέροντα και την οπτική γωνία του πλούσιου Βορρά».

Πίστευε όμως ακράδαντα ότι το «κλειδί» για τη δικαίωση του ευρωπαϊκού εγχειρήματος και μιας πραγματικά ομόσπονδης Ευρώπης το κρατούν στα χέρια τους τα προοδευτικά κόμματα, τα οποία με ευρύτατες κοινωνικές συναινέσεις θα είναι ικανά να μετατρέψουν το όραμα της Ενωμένης Ευρώπης σε «χειροπιαστή πραγματικότητα».

Τα υπόλοιπα αποσπάσματα που ακολουθούν προέρχονται από το απομαγνητοφωνημένο κείμενο της ομιλίας στη Βουλή, προσαρμοσμένο όμως σε δομή γραπτού λόγου, με τη φροντίδα του Κώστα Λαλιώτη, επί σειρά ετών στενού συνεργάτη του Ανδρέα.

Οι όποιες προσθήκες υπήρχαν στο αρχικό κείμενο δεν αλλάζουν το περιεχόμενό του, απλώς είχαν περικοπεί από τον ίδιο τον Ανδρέα Παπανδρέου για να δώσει έμφαση στον προφορικό λόγο, κυρίως όμως για να συντομεύσει τον χρόνο της ομιλίας του.

· «Παραμένει πάντα το ερώτημα εάν πορευόμαστε προς μία “ευρωπαϊκή Γερμανία” ή προς μία “γερμανική Ευρώπη”. Ας δώσουμε ένα παράδειγμα.

»Πρόσφατα η Γερμανία αύξησε το επιτόκιο, την ώρα που όλοι στην Ευρώπη και στην Αμερική ζητούσαν να μην το κάνουν, διότι η πορεία προς την ύφεση είναι σαφής. Και όμως το έκαναν. Εύλογα διερωτάται κανείς σε ποιο μέτρο μπορεί να στηρίζεται η Ευρώπη στη γερμανική αλληλεγγύη».

· «Στο πλαίσιο της ΕΟΚ σοβεί πάντα η σύγκρουση Βορρά και Νότου. Και αυτό γιατί η ενιαία αγορά, όταν απουσιάζει κάθε άλλη ουσιαστική πολιτική σύγκλισης και συνοχής πολύ υψηλότερου επιπέδου, οξύνει τις αντιθέσεις.

»Εάν δεν υπάρξουν κάποια ουσιαστικά μέτρα, κάποιες αποτελεσματικέ παρεμβάσεις, θα μεγαλώσουν οι αποστάσεις και οι αποκλίσεις ανάπτυξης ανάμεσα στις πλούσιες και τις φτωχές περιφέρειες».

· «Το ΠΑΣΟΚ θα ψηφίσει την κύρωση της Συνθήκης του Μάαστριχτ. Έχουμε χρέος να περιγράψουμε και να προβάλουμε ορισμένες κρίσιμες πτυχές της. Το ΠΑΣΟΚ δεν πρόκειται να πει στον λαό μόνο τα αναμενόμενα οφέλη, ούτε να ωραιοποιήσει την εικόνα. Αντίθετα πρέπει να τονίσει με ειλικρίνεια το κόστος αυτής της προσαρμογής».

· «Για μένα είναι σαφέστατο. Σημαίνουν ότι ήδη προβλέπονται, έστω και αν δεν ομολογούνται, δύο ταχύτητες στην Ενωμένη Ευρώπη. Ιδιαίτερα αν λάβουμε υπόψη μας

το τεράστιο κοινωνικό κόστος και τις εκρηκτικές κοινωνικές καταστάσεις τις οποίες θα αντιμετωπίζουμε σε αυτή την πορεία, τουλάχιστον για τις χώρες του Νότου».

· «Η απάντηση της Νέας Δημοκρατίας είναι ναι στη συνεχιζόμενη μονόπλευρη λιτότητα. Ναι στη βίαιη ταξική επίθεση ενάντια στους εργαζόμενους, ναι, τελικά, στην αποτυχία. Η απάντηση του ΠΑΣΟΚ είναι όχι.

»Υπάρχουν και άλλοι δρόμοι, που θα οδηγήσουν στην προσέγγιση των ονομαστικών στόχων του Μάαστριχτ, με δίκαιη επιμέτρηση του κόστους της προσαρμογής. Δρόμοι, που οδηγούν ακόμα και στην επίτευξη των στόχων, εφόσον όμως πληρωθούν ορισμένες προϋποθέσεις. Κάτι τέτοιο απαιτεί συνεχιζόμενη διεκδίκηση στην πορεία προς την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση.

»Απαιτεί, επίσης, μια άλλη οικονομική πολιτική, διότι για τη Νέα Δημοκρατία, η ΕΟΚ, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, ο ΟΟΣΑ αποτελούν το άλλοθι για να συνεχίζει τη δική της αντιφατική, μυωπική πολιτική».

· «Εδώ, ήθελα να φέρω ένα παράδειγμα: Όταν υπάρχει ενοποίηση του νομίσματος σε πέρα από μία χώρα, σε δύο, σε τρεις, σε πέντε χώρες, αυτό λειτουργεί κατά τρόπο αρνητικό για όλες τις καθυστερημένες ή ασθενέστερες χώρες ή περιοχές. Θα δώσω το απλό παράδειγμα των δύο Γερμανιών.

»Μόλις έγινε το ενιαίο νόμισμα, εμφανίστηκαν αμέσως τα τραγικά προβλήματα της Ανατολικής Γερμανίας. Η Δυτική Γερμανία αναγκάζεται, τώρα, να κάνει μεταφορές πόρων, πραγματικά αστρονομικών διαστάσεων, στην τέως Ανατολική Γερμανία, γιατί έχει την ευθύνη και μπορεί να ασκήσει δημοσιονομική πολιτική».

· «Είναι απαραίτητο και κλειδί να ολοκληρωθεί ο ομοσπονδιακός χαρακτήρας της Ευρώπης, έτσι ώστε η ευθύνη να είναι εκεί όπου υπάρχουν τα μέσα. Τα μέσα θα τα έχουν οι Βρυξέλλες μετά την Ένωση.

»Δεν θα τα έχουν τα κράτη-μέλη. Και εκεί υπάρχει η ευθύνη, η οποία βεβαίως πρέπει και να ελέγχεται δημοκρατικά. Μόνο με μια πολιτική ένωση θα αναλυθούν και θα αναληφθούν αυτές οι ευθύνες».

· «Δεν αρκεί η ενιαία αγορά και το ενιαίο ευρωπαϊκό νόμισμα, για να αντιμετωπίσει η Ευρώπη τις προκλήσεις του μέλλοντος. Απαιτείται η διαμόρφωση μιας αναπτυξιακής ευρωπαϊκής πολιτικής».

· «Το πεδίο της δράσης ανάμεσα στις συντηρητικές και τις προοδευτικές πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις μεταφέρεται τόσο σε εθνικό επίπεδο όσο και σε μεγάλο βαθμό στο ευρωπαϊκό επίπεδο».