Η αλήθεια είναι ότι οι ομάδες των παλαιμάχων «παπανδρεϊκών» και «εκσυγχρονιστών» του γερασμένου ΠΑΣΟΚ δεν είχαν άλλη επιλογή από την πολιτική χαρτοκοπτική που έφτιαξε το Κίνημα Αλλαγής. Ενώπιον του κινδύνου μίας τελικής καταστροφής, τα «υπόλοιπα» του λεγόμενου «κεντροαριστερού» χώρου έκαναν μια τελευταία προσπάθεια συγκέντρωσης δυνάμεων. Μαραμένα πολιτικά πρόσωπα από το «πράσινο» παρελθόν, λάτρεις του «Ανδρέα», γνωστοί τριτοδρομικοί «σοσιαλιστές», ατυχήσαντες «εκσυγχρονιστές» και περιφερόμενοι «πρίγκιπες» της οικογένειας Παπανδρέου συσπειρωμένοι όλοι, έστω και μετά κόπου μεγάλου, γύρω από μια ηγεσία ελαφρών πολιτικών βαρών, ελπίζουν σε ένα αξιοπρεπές ποσοστό στις εκλογικές μάχες αυτής της χρονιάς. Βιαστικά φιλοτεχνήθηκε, λοιπόν, ένα πολιτικό προφίλ γενικώς «προοδευτικό» και γνησίως «δημοκρατικό», με σεβασμό στην ιστορία και τις αρχές του θρυλικού παπανδρεϊκού ΠΑΣΟΚ και τώρα αρχίζει το κυνήγι των ψήφων. Υπολογίζοντας, λοιπόν, στο ζωντάνεμα παλιών, ευχάριστων αναμνήσεων από τα αξέχαστα χρόνια «κρασιού και λουλουδιών», που χάρισε στους «μη προνομιούχους» το Κίνημα, μοιράζοντας απλόχερα πόρους εθνικούς και κοινοτικούς, το ΚΙΝ.ΑΛ. ανεμίζει τη σημαία του ΠΑΣΟΚ και γλυκοκοιτάζει τους πονεμένους παλιούς φίλους και «συντρόφους».

Βεβαίως, με δεδομένο ότι όπως και στην Ευρώπη έτσι και στην Ελλάδα η σοσιαλδημοκρατία οδηγείται στα νεκροταφεία της πολιτικής Ιστορίας, και επειδή σήμερα ο όρος «Κεντροαριστερά» δεν λέει τίποτε το ιδιαίτερο στην ελληνική κοινωνία, παρά μόνο σε κομματικά γραφεία, το ΚΙΝ.ΑΛ. δυσκολεύεται εξαιρετικά να βρει έναν αξιόπιστο πολιτικό λόγο για να γοητεύσει τη μικρομεσαία «πλέμπα». Πώς να ξεχωρίσει από τον ΣΥΡΙΖΑ και τη Νέα Δημοκρατία; Πώς να σταδιοδρομήσει ως «ανεξάρτητη» πολιτική δύναμη άνευ πολιτικής;

Προ αυτού του δραματικού ερωτήματος, φαίνεται πως βρέθηκε η λύση: Το ΚΙΝ.ΑΛ. θα αποκτήσει ειδικό βάρος, εμφανιζόμενο προεκλογικά όχι με πρωτότυπες πολιτικές θέσεις (πού να τις βρει;), αλλά ως το κόμμα που ενδεχομένως θα κληθεί μετεκλογικά να αποφασίσει αν θα «στηρίξει» σε ένα κυβερνητικό σχήμα είτε ως αντιπολίτευση στη Βουλή την Αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ ή την Κεντροδεξιά της Νέας Δημοκρατίας. Θα σταδιοδρομήσει, λοιπόν, στο εξής στην πολιτική σκηνή ως «πολύφερνη νύφη», διόλου όμορφη μεν και «κάποιας» ηλικίας, αλλά με υπολογίσιμη προίκα. Με αυτό τον πολιτικάντικο στόχο, το πονηρό ΚΙΝ. ΑΛ. ελπίζει πως θα μπορέσει αύριο να «εκβιάσει» ποσοστό συμμετοχής στη διαμόρφωση εξελίξεων μετεκλογικά. Κι αν βάζει στη βιτρίνα του τα κέρινα ομοιώματα πολιτικών μίας άλλης εποχής, αυτό είναι μία λύση ανάγκης, αφού ενδιαφέρουσες νέες προσωπικότητες δεν διαθέτει.

Η αλήθεια είναι ότι προ ολίγων ετών, κάτι άλλο, κάτι ποιοτικά καλύτερο είχαν κατά νουν εκείνοι που πήραν την πρωτοβουλία για τη δημιουργία μιας νέας Κεντροαριστεράς. Ομως, επρόκειτο κυρίως για εξωκοινοβουλευτικούς παράγοντες και αξιόλογες πνευματικές προσωπικότητες, που δεν διέθεταν τις ικανότητες και τις «τεχνικές» οι οποίες απαιτούνται για την αντιμετώπιση των κομματικών εγωισμών, των φιλοδοξιών, των προσωπικών αντιπαραθέσεων και της πολιτικής ανοησίας των «κατεστημένων» της ΠΑΣΟΚογεννημένης «Κεντροαριστεράς». Ετσι, η υπόθεση οδηγήθηκε στο σημερινό τυχοδιωκτικό σχήμα του ΚΙΝ.ΑΛ. Αντί για μια ανανέωση προσώπων και δομών στον αστικό πολιτικό χώρο της Κεντροαριστεράς, το πράγμα κατέληξε στην κατασκευή ενός παλαιοκομματικού οργανισμού, εντελώς εκτός μόδας πλέον. Αντί για θέσεις, ενοχλητικές γενικολογίες και φωνές ενός ψεύτικου πάθους. Δεν είναι χωρίς λόγο, λοιπόν, που ο ΣΥΡΙΖΑ «λεηλατεί» αυτή την Κεντροαριστερά, ούτε το ότι η Νέα Δημοκρατία «ελκύει» πρόσωπα από τον χώρο αυτόν. Διότι αυτά τα δύο κόμματα, όπως κι αν θέλει να τα κρίνει κανείς, διαθέτουν πάντως ηγεσίες νεότερης «κοπής» και γνωρίζουν καλά τι ακριβώς θέλουν να πετύχουν.

Ομως, η κατάσταση στην οποία βρίσκεται σήμερα η χώρα, η ανασφάλεια και η σύγχυση που διαπερνά την κοινωνία της, προσφέρουν ακόμη και σε ένα κομματικό μόρφωμα, όπως το «προοδευτικό» ΚΙΝ.ΑΛ., ένα κάποιο έδαφος «συμμετοχής» στα πολιτικά πράγματα.