Προκαλούν μεγάλη εντύπωση ορισμένες απόψεις του πρωθυπουργού σχετικά με ζητήματα που έχουν σχέση με το προεκλογικό κλίμα που έχει δημιουργηθεί στην πολιτική σκηνή και με θέματα ηθικής πολιτικής τάξης. Από την όλη συμπεριφορά, καθώς και από ορισμένες αναφορές του σε μια τηλεoπτική συνέντευξή του (στον «Aλφα»), φαίνεται ότι ο κ. Τσίπρας διακατέχεται αυτή την ώρα από έναν έντονο πολιτικό φανατισμό, που θολώνει την κρίση του και τον εμποδίζει να διαβάζει καθαρά την πραγματικότητα.

Κατ’ αρχάς, ο πρωθυπουργός αρνήθηκε κατηγορηματικά να αναγνωρίσει αυτό που πολιτικοί και πολίτες διαπίστωσαν προ ημερών: Οτι η συζήτηση αρχηγών στο Κοινοβούλιο «ξέφυγε», προκαλώντας πολύ
άσχημη εντύπωση και μεγάλη αμηχανία ακόμη και σε βουλευτές της δικής του παράταξης (όπως διαπίστωσαν στους διαδρόμους και στο εντευκτήριο της Βουλής οι δημοσιογράφοι εκείνο το βράδυ).

Ο κ. Τσίπρας ισχυρίστηκε με πείσμα ότι τίποτε δεν «ξέφυγε» και πως ό,τι ειπώθηκε οφειλόταν σε δόλιες επιδιώξεις του κ. Κυριάκου Μητσοτάκη σε βάρος του ιδίου και του ΣΥΡΙΖΑ. Εδειξε έτσι ότι δεν είναι σε θέση να αντιληφθεί στοιχειωδώς τη μεγάλη απογοήτευση που προκαλεί σε μια κοινωνική πλειοψηφία η σημερινή κατάσταση. Εδειξε ότι δεν έχει καμία διάθεση ο ίδιος να αλλάξει προεκλογική συμπεριφορά σε μια μάχη που φαίνεται να του προκαλεί πολιτική ανασφάλεια και μεγάλο εκνευρισμό. Δεν κατανοεί, προφανώς, ότι από τη θέση του πρωθυπουργού, η δική του ευθύνη για το οξυμμένο προεκλογικό κλίμα είναι πολύ μεγαλύτερη από αυτήν της αξιωματικής αντιπολίτευσης.

Οι διατυπώσεις του κ. Τσίπρα, το αυτάρεσκο ύφος και τα εκφραστικά μέσα του συνθέτουν ένα πρωτότυπο «πορτρέτο» πρωθυπουργού. Ο κ. Τσίπρας προβάλλει και προτείνει στην ελληνική κοινωνία ένα νέο μοντέλο πολιτικού ηγέτη, ο οποίος δεν ανέχεται κριτική, αρνείται κατηγορηματικά να παραδεχθεί λάθη, αρνείται να αναγνωρίσει ηθικές εκτροπές συνεργατών του. Είναι το μοντέλο του «σκληρού» φανατικού ηγέτη, ο οποίος δεν διστάζει να ειρωνεύεται, να κακολογεί και να υβρίζει πολιτικούς αντιπάλους, επιχειρηματίες, εκδότες, δημοσιογράφους που δεν είναι της αρεσκείας του. Ούτε και φαίνεται να κατανοεί ο «αδιάφθορος» κ. Τσίπρας τη συμβολική σημασία που έχουν για τους πολίτες ορισμένες κοινωνικές συμπεριφορές πολιτικών, που βρίσκονται σε κραυγαλέα αντίθεση με τα δημοσίως διακηρυγμένα «πιστεύω» τους - πόσω μάλλον όταν αυτά είναι «επαναστατικά».

Ολα δείχνουν ότι ο αρχηγός της «Ριζοσπαστικής Αριστεράς» είναι πλέον άσχημα μπερδεμένος στην προσπάθειά του να είναι στο εσωτερικό μέτωπο ένας επαναστατικών διαθέσεων «αριστερός» (από αυτό, μόνο τα πούρα Αβάνας απέμειναν), που, όμως, είναι και καλός φίλος μίας εγχώριας εύπορης «μπουρζουαζίας» δικής του επιλογής. Αυτό το μπέρδεμα του στερεί τη δυνατότητα να υπερασπιστεί χωρίς εκνευρισμό και φανατισμούς την κυβερνητική πολιτική του με όποια επιχειρήματα θέλει και τον οδηγεί σε μία πολιτική παραμόρφωση, σε μια ρητορική διαστροφή της πραγματικότητας. Ετσι, σήμερα, σε περίοδο προεκλογική, ο κ. Αλέξης Τσίπρας βλέπει «κόκκινο» και ο νους του θολώνει όταν κάποιος ή κάποιοι αμφισβητούν τις θεσμικές εκτροπές του, τις αποφάσεις και τις πολιτικές προθέσεις του. Και γι’ αυτή την κακή συμπεριφορά του δεν είναι υπεύθυνη η αξιωματική αντιπολίτευση (στο κάτω-κάτω τα δικά της λάθη έχει την ευκαιρία να τα «αξιοποιήσει» ο κ. Τσίπρας).

Φαίνεται καθαρά πλέον από τη δική του στάση απέναντι στα δημόσια πράγματα, ότι ο πρωθυπουργός δεν καλύπτει χωρίς σοβαρό λόγο συμπεριφορές όπως αυτές του κ. Πολάκη και ότι δεν είναι χωρίς ιδιαίτερο λόγο η εξοργιστική ανοχή της κυβέρνησής του απέναντι στις εγκληματικές συμμορίες των «αντιεξουσιαστών» που εξευτελίζουν καθημερινά το κράτος. Ο κ. Τσίπρας δείχνει πως θέλει να καθιερώσει ένα δημόσιο σκηνικό και μία πολιτική κατάσταση στα μέτρα της «Αριστεράς» του εντός της Ελληνικής Δημοκρατίας. Κι αυτό το επιδιώκει θέλοντας να σταδιοδρομεί και ως «προοδευτικός Ευρωπαίος» πολιτικός και ως στενός φίλος της Ουάσινγκτον. Ετσι, μάλλον είναι αυτή η πολιτικά σχιζοφρενική κατάστασή του που έχει τόσο άσχημα επηρεάσει τις προεκλογικές συμπεριφορές του τούτο τον καιρό.